Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Η βρύση



 Γράφει
 ο Τρύφων Ούρδας


Είναι αλήθεια ότι όταν γεννήθηκε το Φταλιό μέσα στην οικογένεια, όλοι πήραν μεγάλη χαρά. Ήταν ένα μικρό πλάσμα, να τόσο δα, που θα μπορούσε να χωρέσει μέσα σε μια χούφτα. Με τα λίγα ξανθά μαλλάκια στο κεφαλάκι του, τα γαλάζια ματάκια όμοια με χάντρες από περιδέραιο και τα κατακόκκινα απ’ τη φύση τους χειλάκια, έμοιαζε με πραγματικό αγγελούδι. Η ίδια η μάνα που το γέννησε, όταν το είδε τόσο όμορφο, το έφτυσε πολλές φορές από φόβο μήπως το ματιάσει. Άσε για τη μαμή που το τράβηξε απ’ τα σπλάχνα της. Η κολπατζού, πρώτη φορά μίλησε στα «ίσια» και είπε ότι τέτοιο μωρό μέχρι σήμερα, δεν κράτησε στα χέρια της…
Βέβαια στην οικογένεια ήταν και άλλα κορίτσια. Πανέμορφα και αυτά, με καλή καρδιά και προκομμένα.  Τώρα μάλιστα που μεγάλωσαν, ήρθαν και πολλοί γαμπροί με προξενιό να τα ζητήσουν. Όμως ο μπαμπάς δεν το αποφάσιζε. Περιμένετε έλεγε να μεγαλώσουν ακόμα λίγο και ύστερα βλέπουμε. Αλλά από μέσα του ο «μπαμπέσης», ήταν σίγουρο ότι περίμενε καλλίτερες τύχες για τα κορίτσια του.
 Και οι τύχες δεν άργησαν να φανούν. Τρία κορίτσια ήταν, παντρεύτηκαν, νοικοκυρεύτηκαν και έφυγαν απ’ το σπίτι. Μόνο το Φταλιό έμεινε, δεκαεφτά χρόνων τώρα, σωστή κοπέλα, όμορφη  από τότε που γεννήθηκε, σαν τα κρύα τα νερά, πάντα το στολίδι της οικογένειας.
-Άντε κόρη μου, της είπε μια μέρα μέσα στο καλοκαίρι η μάνα της. Κάνε γρήγορα πριν σκοτεινιάσει να πας στη βρύση για νερό…
-Καλά, είπε πρόθυμα το κορίτσι με την απορία βέβαια στο πρόσωπό του, γιατί πρώτη φορά δεν πήγαιναν μαζί.
Φόρεσε ένα άλλο φουστάνι, χτένισε στον καθρέφτη τα μαλλιά της και χωρίς άλλη κουβέντα, άρπαξε τη στάμνα απ’ το καμαράκι, την έβαλε στη μασχάλη της και βγήκε απ’ το σπίτι. Περνώντας την αυλόπορτα με τη συρμάτινη περίφραξη, βγήκε στο δρόμο που κατηφόριζε μέχρι το ποτάμι. Με προφύλαξη ανέβηκε το ξύλινο γεφύρι και πέρασε στην απέναντι πλευρά του χωριού. Από μέσα της έβγαινε μεγάλη χαρά, γιατί τώρα μεγάλωσε πια και μπορούσε  στο σπίτι, να κάνει μόνη της  μερικές δουλειές  και προπαντός να πηγαίνει στη βρύση για νερό. Εκεί στο καθημερινό πανηγύρι, όπου μαζεύονταν πολλοί, όλο και κάποια θα έβρισκε απ’ τις φίλες της να πούνε για το χωριό, για τις δουλειές  αλλά και μυστικά για τ’ αγόρια, που κάθε βράδυ τέτοια ώρα, στήνονταν εκεί, στις γωνιές των σπιτιών και πίσω απ’ τα δέντρα, περιμένοντας υπομονετικά, μήπως ένα βλέμμα τους διασταυρωθεί με το δικό τους! Ένα χαμόγελο που θα τα κάνει να νοιώσουν άντρες και αυτές γυναίκες!
Λίγο ακόμα προτού να φτάσει στο νερό, βρήκε τη φίλη της τη Βγενιώ. Έβγαινε απ’ το μπακάλικο του Χρήστου του Ξανθάκη. Στα χέρια της κρατούσε ένα μπουκάλι γεμάτο με πετρέλαιο, που το πήρε  για τη λάμπα του σπιτιού , μαζί μ’ ένα χωνί  ζάχαρη για τους καφέδες που έψηνε η γιαγιά της στο κουβεντολόι με τις γειτόνισσες. Ακόμα μέσα στην τσέπη του φουστανιού της, είχε και καραμέλες που της έδωσε για ρέστα ο μπακάλης, επειδή τα αυγά που πλήρωσε για τα ψώνια άξιζαν περισσότερο. Η Βγενιώ έβγαλε μια καραμέλα απ’ την τσέπη της και την πρόσφερε στο Φταλιό.
-Πάρε, της είπε, πάρε να γλυκαθείς και έλα προς τα ‘δω να σου πω κάτι. Αμά… πρόσεξε. Εγώ δεν σου είπα τίποτα…
Την τράβηξε απ’ το χέρι και πήγαν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, κάτω από μια μουριά του Γιορδάνη του κουρέα. Όλο περιέργεια το Φταλιό, άφησε κάτω τη στάμνα της και άνοιξε τ’ αυτιά  για να ακούσει το μυστικό.
-Προχθές άρχισε να λέει η Βγενιώ μπαίνοντας αμέσως στο θέμα, άκουσα τον αδερφό μου που έλεγε σ’ ένα φίλο του, πως ο Γιάννης του… ενδιαφέρεται για σένα και ότι σ’ αγαπάει. Ο καημένος όμως ντρέπεται να στο πει, όταν σε βλέπει στη βόλτα που κάνουμε κάθε Κυριακή στην πλατεία. Ύστερα φοβάται και τον πατέρα του, μήπως τον μαλώσει που σκέφτεται τέτοια πράγματα.
 Με μεγάλη ευχαρίστηση άκουγε το Φταλιό, όσα της έλεγε η φίλη της. Όπως και να το κάνουμε γυναίκα ήταν και κολακευόταν. Όμως δεν ήθελε να το δείξει. Έτσι, στην αρχή έκανε  πως ντρέπεται και κατέβασε το κεφάλι της. Μετά ξέσπασε σε γέλια, συνεχίζοντας με αυτόν τον τρόπο να δείχνει, πως δεν παίρνει στα σοβαρά ό,τι άκουγε. Από μέσα της όμως η καρδιά της, χτυπούσε σαν να ήθελε να σπάσει.
 Και αυτή συμπαθούσε τον Γιάννη… Ήταν ένα ψηλό και γερό παλικάρι με μαύρα σγουρά μαλλιά, ωραίο πρόσωπο και καστανά μεγάλα μάτια. Ήταν και λίγο μεγαλύτερος  απ’ αυτή στην ηλικία. Θυμήθηκε ότι από τότε που πήγαιναν στο σχολείο, κάθε διάλλειμα φρόντιζε να είναι μαζί της. Την παρατηρούσε στο παιχνίδι και προπάντων, έπαιρνε το μέρος της σε κάθε διαφωνία με τους άλλους συμμαθητές της. Άσε που πολλές φορές πιανόταν στα χέρια μ’ αυτούς, μόνο και μόνο για χάρη της. Από εκείνη την εποχή λοιπόν  της έκανε εντύπωση αυτή  η συμπεριφορά του.
Όμως η ίδια δεν έδινε και πολύ σημασία. Και κάτι άλλο! Τώρα τελευταία που πηγαίνει στη βρύση με τη μάνα της, τον βλέπει συχνά-πυκνά να κάθεται απέναντί τους σ’ ένα δέντρο και να την κοιτάζει στα μάτια, ζητώντας και αυτή να του ρίξει μια ματιά. Τελικά, έτσι εξηγείται και γιατί το απόγευμα της προηγούμενης Κυριακής, στη βόλτα του χωριού μέσα στην πλατεία και πίσω απ’ το πλατάνι,  έπιασε τρυφερά το χέρι της, λέγοντάς  ότι μεγάλωσε, ότι ομόρφαινε και ότι τέλος πάντων θα νιώθει βασιλιάς μαζί της, εκείνος που θα την πάρει …για γυναίκα του!
Επί πλέον ο Γιάννης είναι  και από καλή οικογένεια. Ο πατέρας του έχει πολλά χωράφια και ζώα. Μάλιστα είναι και πολύ καλός νοικοκύρης. Το σπίτι τους μέσα στο χωριό είναι το καλλίτερο και το πιο πλούσιο. Μοιάζει σαν αρχοντικό. Πέντε παραγιούς άκουσε τη μάνα της να λέει, πως είχε ο παππούς τους στα παλιά τα χρόνια. Όλοι τους δούλευαν σ’ αυτόν μέρα και νύχτα χωρίς σταματημό. Και ο ίδιος ο Γιάννης, είναι ένα πολύ καλό παιδί και με χρυσή καρδιά…
 Όμως πάλι… κάτι άκουσε μια μέρα απ’ αυτόν και την αποθάρρυνε. Τον άκουσε να λέει πως οι δικοί του, σαν μεγαλώσει ακόμα λίγο, σκέφτονται να τον στείλουν στην Αμερική, κοντά σ’ ένα θείο του, για να σπουδάσει σε σχολείο και έπειτα, όταν μάθει τη δουλειά, θα τον βάλουνε να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο που φτιάνει μηχανές. Και άμα φύγει, τί νόημα θα έχει να κάνει όνειρα γι’ αυτόν; Όχι, όχι ας μην το παίρνει και πολύ στα σοβαρά αυτό. Καλλίτερα θα ήταν, ό,τι άκουσε από τη φίλη της και αυτό που αισθανόταν γι’ αυτόν να τα ξεχάσει. Μπορεί να μην της βγει σε καλό…
Αυτά και άλλα πολλά σκέφτηκε το Φταλιό, όση ώρα της μιλούσε η φίλη της. Βυθισμένη σ’ αυτές τις σκέψεις, στο τέλος δεν την άκουγε. Γι’ αυτό και εκείνη μόλις  το κατάλαβε, βιάστηκε να φύγει για το σπίτι της, λέγοντας της μονάχα ένα ξερό «γεια» και αφήνοντας τη, μόνη να ζει στον κόσμο της. Αλλά και το Φταλιό μόλις συνήλθε, πήρε και αυτή από κάτω τη στάμνα της και τράβηξε για τη βρύση, χαρούμενη όπως ήταν και πριν. Ωστόσο όμως τώρα, ήταν λίγο προβληματισμένη.
Στον τελευταίο δρόμο πάλι, λίγο πριν φτάσει, βρήκε έξω από το σπίτι της και μια άλλη φίλη της, την Ελένη κόρη του παπά του χωριού, του παπά-Γιώτα. Ήταν συνομήλικες και μαζί πριν από λίγα χρόνια, πήγαιναν στο σχολείο. Μάλιστα και στην ίδια τάξη. Η Ελένη δεν είχε να κάνει δουλειές στο σπίτι της, αφού είχε και άλλες πέντε αδερφές, γι αυτό και βγήκε έξω απ’ τις μεγάλες πόρτες της αυλής της ,να χαζέψει τις γυναίκες και τα άλλα κορίτσια, που πήγαιναν και έρχονταν με τις στάμνες και τα γκιούμια στην πηγή.
-Μπράβο, είπε στο Φταλιό όταν την είδε μόνη της με την στάμνα. Τώρα βλέπω έρχεσαι μόνη σου για νερό! Πού είναι η μάνα σου;
-Ε! τι να σου πω..! απάντησε το Φταλιό. Είχε κι άλλες δουλειές με τον αργαλειό… Εσύ τι κάνεις;
-Καλά είμαι, είπε η Ελένη. Όλη την ημέρα θερίζαμε στα χωράφια και τώρα βγήκα να πάρω αέρα. Έλα να καθίσουμε λίγο και της έδειξε το πεζούλι.
Το Φταλιό, που γύρευε και αυτό κουβέντα, έβαλε τη στάμνα ανάμεσα στα πόδια  και κάθισε δίπλα της. Αμέσως καταπιάστηκε στις ερωτήσεις με την Ελένη. Κάτι άλλο όμως την έτρωγε  μέσα της… Κάτι, που τόσο καιρό δεν έδινε σημασία, και τώρα πριν από λίγο, μπήκε βαθειά μέσα στη σκέψη της και  δεν μπορεί να το ξεχάσει, όσο και αν πασχίζει συζητώντας με τη φίλη της. Ήταν ο Γιάννης!
