Ατελείωτη ήταν ετούτη τη χρονιά η βαρυχειμωνιά και τα κούτσουρα στα σπίτια όλο λιγόστευαν.Η μπάμπου κλεισμένη στη καλύβα της ,μετρούσε μία-μία τις μέρες ώσπου να βγει ο Μάρτης με τις αναποδιές του, για να σηκωθεί λίγο και να ξεπιαστεί από το γνέσιμο μπροστά στη καπνισμένη ουγκνίστι(=θράκα).Και σαν έφτασε η τελευταία μέρα δεν άντεξε,άνοιξε τα σφαλιστά πορτοπαράθυρα, πέταξε έξω στην αυλή τα προσανάμματα και φώναξε χαρούμενη: «Άιντε γρουσούζη ντέντου Μάρτα(=γέρο Μάρτη) σου κατουράω τα γένια! Μας σκούριασες πια αλλά ως εδώ, αύριο δίχως άλλο ανεβαίνω στο βουνό μπαίνει επιτέλους ο καλός μου Απρίλης.» Ο γερο Μάρτης θύμωσε πολύ,ασήκωτα του φάνηκαν τα λόγια της και δεν έχασε καιρό: «Αχ ανυπόμονη μπαμπόγρια βιάστηκες,τώρα όμως θα σου δείξω.Απρίλη αδελφέ μου,δόσμου μόνο δυο δικές σου μέρες για να ξεπλύνω την βαριά προσβολή.Εσένα θα δείχνει το ημερολόγιο αλλά εγώ θα έχω όλο το κουμάντο για όσο χρειαστεί .»
Εκείνη τη νύχτα η γιαγιούλα δεν καλοκοιμήθηκε από τη λαχτάρα της και ξύπνησε πριν προλάβει καλά να χαράξει . Πρωί-πρωί μάζεψε τα λιγοστά προβατάκια της,έβαλε την αχώριστη ρόκα κάτω από τη μασχάλη και τον τουρβά με το καλαμποκόψωμο στον ώμο,έδεσε τις άκρες του σκούρου τσεμπεριού ψηλά στο κεφάλι της και ξεκίνησε.Τα ανήμπορα πόδια της,κάτι περίεργο, έχουνε πάρει γερή φόρα καθώς ανηφορίζει στη Τζένα και πάνω στον ενθουσιασμό της δεν κατάλαβε τα πυκνά σύννεφα που χαμήλωναν κυκλώνοντάς την απειλητικά. Ξαφνικά, σηκώνεται ένας τρελός άνεμος ανακατεμένος με χιόνι,είναι τόση η ορμή του ώστε κόβεται η ανάσα της γιαγιάς, σκέφτηκε μήπως βρει τη σπηλιά για να προφυλαχτούν μέχρι να περάσει το κακό, μα δεν μπορεί να δει καθαρά γύρω της τίποτα, ούτε καν τα αγαπημένα ζωντανά της. Η χιονοθύελλα έσφιγγε περισσότερο, ώρα με την ώρα σφύριζε με μανία το τρελοβόρι ενώ η φοβερή του δύναμη της μαστίγωνε αλύπητα το πρόσωπο ξεσπώντας ύστερα στα γερμένα δέντρα.Τώρα καθηλώθηκε η γιαγιούλα, πια δεν την πηγαίνουν τα βήματά της μήτε μπρος μήτε πίσω,έκατσε ασάλευτη στην κοτρόνα, πικρά μετανιωμένη και περίμενε… Ως το βράδυ είχε πετρώσει.
Πριν από το σούρουπο της άλλης μέρας ένας ήλιος ροδαλός αφού έβαψε ζωηρόχρωμα τον ουρανό, κρύφτηκε μαλακά πίσω από την κορυφογραμμή της Τζένας,κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι απίστευτη κοσμοχαλασιά είχε συμβεί την προηγούμενη.Ίσως πολύ αργότερα μερικοί τσομπάνηδες να αντίκρισαν παραξενεμένοι μια μπάμπου πετρωμένη με την ρόκα της και ολόγυρά της πέντε-έξι προβατάκια πετρωμένα και κείνα.Ο Μάρτης πήρε γρήγορα την εκδίκησή του.Στάθηκε πολύ σκληρός απέναντι στην αυθάδεια και στην επιπολαιότητα για να θυμίζει στον καθένα πόσο μετρημένοι και λογικοί πρέπει να είμαστε πάντα.Και αν ποτέ τύχει να βρεθείτε κατά τις απότομες αετοράχες της Τζένας , εκεί στην συνοριακή ζώνη προς τα Σκόπια, ψάξτε να ξεχωρίσετε ανάμεσα στις τραχιές πέτρες των βράχων την φτωχή μπάμπου με τη ρόκα και τα έρμα προβατάκια , μαζί με τη προφορική παράδοση του παθήματος από γενιά σε γενιά,να της κρατάνε πιστή συντροφιά στους αιώνες.
(Ο παμπάλαιος αυτός θρύλος λέγονταν στο χωριό Περίκλεια του Δήμου Αλμωπίας,όπου ηχογραφήθηκε.Την καταγραφή του επέβαλε η βαθύτερη ανάγκη διάσωσης των αυθεντικών στιγμών ενός υπό εξαφάνισιν λαϊκού πολιτισμού. Πριν είναι πλέον αργά, μας τον αφηγήθηκε στην τοπική διάλεκτο η κυρία Γόδου-Βανούτση Μαρίκα ,85 ετών.
Ακόμα και σήμερα κάποιοι ηλικιωμένοι άνθρωποι ,τις ημέρες στα μέσα περίπου του Απριλίου-αρχή του μήνα με το παλιό ημερολόγιο-,τις αποκαλούν “μπάμπιλι ζόλι”. Και αν συμπτωματικά κάνει ασυνήθιστα δυνατό αέρα με τσουχτερό κρύο,θέλουν να πιστεύουν ότι είναι “δουλειά” του θιγμένου Μάρτη που βάλθηκε να παγώσει την άσκεφτη γριούλα του βουνού.Σαν τότε…) ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Για τον Πολιτιστικό Σύλλογο Περίκλειας
Αννέτα Γόδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου