Θ. Τζάκρη: Το Σχέδιο Νόμου σχετικά με την επιλογή
προϊσταμένων στο Δημόσιο μας πάει δεκαετίες πίσω, εγκαθιδρύοντας το φαύλο,
πελατειακό κράτος από το οποίο υποτίθεται πως θέλει να αποστασιοποιηθεί
Η βουλευτής κ. Θ. Τζάκρη μιλώντας στο Α’ Θερινό Τμήμα της
Βουλής ως εισηγήτρια της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Ανεξαρτήτων Δημοκρατικών
Βουλευτών κατά την συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του Υπουργείου
Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης “Τροποποίηση διατάξεων
του Κώδικα Κατάστασης δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων
ΝΠΔΔ” τόνισε καταρχήν πως «καμία
μεταρρυθμιστική παρέμβαση στην δημόσια διοίκηση δε θα είναι μακροπρόθεσμα
βιώσιμη αν δεν ενσωματώνει και δεν αντανακλά έναν πυρήνα θεμελιωδών αξιών και
αρχών. Με αφετηρία την ελληνική διοικητική κουλτούρα, θα έπρεπε να υιοθετούμε
τις αρχές της αξιοκρατίας, της νομιμότητας, της λογοδοσίας, της
αποτελεσματικότητας και της ανεξαρτησίας και να τις ενσωματώνουμε στις επιμέρους
προτάσεις μας αν επιθυμούμε να οικοδομήσουμε μια ανεξάρτητη, εξωστρεφή και
ευέλικτη δημόσια διοίκηση, ικανή να κατανοεί και να ανταποκρίνεται έγκαιρα στις
ανάγκες μιας διαφοροποιημένης κοινωνίας, αξιοποιώντας όλες τις δεξιότητες του
ανθρώπινου δυναμικού και χρησιμοποιώντας αποδοτικά τους πόρους της, αν
επιδιώκουμε την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών με άξονες
την καινοτομία και τη δημιουργικότητα, αν φιλοδοξούμε να αποκαταστήσουμε τη
σχέση εμπιστοσύνης του κράτους με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις ενισχύοντας
τον επαγγελματισμό και τη λογοδοσία της διοίκησης κι εάν εν τέλει θεωρούμε τη
Δημόσια Διοίκηση ως το αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερα δυναμικής διάδρασης πρωτίστως
μεταξύ ρυθμίσεων, ατόμων, δομών, πόρων και αξιών. Κανένα πρόβλημα της Δημόσιας
Διοίκησης δε προκύπτει (και συνεπώς δεν αντιμετωπίζεται) μέσα από μια
μονοσήμαντη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Από αυτή την αρχική συνθήκη θα προκύψει
και η κατάλληλη για τα δικά μας ελληνικά δεδομένα αξιολόγηση των δημοσίων
υπαλλήλων, τα κριτήρια επιλογής προϊσταμένων και όλες οι παρεμβάσεις στην
δημόσια διοίκηση».
Και συνέχισε λέγοντας: «Γι’ αυτό, θα επικροτούσαμε και θα
υποστηρίζαμε δημιουργικά την εφαρμογή ενός καινοτόμου σχεδίου επιλογής
προϊσταμένων στο Δημόσιο, εάν αυτός ήταν όντως ο σκοπός της πολιτικής ηγεσίας.
Η παρούσα ηγεσία όμως, αναδιατυπώνει διατάξεις που βρίσκονται σε ισχύ από το
2010, οι οποίες έχουν αξιολογηθεί κατά κανόνα ως θετικές, αλλά δεν έχουν
εφαρμοστεί ακριβώς λόγω της απροθυμίας του πολιτικού συστήματος να δημιουργήσει,
εμπιστευτεί κι εν τέλει συνεργαστεί με ένα επαγγελματικό και ανεξάρτητο σώμα
ανώτερης δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας. Αντιβαίνοντας σε κάθε αρχή καλής
νομοθέτησης, αντί να ενσκύψει το ΥΔΜΗΔ στα προβλήματα που οδήγησαν στην μη
εφαρμογή του Νόμου 3839/2010 για την επιλογή προϊσταμένων και να μεριμνήσει για
την υλοποίηση των διατάξεων αυτού, προχωρά στην εισαγωγή ενός ακόμα
νομοθετήματος η εφαρμογή του οποίου παραπέμπεται εκ προοιμίου στις καλένδες.
Όπως ανέλυσε η κ. Τζάκρη, «σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση
του Νομοσχεδίου το ΕΚΔΔΑ θα εκπονήσει ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα μέσω του
οποίου θα πιστοποιούνται όλα τα μέλη των συμβουλίων συνέντευξης (ακόμα και τα
πολυδιαφημισμένα «έμπειρα» στελέχη του ιδιωτικού τομέα!). Δεδομένου του χρόνου
που απαιτείται για την εκπόνηση ενός τέτοιου προγράμματος και του χρόνου που θα
απαιτηθεί για την πιστοποίηση των μελών των συμβουλίων συνέντευξης, ποια η
χρησιμότητα της εισαγωγής του σχεδίου νόμου στην παρούσα χρονική συγκυρία,
δίχως την προηγούμενη διασφάλιση των προαπαιτούμενων για την εφαρμογή του;».
«Σύμφωνα με το apografi.gr σήμερα απασχολούνται στο Δημόσιο
36.211 άτομα σε θέσεις ευθύνης, ενώ οι πτυχιούχοι υπάλληλοι με γνώση
τουλάχιστον μιας ξένης γλώσσας οι οποίοι αποτελούν εν δυνάμει προϊσταμένους
είναι 138.984. Το ΥΔΜΗΔ δεν έχει παρουσιάσει κανένα σχέδιο που να αποδεικνύει
την ετοιμότητα του ΑΣΕΠ να αναλάβει αυτό το τεράστιο έργο της επιλογής 36.211
προϊσταμένων μεταξύ 138.984 εν δυνάμει υποψηφίων. Ο απαιτούμενος χρόνος για να
οργανωθεί η όλη διαδικασία δεν αναφέρεται στην ανάλυση συνεπειών ρυθμίσεων που
συνοδεύει το νομοσχέδιο. Επιπλέον αμφιβάλλω για την επιχειρησιακή ετοιμότητα
και εμπειρία του ΑΣΕΠ να αναλάβει ένα τέτοιο έργο» ανέφερε χαρακτηριστικά η
βουλευτής.
Επιπλέον η κ. Τζάκρη τόνισε ότι «προβλέπονται 12 Υπουργικές
Αποφάσεις και 1 Προεδρικό Διάταγμα για την βασική εφαρμογή του, γεγονός που
υποδεικνύει την απουσία πρόθεσης ουσιαστικής εφαρμογής του. Με την πρόβλεψη για
την έκδοση των αναφερόμενων δευτερογενών ρυθμίσεων παρέχονται ευρύτατα
περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στους Υπουργούς, υπονομεύοντας έτσι την
διακηρυγμένη πρόθεση για ανεξαρτησία και μείωση του παρεμβατισμού στη
Διοίκηση».
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η βουλευτής «το Νομοσχέδιο
δημιουργεί πολλά νέα όργανα χωρίς αποσαφηνισμένες αρμοδιότητες: Κεντρικό Ειδικό
Συμβούλιο Επιλογής Προϊσταμένων, Ειδικό Συμβούλιο Επιλογής Προϊσταμένων σε κάθε
Υπουργείο, Κεντρικό Συμβούλιο Συνέντευξης Προϊσταμένων, Συμβούλια Συνέντευξης
Προϊσταμένων σε κάθε Υπουργείο, Συμβούλιο Υπηρεσιακής Κατάστασης Προϊσταμένων
Γενικών Διευθύνσεων και τέλος τα γνωστά Υπηρεσιακά Συμβούλια. Θα πρέπει, δε, να
ληφθεί υπόψη ότι κάθε ένα από αυτά τα συμβούλια και όργανα έχει μεταβαλλόμενη
σύνθεση ανάλογα με το εκάστοτε εξεταζόμενο αντικείμενο. Άρα, για να
λειτουργήσει το νέο σύστημα επιλογής προϊσταμένων θα πρέπει να εντοπισθούν,
εκπαιδευθούν, πιστοποιηθούν και τοποθετηθούν στα όργανα όλα αυτά τα άτομα,
γεγονός που καθιστά εξ αρχής την εφαρμογή του Νόμου σχεδόν ανέφικτη. 120 κατ’
ελάχιστο είναι τα άτομα που θα στελεχώσουν τα νέα όργανα: 15x5=75 μέλη των
ΕΙ.Σ.Ε.Π. και 15x3=45 μέλη των συμβουλίων συνέντευξης.
Ειδικά για ένα νόμο που ευαγγελίζεται την με κανόνες
ευελιξίας και επαγγελματισμού οργάνωση του κράτους με σκοπό να μειώσει το
διαχειριστικό βάρος της διοίκησης, δεν συνάδει να εκκινεί η εφαρμογή του με
τόσο βαριές και δυσκίνητες διαδικασίες. Το γραφειοκρατικό βάρος για να στηθεί
έστω και για μία πρώτη φορά η όλη διαδικασία είναι τέτοιο, που ο νόμος είναι
καταδικασμένος να μείνει ανεφάρμοστος, δίνοντας επ’ αόριστο ισχύ στις
μεταβατικές διατάξεις οι οποίες καθιστούν τον εκάστοτε Υπουργό έναν και
μοναδικό επιλέγοντα τους προϊστάμενους της αρεσκείας του. Είναι προφανές ότι
πρόκειται για άσκηση “συμβολικής” πολιτικής, με την αναφορά σε “μεταρρυθμίσεις”
μόνο κατ’ όνομα και την εισαγωγή νέων νομοθετημάτων σε ένα περιβάλλον ήδη
πάσχον από νομοθετική πλημμυρίδα.
Με δεδομένο ότι όλο το βαρύ και δυσκίνητο σχήμα που έχει
οικοδομήσει το νομοσχέδιο είναι ανεφάρμοστο, οι μεταβατικές διατάξεις καθιστούν
τον Υπουργό έναν και μοναδικό άρχοντα της όλης διαδικασίας. Η ευνοιοκρατία,
ενδυόμενη τον μανδύα της “αξιοκρατίας”, με αυτό το νομοσχέδιο έρχεται για να
μείνει, ενώ η χώρα έχει ανάγκη από ένα σύστημα επιλογής προϊσταμένων που θα
διασφαλίζει και την αξιοκρατία πέρα από την αντικειμενικότητα, αυτό το σχέδιο
νόμου μας πάει δεκαετίες πίσω, εγκαθιδρύοντας το φαύλο πελατειακό κράτος από το
οποίο υποτίθεται ότι θέλει να αποστασιοποιηθεί. Δεδομένου δε, ότι στην πρώτη
φάση της εφαρμογής του νόμου και χάριν των σχετικών προβλέψεων στις μεταβατικές
διατάξεις, οι προϊστάμενοι θα τοποθετηθούν με απόφαση του οικείου Υπουργού και
εν συνεχεία τρεις από αυτούς θα στελεχώσουν τα πενταμελή Ειδικά Συμβούλια
Επιλογής Προϊσταμένων (ΕΙ.Σ.Ε.Π.), διασφαλίζεται η διαιώνιση της Υπουργικής
εύνοιας και στις μετέπειτα επιλογές των ατόμων που θα τοποθετηθούν σε θέσεις
ευθύνης».
Η κ. Τζάκρη συνέχισε την εισήγησή της λέγοντας: «Τάσσομαι
υπέρ της παραμονής των προϊσταμένων που έχουν επιλεγεί αξιοκρατικά, ιδιαίτερα
δε εκείνων οι οποίοι επελέγησαν δυνάμει των διατάξεων του ν. 3839/2010, μέχρι
την εφαρμογή των νέων διατάξεων και θεωρώ ότι πρέπει να απαλειφθούν όλες οι
εναλλακτικές προτάσεις και τα “ψιλά γράμματα”. Δεν τεκμηριώνεται πουθενά ο
λόγος για τον οποίο πρέπει να αντικατασταθούν οι προϊστάμενοι που επιλέχθηκαν
αξιοκρατικά με άλλους, επιλογής του εκάστοτε οικείου Υπουργού, από την στιγμή
ψήφισης του νόμου μέχρι την στιγμή της εφαρμογής του. Μια τέτοια αλλαγή
προϊσταμένων κατά την μεταβατική περίοδο, ενισχύει τον ισχυρισμό ότι με την
παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία επιδιώκεται να τοποθετηθούν στις θέσεις ευθύνης
οι αρεστοί έναντι των αρίστων».
Η κ. Τζάκρη αναφέρθηκε στην συνέχεια σ’ ένα ακόμη
προβληματικό σημείο του νομοσχεδίου: «Σύμφωνα με το νομοσχέδιο οι πρώην Γενικοί
Διευθυντές που δεν επιλέγονται εκ νέου αποσπώνται εφόσον το επιθυμούν στο Σώμα
Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής
Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών
Δημόσιας Διοίκησης είναι μια πολύ κρίσιμη Υπηρεσία την οποία ο Υπουργός
Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης έχει πολλάκις αναφέρει
ως υπόδειγμα αναδιοργάνωσης στην οποία ισχύουν περιγράμματα θέσης εργασίας και
ουδόλως συνάδει προς τούτα η τοποθέτηση σε αυτή των μη επιτυχόντων από το
σύστημα αξιολόγησης Γενικών Διευθυντών. Το γεγονός, επιπλέον, ότι η τοποθέτησή
τους ήρτηται από απόφαση του ίδιου του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και
Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης δημιουργεί ένα σώμα υπαλλήλων - ομήρων της
Υπουργικής βούλησης».
Όσο δε για την πολυδιαφημιζόμενη συμμετοχή του ιδιωτικού
τομέα στην διαδικασία της συνέντευξης, η βουλευτής είπε χαρακτηριστικά: «Οι
“ιδιώτες - εμπειρογνώμονες” που διαφημίζει το Υπουργείο Διοικητικής
Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ότι εντάσσει στη διαδικασία
επιλογής προϊσταμένων είναι μεταξύ άλλων “…συνταξιούχοι δικαστικοί ή
συνταξιούχοι ανώτατοι δημόσιοι λειτουργοί ή δημόσιοι υπάλληλοι”. Η αντίφαση
είναι προφανής: Είναι δυνατόν να ισχυρίζεται το Υπουργείο Διοικητικής
Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ότι εισάγει την καινοτομία και τις
πρακτικές του ιδιωτικού τομέα με αυτό το Σχέδιο Νόμου στην Δημόσια Διοίκηση και
να το κάνει αυτό μέσα από την στελέχωση των οργάνων επιλογής με συνταξιούχους
δικαστικούς και συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους;».
Για την συνέντευξη δε η κ. Τζάκρη τόνισε ότι: «Ιδιαιτέρως
προβληματικά κρίνονται τα ποσοστά που λαμβάνει η απόδοση κατά την συνέντευξη
των υποψήφιων προϊσταμένων στην συνολική τους αξιολόγηση: 70% της συνολικής
απόδοσης για τους υποψήφιους Γενικούς Διευθυντές προέρχεται από την συνέντευξη,
60% για τους υποψήφιους Διευθυντές και 50% για τους υποψήφιους Τμηματάρχες. Η
επιλογή προϊστάμενων πρέπει να έρχεται ως συνέχεια ενός ολοκληρωμένου
συστήματος ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου της διοίκησης. Δεν είναι δυνατό
να κρίνεται κάποιος ως άξιος manager ούτε με μόνο κριτήριο τα χρόνια που έχει
δουλέψει, αλλά φυσικά ούτε και μόνο με την απόδοσή του σε μία στιγμή της
καριέρας του, τη στιγμή της συνέντευξης.
Ο κάθε εργαζόμενος πρέπει να αξιολογείται και να επιλέγεται
να υπηρετήσει σε θέση ευθύνης με βάση όλο τον κύκλο της επαγγελματικής του
ζωής: Για τον λόγο αυτό η αξιολόγηση προϊσταμένων δεν μπορεί να είναι
αποκομμένη από την αξιολόγηση προσωπικού, η οποία σήμερα επιβάλλει ατεκμηρίωτες
εκ των προτέρων ποσοστώσεις αρίστων, επαρκών και ανεπαρκών στελεχών. Η επιλογή
προϊσταμένων δεν θα πρέπει, επίσης, να αγνοεί τα επιτεύγματα ή τις αστοχίες των
υποψηφίων καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου: Μπορεί ένας υποψήφιος
να έχει για παράδειγμα 15 χρόνια προϋπηρεσίας και να αποδώσει εξ’ ίσου καλά
στην συνέντευξη με έναν συνυποψήφιό του ίσης προϋπηρεσίας, αλλά ο ένας να έχει
να επιδείξει πραγματικά επιτεύγματα κατά τη διάρκεια της καριέρας του κι ο
άλλος όχι.
Άλλωστε, τα κράτη που έχουν διαμορφώσει ένα αξιοκρατικό
σύστημα επιλογής προϊσταμένων βασισμένο στην αποδοτικότητα του κάθε υποψήφιου,
έχουν πριν από τη θεσμοθέτηση οποιονδήποτε ποσοστών και κριτηρίων αξιολόγησης,
ορίσει και περιγράψει τις διοικητικές ικανότητες που απαιτείται να έχει ο
κατέχων για κάθε μία συγκεκριμένη θέση ευθύνης. Στην ελληνική περίπτωση δεν
έχει προσδιοριστεί το πλαίσιο των διοικητικών ικανοτήτων (competences) που
απαιτείται να έχει κάθε υποψήφιος για την συγκεκριμένη θέση. Επισημαίνεται ότι
οι αναφερόμενες διοικητικές ικανότητες δεν είναι οριζόντιες και κοινές για όλες
τις θέσεις ευθύνης, όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου, αλλά διαφοροποιούνται
ανάλογα με τις απαιτήσεις και το αντικείμενο εργασίας κάθε θέσης. Προτείνεται,
συνεπώς, να ολοκληρωθεί πρώτα η αποτύπωση των διοικητικών ικανοτήτων, η οποία
σημειωτέον δεν είναι στατική, ούτε γίνεται άπαξ, μιας και οι συνθήκες στις
οποίες η διοίκηση καλείται να ανταποκριθεί αλλά και να διαμορφώσει αλλάζουν και
εν συνεχεία να γίνει οποιαδήποτε πρόταση για τον τρόπο επιλογής προϊσταμένων.
Αν το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης δεν είναι
έτοιμο για το πρώτο βήμα της αποτύπωσης των απαιτούμενων διοικητικών ικανοτήτων
των στελεχών της διοίκησης, τότε σίγουρα δεν είναι έτοιμο πολύ περισσότερο για
την εφαρμογή ενός αξιοκρατικού συστήματος επιλογής τους».
Όσο δε για την περιθωριοποίηση των τυπικών προσόντων των
υποψηφίων προϊσταμένων, διευθυντών και γενικών διευθυντών η κ. Τζάκρη είπε:
«Στο ίδιο πλαίσιο είναι αξιοσημείωτη και η παντελής έλλειψη της στάθμισης των
τυπικών προσόντων των υποψηφίων (μεταπτυχιακά, διδακτορικά κ.λπ.), τα οποία περιθωριοποιούνται
ως “στατικά”. Τι σημαίνει όμως στατικά; Ένας υπάλληλος με μεταπτυχιακά,
διδακτορικό, ξένες γλώσσες και μετεκπαίδευση είναι “στατικός” ως υπάλληλος, σε
σχέση με κάποιον που πήρε το πτυχίο του και πήγε για ύπνο; Γιατί απαξιώνετε τον
κόπο, τις δυνατότητες, το πάθος για μόρφωση και εξέλιξη δηλαδή όλα αυτά τα
φιλόδοξα στοιχεία σ’ έναν υπάλληλο που θέλει διαρκώς να βελτιώνεται και να
προοδεύει χαρακτηρίζοντάς τον ως στατικό;».
Η βουλευτής επεσήμανε μάλιστα το πρόβλημα που έχει το παρόν
νομοσχέδιο σχετικά με την ποιότητα του «νομοθετείν». Είπε χαρακτηριστικά γι’
αυτό: «Επείγει να εφαρμοστεί ο Νόμος 4048/2012 για την καλή νομοθέτηση και αυτό
γίνεται περισσότερο από εμφανές όταν παρατηρεί κανείς το συγκεκριμένο
νομοσχέδιο: το άρθρο 1 του σχεδίου νόμου εκτείνεται σε περισσότερες από 14
σελίδες στις οποίες τροποποιούνται άρθρα προηγούμενου νόμου, αριθμούνται
παράγραφοι και υποπαράγραφοι χωρίς να ακολουθείται ένας συνεχής και συνεκτικός
τρόπος αρίθμησης, καθιστώντας την πλοήγηση του αναγνώστη στο κείμενο του
νομοθετήματος εξαιρετικά δυσχερή. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζουν και τα επόμενα
άρθρα».
Η κ. Τζάκρη ολοκλήρωσε την εισήγησή της επί της αρχής
λέγοντας ότι «μόνο η δημιουργία της αίσθησης του ανήκειν στον δημόσιο υπάλληλο
μπορεί να τον οδηγήσει στην αναζήτηση και τον εντοπισμό προσωπικού νοήματος σ’
αυτό που κάνει. Κι αυτό επιτυγχάνεται με τη συμμετοχικότητα, τη διαφάνεια και
τις ειλικρινείς προθέσεις και πράξεις, τόσο από την πλευρά της πολιτικής
ηγεσίας, όσο και από την πλευρά των υπαλλήλων. Η κατάθεση ενός τέτοιου
“συμβολικού” νόμου στη Βουλή, ο οποίος είναι έτσι γραμμένος ώστε η εφαρμογή του
να καθίσταται αδύνατη, ακυρώνει την όποια προσπάθεια εγκαθίδρυσης σχέσης
εμπιστοσύνης μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και της πολιτικής ηγεσίας, ειδικά
στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή των διαθεσιμοτήτων, των απολύσεων και λοιπών
δυσμενών μέτρων».-
Πάντως την παραδέχομαι, είναι σταθερή στις θέσεις της. Έλεγε σε όλα ναι στις κυβερνησεις Παπανδρέου κλπ. Τώρα λέει σε όλα οχι στο πλεύρισμα στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορεί κανεις να την κατηγορήσει για καιροσκοπισμό!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή