Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΡΘΑΝ



Γράφει ο Τρύφων Ούρδας


Γείτονάς μας ο μπάρμπα-Στέφος δεν είχαμε και άριστες σχέσεις. Κλεισμένος ο ίδιος στον εαυτό του και πίσω από τις πόρτες του φτωχικού του, σπάνια έπιανε κουβέντα, όχι μόνο με μας αλλά και με τους άλλους στη γειτονιά. Έτσι οι περισσότεροι, είχανε παράπονο μαζί του γιατί αραιά και που του έκλεβαν κανένα «γεια» ή καμιά τυπική «καλημέρα».

Όμως με μένα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δεν ξέρω, έδειχνε ότι με συμπαθούσε. Πολύ μικρό όταν με συναντούσε στο δρόμο, πάντα θα μου μίλαγε και πάντα θα αστειευόταν μαζί μου, ενώ όταν τον επισκεπτόμουνα στο σπίτι του, μου συμπεριφέρονταν σαν να ‘μουνα συγγενής του και το παράδοξο σαν να ‘μουνα μεγάλος στην ηλικία.
Έτσι στις συζητήσεις που κάναμε σε μένα άνοιγε την καρδιά του και μου ‘λεγε πολλές από τις προσωπικές ιστορίες της ζωής του. Μου έλεγε για την Πατρίδα του το Σαφράνι της Μικράς Ασίας, για τους γονείς του, για τη γυναίκα του που έφυγε με τον εμφύλιο στη Σερβία, παίρνοντας μαζί και το παιδί τους… Και τι δεν μου ‘λεγε..! Και όπως είναι φυσικό, άλλοτε με αυτά γελούσε και άλλοτε βούρκωνε. Και εγώ που τον άκουγα έκανα ακριβώς το ίδιο. Χαιρόμουνα και στεναχωριόμουνα μαζί του. Ήμουνα ένα παιδάκι στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου.
Κάποιο σούρουπο του καλοκαιριού, μετά από αρκετό καιρό που είχα να τον επισκεφθώ, πήγα πάλι στο σπίτι του. Ένα σπίτι βέβαια όχι και μέγαρο! Μια ισόγεια κατασκευή ήταν με δυο δωμάτια και κεραμιδένια σκεπή. Έκανε ζέστη και ο ίδιος κάθονταν σ’ ένα χαμηλό ξύλινο σκαμνάκι, έξω απ’ την πόρτα, στη τσιμεντένια σκάλα, φορώντας τη τραγιάσκα στο κεφάλι του. Δίπλα του είχε μια γυάλινη κανάτα και έπινε νερό. Φαίνονταν χαρούμενος γιατί από μακριά ακόμα τον άκουγα να σιγοτραγουδάει.
-Καλησπέρα Μπαρμπα-Στέφο, του είπα.
-Καλησπέρα μου, είπε γελαστός, σχεδόν τραγουδιστά, λες και η λέξη ήταν μέρος του στίχου στο τραγούδι που έλεγε.
Κάθησα και εγώ σ’ ένα σκαμνάκι και αμέσως αρχίσαμε τη συζήτηση. Στην αρχή είπαμε για τον καπνό που περάσαμε, για τα ζώα που τα ταΐσαμε και τα ποτίσαμε καθώς και για τη ζέστη που έκανε το μεσημέρι. Ύστερα κουβέντα στη κουβέντα, εντελώς ξαφνικά σαν να μου έκρυβε κάτι από την αρχή της συζήτησης, μου είπε:
-Τώρα θα σου πω και ένα ευχάριστο!
Τον κοίταξα με απορία στα μάτια, περιμένοντας ν’ ακούσω την έκπληξη.
-Μάθε λοιπόν μικρέ μου, ότι τα Χριστούγεννα φέτος, θα’ρθεί ο γιος μου ο Λάζαρος από το «ξένο κράτος», που βρίσκεται με τη μάνα του. Επιτέλους θα τον δω μετά από τόσα χρόνια… Τι να κάνουμε όμως, έτσι τα έφερε η ζωή. Βέβαια τώρα θα έχει μεγαλώσει… όμως τι να κάνουμε, έτσι ήταν γραφτό…
Και πάνω στην τελευταία λέξη, άρχισε να κάνει τον λογαριασμό για την ηλικία του. Πρώτα τον έκανε με το μυαλό και ύστερα τον συμπλήρωσε με τα δάχτυλά του. Και αφού σιγουρεύτηκε μου είπε:
-Τώρα είναι είκοσι χρονών και πέντε μηνών περίπου. Σωστό παλικάρι, και πού είσαι. Όταν θα έρθει θα του πω να φέρει και σε σένα ένα ποδηλατάκι…
Χωρίς να καταλαβαίνω και πολλά για το τι σημαίνει να είσαι πατέρας και να μη βλέπεις το παιδί σου, χάρηκα για την είδηση. Άλλωστε για το παιδί αυτό, είχα ακούσει πολλές φορές στις συζητήσεις του. Θυμάμαι, ότι όσες φορές το ανέφερε και ήμασταν μέσα στο καμαράκι του, πάντα το κοίταζε σε μια κορνίζα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο με μια φωτογραφία μαζί του. Αυτός με κουστούμι, γραβάτα, καπέλο ρεπούμπλικα και σκαρπίνι, να κρατάει από το χέρι το γιο του, πολύ μικρό που ήταν το ίδιο ακριβώς με αυτόν ντυμένος, πράγμα που εμένα τότε μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Παιδί να φοράει γραβάτα και ρεπούμπλικα καπέλο; Για μένα ήταν αδιανόητο που φορούσα κοντό παντελονάκι και πέδιλα στα πόδια… Τώρα, όσο για το ποδηλατάκι που θα μου έφερνε ο γιος του δεν το πήρα και πολύ στα σοβαρά γιατί εκείνο τον καιρό, όλοι ήξεραν πόσο το ήθελα και ενώ όλοι μου το υπόσχονταν, κανένας δεν μου το έφερνε…
Εκείνο το βράδυ, τη χαρούμενη αυτή είδηση για τον ερχομό του παιδιού του, μου την είπε αρκετές φορές. Ίσως την επαναλάμβανε γιατί και ο ίδιος αυτό δεν το είχε ακόμα συνειδητοποιήσει. Και ενώ έπεφτε για τα καλά το σκοτάδι κάποια στιγμή τον είδα να σηκώνεται και να μ’ αφήνει μόνο. Μπήκε μέσα στο καμαράκι και άναψε την γκαζόλαμπα, μια και ο ηλεκτρικός φωτισμός δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνιση του στο χωριό. Ύστερα την κρέμασε σ’ ένα καρφί στον τοίχο. Αμέσως φωτίστηκε ο χώρος έξω στη σκάλα που τα λέγαμε. Και τότε μόλις ξανακάθησε, στο αμυδρό φως, παρατήρησα ότι στα χέρια του κρατούσε ένα ταχυδρομικό φάκελο. Με δάχτυλα που έτρεμαν, έβγαλε από μέσα μια επιστολή και μου την έδωσε για να τη διαβάσω. Ήταν το γράμμα απ’ το παιδί του. Εγώ την πήρα στα χέρια μου και στο μισοσκόταδο, προσπάθησα να κάνω αυτό που μου είπε. Ήταν αδύνατο. Το μόνο που έβγαζα, γιατί ήταν κακογραμμένη, ήταν στην αρχή ένα «Μπαμπά γειά σου» και στο τέλος «Τασκένδη 10 Μαΐου 1966». Τίποτα άλλο. Ο μπάρμπας κατάλαβε την δυσκολία μου, γι΄αυτό και την πήρε να τη διαβάσει ο ίδιος. Αλλά και γι’ αυτόν δεν ήταν εύκολο. Ωστόσο όμως, έστω και συλλαβιστά άρχισε να την διαβάζει, τονίζοντας που και που τις λέξεις που έλεγαν για τον ερχομό. Και ενώ διάβαζε, στο φως που τρεμόσβηνε, είδα τα μάτια του να υγραίνονται. Αμέσως μετά χοντρά δάκρυα ν’ αυλακώνουν τα ξεροκαμένα μάγουλά του και «λαμπυρίζοντα» να πέφτουν στα χέρια του που κρατούσε τον φάκελο με την επιστολή. Αλήθεια σας λέω τον λυπήθηκα. Ήμουν όμως ακόμα πολύ μικρός για τέτοιου είδους συγκινήσεις. Έτσι επέστρεψα στο σπίτι μου, χωρίς να σκέφτομαι και πολύ το γεγονός. Ίσως όμως να σκεφτόμουν το ποδηλατάκι που μου υποσχέθηκε…
Πολλά και από τα επόμενα απογεύματα και βραδάκια που ακολούθησαν, με έβρισκαν επισκέπτη στο κατώφλι του σπιτιού του μπάρμπα-Στέφου. Εκεί, πάλι, κάτω από το φως του φεγγαριού και των αστεριών, συνέχιζα ν’ ακούω τις ιστορίες και θύμισες του για την Πατρίδα, τους πολέμους, την ξενιτειά και για την οικογένειά του, μέχρι τη στιγμή που έμεινε μόνος στη ζωή. «Ευχάριστα» πράγματα, σαν παραμύθια για μένα, δυσάρεστα όμως για έναν που τα έζησε και μάλιστα ήταν πρωταγωνιστής στην ταινία.
Τώρα όμως όλα ήταν διαφορετικά. Μέσα στην πίκρα και τη σκοτεινιά, υπήρχε μια αχτίνα φωτός και μια δόση ελπίδας για μια καλλίτερη ζωή. Ο ερχομός και το αντάμωμα με το παιδί του. Μιλούσε γι΄αυτό και αγάλιαζε η ψυχή του. Το γέλιο ζωγραφίστηκε μόνιμα στο πρόσωπό του, ενώ η φωνή του, έβγαινε σαν τραγούδι, χρωματισμένη με νότες. Ώρες-ώρες, μέσα στο σκοτάδι, τον έπιανα να με κοιτάζει μέσα στα μάτια, λες και σε μένα έβλεπε αυτό που νοσταλγούσε. Το παιδί του. Και ύστερα, όταν επανερχόταν στην πραγματικότητα, σηκώνονταν και πήγαινε μέσα στην κάμαρα για να κοιτάξει την φωτογραφία που κρέμονταν στον τοίχο με τον ίδιο και το γιο του. Και εγώ, έξω από την πόρτα στη σκάλα, τον έβλεπα σαν να την προσκυνά, σαν να της απευθύνει δέηση ώστε να βοηθήσει να περάσει γρήγορα ο καιρός και να έρθει το «νόστιμον ήμαρ». Γυρίζοντας πάλι στη θέση του, άρχιζε τα ίδια και τα ίδια μέχρι που ο γκιώνης μας υπενθύμιζε την ώρα για ύπνο. Και τότε εγώ έφευγα. Αυτός όμως είμαι σίγουρος ότι συνέχιζε να μιλάει μόνος με τον εαυτό του.
Μετά από κάποιες μέρες, ξαναπήγα στο σπίτι του μπάρμπα-Στέφου. Ήτανε η εποχή που μόλις τέλειωνε το καλοκαίρι και έμπαινε το φθινόπωρο με τις βροχούλες και τους αέρηδες. Τον είδα να είναι πάλι μπροστά στη σκάλα και να διαβάζει φύλλα από μια παλιά εφημερίδα. «Κάτσε» μου είπε σαν τον χαιρέτησα και μου ‘δειξε ένα κούτσουρο. Δεν πρόφτασα να τον ρωτήσω «πώς πάει» και αμέσως άνοιξε κουβέντα για τις ετοιμασίες που κάνει μέχρι τα Χριστούγεννα. Μάλιστα κάποια στιγμή, σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα που ήταν δίπλα απ’ την κάμαρα που έμενε, της «καλής κάμαρας» όπως την έλεγε, για να δω τις δουλειές που έκανε. Μη φανταστείτε βέβαια ότι έκανε και πολλά πράγματα! Ένα άσπρισμα έκανε, αγόρασε καινούργιο κρεβάτι και έστρωσε κάτω μια κουρελού. Στον τοίχο που ήταν το κρεβάτι, κρέμασε και μια «πάντα» που είχε για ζωγραφιά της ένα τούρκικο παλάτι με μιναρέδες και κήπους, στους οποίους έκαναν βόλτες χανούμισες. Αυτά ήταν όλα κι όλα. Όμως η χαρά που ένιωθε όταν τα έλεγε δεν περιγράφονταν. Την έδειχναν τα λόγια του, οι κινήσεις των χεριών του, ακόμα και τα υγρά από τη συγκίνηση μάτια του. Το «παιδί» έλεγε σαν έρθει, θέλω να αισθάνεται σαν βασιλιάς. Δεν θα το έχω να κοιμάται μαζί μου στο ίδιο μέρος με τη κάπνα απ’ το τζάκι… και το ροχαλητό μου…
Δεν ήξερα τι να τον απαντήσω. Κάθε φορά που πήγαινα να πω κάτι με έκοβε με τη δική του κουβέντα, πάντα «σχετική» με το παιδί του και τα Χριστούγεννα. Σχεδόν μονολογούσε. Γι΄αυτό και εγώ, σαν να καταλάβαινα καλά αυτή του την αγωνία, μόνο τον άκουγα. Αλλά όμως θα έλεγα ο μπάρμπα-Στέφος δεν μιλούσε μόνος του. Μιλούσε με την παιδική μου ψυχή σαν έβλεπε το πρόσωπο μου να αλλάζει έκφραση, ανάλογα με ό,τι έλεγε. Γιατί εγώ ήμουν πολύ αληθινός απέναντί του. Ειλικρινά το λέω ένιωθα απέραντη χαρά και λύπη μαζί του. Λύπη για τη μοναξιά που είχε. Χαρά που επιτέλους, τα φετινά Χριστούγεννα, θα τα γιορτάσει με παρέα. Και εγώ φυσικά, πιθανόν να είχα ένα ολοκαίνουργιο ποδηλατάκι.
Και …πάτησε για τα καλά ο Δεκέμβρης. Ο μήνας που κάνει όλα τα παιδιά να κοιτάνε ψηλά στον ουρανό, μήπως δούνε τ’ Αστέρι. Πιο μπροστά η Αγία Βαρβάρα, ο Άγιος Σάββας και ο Άγιος Νικόλαος, έκαναν το θαύμα τους και το χωριό έγινε κάτασπρο με το χιόνι που έφεραν. Απίθανο, πλούσιο χιόνι παντού. Χιόνια στους δρόμους, στις αυλές, στις στέγες και στα δένδρα. Τα τζάκια και οι σόμπες μπουμπούνιζαν, κάνοντας τους χωριανούς να μη θέλουν να ξεμυτίσουν απ’ τα σπίτια τους, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά της οικογένειας. Κάπου-κάπου μόνο θα έβλεπες έξω κανέναν, τυλιγμένο στο παλτό του με σκουφί και μπότες, να βαδίζει δύσκολα στο δρόμο μια και τα χιόνια ξεπέρναγαν το γόνατο. Παντού σιωπή. Και το μόνο που ακούγονταν ήταν ο θόρυβος από το χιόνι που έπεφτε χοντρό και αφράτο, ζωγραφίζοντας τη μεγάλη Γιορτή που έρχονταν. Τα Χριστούγεννα. Αυτά τα «Χριστούγεννα» που έρχονται για όλους! Πλούσιους και φτωχούς. Μεγάλους και μικρούς, χαρούμενους και πικραμένους, μόνους και με συγγενείς. Τα Χριστούγεννα που φέτος, ο γείτονάς μας ο μπαρμπα-Στέφος, περιμένει να γιορτάσει παρέα με το παιδί του. Παγωμένα αλλά και «ζεστά» Χριστούγεννα.
Ξημέρωσε η Μεγάλη Μέρα. Γεμάτος αγωνία, πήγα στο σπίτι του γείτονα να του πω το «καλήν ημέρα άρχοντες». Η φωνή μου σε κάθε λέξη και στίχο έτρεμε, όχι τόσο από το κρύο όσο από το τι θα έβλεπα μπροστά μου σαν θα άνοιγε η πόρτα να πάρω το φιλοδώρημα. Δεν θυμάμαι πόση ώρα εκεί, μισός μέσα στο χιόνι έλεγα τα κάλαντα και αν έλεγα καλά τα λόγια τους. Ήταν αδύνατο να ελέγξω το τρακ που είχα εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι όμως καλά πως η πόρτα μπροστά μου ποτέ δεν άνοιξε και εγώ στα χαμένα περίμενα να δω δυο χαρούμενα γιορτινά πρόσωπα να με κοιτάνε.
«Το παιδί» όπως έλεγε ο μπαρμπα-Στέφος δεν ήρθε. Φαίνεται ότι για μερικούς «Τα Χριστούγεννα δεν έρχονται ποτέ».
Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

2 σχόλια:

  1. Μας ταξιδεψες παλι Τρυφωνα !
    Μπορει να υπαρχουν ανεσεις σημερα ,σπιτια συγχρονα,σαλονια,θερμαντικά μέσα, αλλα τα συναισθηματα απο τα γεγονοτα εκεινης της εποχης σημαδευαν θετικα και οχι αρνητικα τις ψυχες μας . Πολυ πετυχημενη και παραστατικη η περιγραφη του χιονιου που ηταν στα μάτια μας τοτε κατι το φαντασμαγορικο.
    Οσο για το Μπαρμπα Στεφο, πραγματι ζουσε μοναχικά με μια γλυκεια αναμονη που τον συντηρουσε στη ζωη μεσα στο φτωχικο του, αλλα ηταν ευτυχισμενος με το τροπο του .
    Ξαδερφος Γ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννη ευχαριστώ. Ετσι ειναι οπως τα λες αλλά πες μου γιατί σήμερα ο κόσμος δεν χαίρεται όπως τότε...με τα λιγα Τ.Ο.

      Διαγραφή

(3)