 Πού είναι και σήμερα δεν τον βλέπει απέναντι, κάτω απ’ το δέντρο να την κοιτάζει επίμονα μ’ εκείνα τα παραπονιάρικα υγρά μάτια του και μ’ ένα γλυκό μειδίαμα στα χείλη, ενώ όταν και αυτή τον κοιτάξει, να ρίχνει τα μάτια του στη γη σαν να ντρέπεται; Πού είναι μια φορά και αυτή να τον κοιτάξει στα μάτια και να του πει, μόνο μ’ αυτά, πως και αυτή τον σκέφτεται, όταν είναι μόνη της και ότι τέλος πάντων γι αυτόν χτυπάει η καρδιά της! Κοίταξε να δεις που η ώρα περνάει και σήμερα δεν τον βλέπει να έρχεται. Κρίμα! Σε λίγο θα πέσει το σούρουπο και θα πρέπει να φύγει για το σπίτι της. Αν καθυστερήσει ακόμα, θα βγει να την ψάξει η μάνα της. Δεν γίνεται, πρέπει να βιαστεί, να γεμίσει τη στάμνα και όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να πάρει τον δρόμο της επιστροφής.
 Με όλα αυτά να γλυκαίνουν αλλά και να πικραίνουν την καρδιά της, το Φταλιό πέταξε ένα «φεύγω» στη συνομιλήτριά της, πήρε τη στάμνα από κάτω, και έτρεξε στην πηγή που ήταν πολύ κοντά. Την έβαλε κάτω σε μια από τις τρεις βρυσούλες της και τη γέμισε μέχρις απάνω. Παρά τη ζέστη που έκανε όλη τη μέρα, το νερό έβγαινε κρύο. Διψασμένη όπως ήταν, έσκυψε και η ίδια για να πιει, ενώ με τις χούφτες της δρόσισε το μέτωπο και τα μάγουλά της. Στο τέλος ενώ έτρεχε να φύγει, έριξε ένα γρήγορο «καλησπέρα» στη γειτόνισσά της τη Στέλλα του Δημόκριτου, που μαζί με τη Μαρία και τη Γεωργία της Ζαφειρώς, έτρεχαν και αυτές μέσα στον ιδρώτα και προτού βραδιάσει, να πάρουν απ’ το ευλογημένο νεράκι . Στη στροφή του Νάσου, το κορίτσι γύρισε και κοίταξε πάλι προς τη βρύση. Περίμενε μήπως  την τελευταία στιγμή, σαν τον «από μηχανή θεό», κάνει την εμφάνισή του ο Γιάννης. Άδικος όμως ο κόπος! Ο Γιάννης απόψε ήταν άφαντος..! Τις επόμενες μέρες όμως;
Ωστόσο τις επόμενες μέρες, το Φταλιό ήταν πολύ τυχερό. Κάθε βραδάκι που κινούσε για τη βρύση, το παλληκάρι της ήταν εκεί και την περίμενε. Ατέλειωτες, της φαινόταν οι νύχτες και τα πρωινά, μέχρι να πέσει ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό και να έρθει η ώρα για τη βρύση. Αγωνία μεγάλη μέχρι να φτάσει εκεί και μέχρι να δει τον αγαπημένο της, κάτω απ’ τη φουντωμένη ροδιά, να την περιμένει να φτάσει στο ραντεβού με την στάμνα της. Πόσο μεγάλη χαρά και ευτυχία ένιωθαν, όταν οι φλογισμένες από τον έρωτα ματιές τους, συναντιόταν σ’ εκείνα τα ζεστά καλοκαιριάτικα απογεύματα, εδώ, στο δροσερό αυτόν τόπο της βρύσης; Και πόσο θαύμαζε ο ένας τον άλλον!
 Εκείνη ένα άβγαλτο κοριτσάκι, νεράιδα του δάσους που σε μαγεύει με την ομορφιά της, γελαστό και χαρούμενο, όλο σκέρτσο και νάζι και εκείνος ένα αμούστακο παλληκαράκι, με αρρενωπή φυσιογνωμία, με μαλλιά που τώρα άρχισαν να χτενίζονται, μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο, με τα μανίκια μαζεμένα στα μπράτσα και με μια ψυχή που θέλει να βγάλει από μέσα της σαν χείμαρρος, όλο το συναίσθημα γι αυτό που αισθάνεται και αυτό που ονειρεύεται. Και τα δυο ήταν μικρά παιδιά! Μπορεί λόγω της ντροπής να μην εξέφραζαν με λόγια ό,τι αισθάνονταν, μιλούσε όμως γι αυτό κρυφά  η καρδιά τους. Ήταν έρωτας…
Θα πλησίαζαν τα μέσα Αυγούστου. Και όσο πήγαινε, τόσο περισσότερο ανέβαινε το θερμόμετρο στη σχέση των δύο νέων. Κάθε απόγευμα και πριν ακόμα ο ήλιος βάψει κόκκινη τη Δύση, τα παιδιά κανόνιζαν να βρίσκονται στο ίδιο σημείο. Έτρεχαν με λαχτάρα στη βρύση, πιστοί στο ραντεβού τους. Λίγες ήταν οι φορές που δεν πήγαιναν προς απογοήτευση του άλλου και αυτό μόνο όταν δεν το επέτρεπαν οι αγροτικές εργασίες στα σπίτια τους. Μια αγάπη, που ξεκίνησε σαν μια σταγόνα νερού και έγινε θάλασσα, για να πλέουν  πάνω στα γαλάζια νερά της, ευτυχισμένα τα νιάτα.
Έτσι με τον καιρό, οι ποθητές ματιές και τα κοιτάγματα από μακριά, έγιναν κοντύτερα, οι ντροπές παραμερίστηκαν και τα στόματα βρέθηκαν το ένα κοντά στο άλλο. Οι γλώσσες λύθηκαν και οι λέξεις πήραν φωτιά.
Έλεγαν έλεγαν και τι δεν έλεγαν! Στην αρχή για τις δουλειές που είχανε στα σπίτια τους, ύστερα για τους γονείς τους, μετά για την όμορφη γειτονιά τους. Ακολούθησαν οι κήποι με τα λουλούδια και ο ουρανός  με το φεγγάρι και τα αστέρια του, ώσπου ήρθε  η σειρά να μιλήσει, φανερά πια και η καρδιά τους για την αγάπη. Επισφράγισμα του μεγάλου αυτού συναισθήματος, οι τρυφερές αγκαλιές και λίγο παραπέρα ένα αθώο φιλί στο στόμα.
 Και αυτά, κάθε φορά που  στο χωριό έφτανε το σούρουπο  σαν… μια γιορτή της φύσης και κάτω απ’ τ’ άγρυπνο βλέμμα της Πούλιας, που έβλεπε από μια μεριά και χαιρόταν τη μαγεία των ερωτευμένων. Και όσο η βρύση γέμιζε και ξαναγέμιζε τη στάμνα που είχε το Φταλιό, τόσο ο έρωτας πλημμύριζε και ξεχείλιζε στις καρδιές των δύο νέων, που ορκίζονταν σε τούτο το νεράκι, που έτρεχε δίπλα τους και τραγουδούσε τις όμορφες στιγμές τους, αιώνια πίστη και αφοσίωση, ο ένας για τον άλλον.
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι. Ήρθε ο χειμώνας και μετά η Άνοιξη. Η Άνοιξη με τον ήλιο να αστράφτει πάνω στα βουνά, στους κάμπους και μέσα στο χωριό με τις ανθοστόλιστες γειτονιές, τα ονειρεμένα κρίνα, τα γιασεμιά και τα τριαντάφυλλα στο παράθυρο και στο μπαλκόνι του σπιτιού, που γεννήθηκε και μεγάλωσε το Φταλιό. Αυτά τα λουλούδια του έρωτα, που έβλεπε να φυτρώνουν, να μεγαλώνουν και να ευωδιάζουν την καρδιά της, την έκαναν να πλέει σε πέλαγα ευτυχίας, με βάρκα το όμορφο πρόσωπο του παλληκαριού της του Γιάννη. Του Γιάννη της καρδιάς της, που βλέπει κάθε απόγευμα στη βρύση, όταν πηγαίνει να γεμίσει τη στάμνα της και κάθε βράδυ στον ύπνο της, να περπατάνε μαζί, χέρι με χέρι στον ουρανό. Εκεί που ζούνε όλοι οι ερωτευμένοι, χτίζουν με όνειρα τη φωλιά τους και γεύονται τους καρπούς της αγάπης τους. Ποιος ήταν αυτός που δεν θα ζήλευε, αυτήν τη «θεόσταλτη» ομορφιά του της αγάπης, μέσα στη χαρούμενη κοινωνία του χωριού; Το θαυμάσιο αυτό ζευγάρι της βρύσης, με το νερό της να τρέχει και  να δροσίζει, δυο φλογισμένα απ’ τον έρωτα κορμιά!
Έφτασε και το δεύτερο  καλοκαίρι. Αυτό όμως δεν έμοιαζε με το προηγούμενο! Ήταν ένα μελαγχολικό καλοκαίρι με  γκρίζες  πινελιές στο κάδρο της ζωής των παιδιών. Κάποιο από τα βράδια του, ο πατέρας του Γιάννη γύρισε νωρίς απ’ το καφενείο στο σπίτι. Η γυναίκα του, όταν τον είδε παραξενεύτηκε, ωστόσο όμως επειδή τον είδε νευριασμένο, δεν τον ρώτησε. Μόλις κάθισε, αμέσως ζήτησε από αυτή τον γιο του, τον Γιάννη. Του απάντησε πως είναι έξω στη γειτονιά μαζί με τα άλλα παιδιά. Σαν τον φώναξαν και κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι, ο πατέρας του χωρίς άλλη κουβέντα τον ρώτησε για το Φταλιό. Ο Γιάννης από ντροπή έσκυψε το κεφάλι του, σαν να παραδεχόταν όσα άκουγε. Στο τέλος ο πατέρας του με φωνή και λόγια που δεν δέχονται αντίρρηση, όρους και συμβιβασμούς του είπε:
-Αυτό που έβαλες μέσα στο μυαλό σου να το ξεχάσεις... Δεν θα γίνει ποτέ! Αυτή η οικογένεια δεν ταιριάζει σε μας. Εσύ είσαι ένας πλούσιος!  Εμείς είμαστε από οικογένεια κοτσαμπάσηδων. Δεν θα ρεζιλευτούμε τώρα με τα δικά σου καμώματα!
Ύστερα είπε στη γυναίκα του να σβήσει τη λάμπα και να πάνε για ύπνο. Όλοι σιωπηλοί, έκαναν ότι τους είπε ο πατέρας…
 Όμως ο Γιάννης εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Σκεφτόταν την αγαπημένη του και τα βαριά λόγια του πατέρα του. Ένιωθε απελπισμένος. Δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι για να του αλλάξει τη γνώμη. Γνώριζε τον πατέρα του, πόσο απόλυτος και ισχυρογνώμονας ήταν, στα λόγια και στις αποφάσεις του. Γι αυτό προτίμησε τη σιωπή. Την παντοτινή σιωπή που γκρέμισε κάθε όνειρο και ελπίδα στη ζωή του…
Δωροθέα του 19…Καλοκαίρι. Νωρίς το απόγευμα, μέσα στη σκόνη του δρόμου, ένα ταξί φτάνει στην πλατεία απ’ την Αριδαία. Από την πίσω πόρτα του, βγαίνει ένα γεροντάκι. Φαίνεται καλοντυμένο. Φοράει μαύρο κουστούμι και γραβάτα. Στα χέρια του κρατάει ένα καπέλο και το μπαστούνι του. Πληρώνει τον οδηγό και ύστερα, κουρασμένο προφανώς απ’ το ταξίδι, κάθεται στην πρώτη καρέκλα του καφενείου που βρίσκει μπροστά του. Με αργή κίνηση του κεφαλιού του, ψάχνει τον υπεύθυνο του μαγαζιού. Εκείνος τρέχει κοντά του. Σε λίγο του σερβίρει ένα ποτήρι νερό και μια πορτοκαλάδα. Ο ηλικιωμένος πίνει το νερό και σκουπίζει με το μαντήλι το ιδρωμένο μέτωπό του. Δεν δείχνει τη διάθεση να μιλήσει σε κανένα, παρά το γεγονός όλοι όσοι είναι στο καφενείο, τον κοιτάνε περίεργα και σκύβοντας μεταξύ τους ρωτάνε να μάθουν το όνομά του.
 Το άγνωστο άτομο όταν συνέρχεται απ’ την κούραση, κοιτάζει - κοιτάζει γύρω του σαν να ψάχνει κάτι να βρει και να θυμηθεί. Βλέπει μπροστά του τα θεόρατα καταπράσινα πλατάνια της πλατείας, αλλά και τα σπίτια γύρω απ’ αυτή και κάθε τόσο βγάζει το μαντήλι του και σκουπίζει το πρόσωπό του. Σε κάποια στιγμή τα μάτια του, δείχνουν να βουρκώνουν. Κλαίει! Προσπαθεί όμως αυτό, με κάθε τρόπο να το κρύψει. Ξέρει πως κάποιοι γύρω του, τον κοιτάνε. Έτσι σε αυτήν την κατάσταση, περνάει αρκετή ώρα. Και σε όλο αυτό το διάστημα δεν βγάζει μιλιά. Μοιάζει σαν να βρίσκεται σε λήθαργο. Όταν τελικά βγαίνει απ’ αυτόν, γυρίζει στην παρέα που είναι λίγο μακριά και με φωνή που πνίγεται στο λαρύγγι του, ρωτάει ευγενικά:
-Πέστε μου σας παρακαλώ. Πού είναι η βρύση σας; Η παλιά σας βρύση που παίρνατε νερό;
Με μεγάλη προθυμία κάποιοι του δείχνουν τον δρόμο. Τον διαβεβαιώνουν μάλιστα, ίσως εκτιμώντας τις αντοχές του στο βάδισμα, ότι είναι πολύ κοντά από εδώ που βρίσκεται.
Το γεροντάκι πάλι ευγενικά τους ευχαριστεί και αφού πληρώνει το ποτό του, σηκώνεται από την καρέκλα και με τη βοήθεια που του προσφέρει το μπαστούνι του, παίρνει τον δρόμο, αυτόν που του έδειξαν. Κανένας όμως δεν είχε το θάρρος να τον ρωτήσει για το όνομά του, παρά την περιέργεια που τους έδερνε…
Εκείνη την ώρα το καλοκαιριάτικο ζεστό απόγευμα στο χωριό, έπαιρνε να δροσίζει. Το αεράκι που φύσηξε στην πλατεία, κούνησε ρυθμικά τα φύλλα των δέντρων και παρέσυρε μαζί του τις ευωδιές απ’ τα δεντρολίβανα, που κρέμονταν στις στέγες και στους φράχτες των σπιτιών. Η καμπάνα για τον εσπερινό, ακούστηκε μελωδικά απ’ άκρη σε άκρη στο χωριό, υπενθυμίζοντας στους κατοίκους να κάνουν τον σταυρό τους. Να ευχαριστήσουν τον Θεό, που όλη τη μέρα τους κράτησε γερούς στα χωράφια και στις δουλειές τους. Τώρα όμως, έπρεπε να γυρίσουν με τα ζωντανά στα σπίτια τους. Και τέλος τα πουλιά στην πλατεία, πετώντας χαμηλά πάνω στα σύρματα και στα δέντρα, συμπλήρωναν με τα τιτιβίσματα την ομορφιά και την μαγεία των στιγμών, χαρούμενα και αυτά που θα πάνε για ξεκούραση στις φωλιές τους. Η φύση στην πλατεία σε πλήρη αρμονία!
Αλλά … από κάπου ακούγονται φωνές. Ακούγονται τσιρίδες και η ευχάριστη ατμόσφαιρα ταράζεται. Οι θαμώνες των καφενείων αναστατώνονται και τρέχουν προς τα εκεί που καλούνε σε «βοήθεια». Λαχανιασμένοι οι νεώτεροι, φτάνουν πρώτοι στην άκρη του δρόμου με τις ψηλές λεύκες και τα καραγάτσια, που κρατάνε στις ρίζες και τη σκιά τους, την παλιά βρύση. Τη βρύση του χωριού, που κάποτε με το ζωντανό νερό της, ξεδίψαγε τις ψυχές των χωριανών. Λίγο σήμερα το νερό της, ίσα-ίσα για να θυμίζει το παρελθόν και το παλιό της μεγαλείο.
 Και δίπλα! Ω Θεέ μου! Το γεροντάκι της πλατείας! Αυτό που πριν λίγη ώρα μ’ ένα ταξί ήρθε στο χωριό και έκατσε στο καφενείο για να ξεκουραστεί. Ήταν ξαπλωμένο κοντά στο νερό με γερμένο το κεφάλι του χωρίς να μιλάει. Όσοι ήταν κοντά, έβρεχαν το πρόσωπό του και του φώναζαν να μιλήσει. Μα εκείνο δεν απαντούσε. Μόνο το στήθος του ανεβοκατέβαινε και ανέπνεε βαριά. Τα μάτια του όμως ήταν ανοιχτά και δάκρυα έτρεχαν στις άκρες τους. Επιπλέον το δύστυχο, γνωρίζοντας ότι προκάλεσε  πανικό , με το ήρεμο  πρόσωπό του, προσπαθούσε να καθησυχάσει όλους εκείνους που φοβήθηκαν για την ζωή του. Κάποια στιγμή ψελλίζοντας, ζήτησε να του φέρουν λίγο νερό απ’ τη βρύση για να πιεί. Ήθελε να πιει πολύ απ’ αυτό και να χορτάσει! Στα γρήγορα κάποιοι έτρεξαν στο διπλανό σπίτι και έφεραν ένα ποτήρι. Το γέμισαν και του έδωσαν να πιει. Και έπινε-έπινε χωρίς να χορταίνει. Ύστερα σήκωσε ξανά το κεφάλι του και κοίταξε γύρω. Το πρόσωπό του συνέχιζε να είναι ήρεμο και γαλήνιο. Αλλά τώρα και ευχαριστημένο! Μετά έγειρε πάλι το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια και δεν τα άνοιξε ποτέ. Είχε πεθάνει!
Όταν μαθεύτηκε το νέο στο χωριό, κανένας απ’ τους γεροντότερους κατοίκους μας, δεν χρειάστηκε να ρωτήσει, ποιο ήταν εκείνο το γεροντάκι που ξεψύχησε δίπλα στη βρύση. Πριν λίγα χρόνια εδώ, στο ίδιο σημείο, ξεψύχησε και μια άλλη γυναίκα, γιαγιά στην ηλικία. Ποιοι ήταν; Ήταν οι δύο αιώνιοι ερωτευμένοι, που η μοίρα δεν μπόρεσε να τους  ενώσει. Ο Γιάννης και το Φταλιό.
Ο Γιάννης, νέος τότε, χωρίς τη θέλησή του και από πείσμα του πατέρα του για το αγαπημένο του Φταλιό, ένα βράδυ φυγαδεύτηκε στην Αμερική. Εκεί έκανε πλούτη και έζησε καλά, μα δεν παντρεύτηκε ποτέ. Βλέπετε μια φορά χτύπησε η καρδιά του από έρωτα. Μετά η δόλια μαράθηκε σαν το αγριολούλουδο πάνω στο βουνό, επειδή ο Θεός ξέχασε να βρέξει για να το ποτίσει.
 Το Φταλιό, μια και αυτό το προξένεψε ο πατέρας του, παντρεύτηκε ένα χωριανό. Έκανε και παιδιά. Μα και αυτό δεν αγάπησε ποτέ τον άντρα του. Και η δικιά του η καρδιά δεν είχε χώρο, άλλον άντρα να αγαπήσει, εκτός από εκείνον που για πρώτη φορά χτύπησε στη βρύση. Τότε που πήγαινε κάθε απόγευμα με την στάμνα. Έτσι, στο τέλος της ζωής του, ο νους του σάλεψε και πήγε πίσω, στα χρόνια της νιότης. Θυμούμενο τα παλιά, κατάντησε ξωτικό και κάθε βράδυ έψαχνε να βρει τη στάμνα του για να φέρει νερό στο σπίτι. Ώσπου και αυτό μια Άνοιξη, σαν εκείνη που μπήκε ο έρωτας μέσα του, το βρήκαν ξαπλωμένο χωρίς ψυχή, δίπλα στη βρύση, μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη  και ένα πικρό παράπονο στη ψυχή του.
Η βρύση ακόμα υπάρχει στο χωριό! Το λιγοστό νερό που τρέχει απ’ τα σπλάχνα της, τραγουδάει ακόμα και σήμερα λυπημένα και με σιγανή φωνή την ιστορία μιας αγάπης. Τον έρωτα δυο ανθρώπων, που στο διάβα της ζωής τους, δεν μπόρεσε να βλαστήσει. Ένας ήλιος, που έδυσε πριν καλά-καλά ανατείλει. Αλλά… και τη δύναμή του έρωτα! Γιατί οι δυο ερωτευμένοι, όσο κι αν άλλαξαν οι καταστάσεις στη ζωή τους, όσο μακριά κι αν βρέθηκαν, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, έμειναν  παιδιά, νέοι όπως τότε που πρώτο- αγαπήθηκαν και έδωσαν όρκο, εδώ μπροστά στη «βρύση τους». Να ζήσουν και να πεθάνουν για πάντα ερωτευμένοι…
Θα είναι πάντα μια βρύση, που θα θυμίζει μια ρομαντική εποχή και ένα χαμένο έρωτα.-

10-3-2016
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

3 σχόλια:

(3)