Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Κοινοβουλευτική δήλωση μετανοίας



Το περιοδικό «Μακεντόντσε» (Μακεδονόπουλο), που εξέδιδε ο μηχανισμός του ΚΚΕ «για τα μακεδονόπαιδα στις φιλόξενες χώρες των Λαϊκών Δημοκρατιών» Το περιοδικό «Μακεντόντσε» (Μακεδονόπουλο), που εξέδιδε ο μηχανισμός του ΚΚΕ «για τα μακεδονόπαιδα στις φιλόξενες χώρες των Λαϊκών Δημοκρατιών» | Π. ΚΟΥΦΗΣ, «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΦΛΩΡΙΝΑΣ-ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ»
«Δεν αποδεχόμασταν και δεν αποδεχόμαστε μακεδονική εθνότητα»
Θανάσης Παφίλης, βουλευτής και μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, αγόρευση στη Βουλή (24/1/2019)
Αν υπήρξε κάποια αξιοσημείωτη εξέλιξη κατά την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή για τη Συμφωνία των Πρεσπών, αυτή σίγουρα δεν ήταν το ξεσάλωμα μιας βαθιάς Δεξιάς, που ένιωσε να της ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα.
Οπως έχουμε κι άλλοτε εξηγήσει, το Μακεδονικό υπήρξε ανέκαθεν –εδώ κι ενάμιση αιώνα– το πεδίο εκείνο πάνω στο οποίο κατεξοχήν συγκροτήθηκε (κι αυτονομιμοποιήθηκε ιδεολογικά) καθετί αντιδραστικό σε τούτο τον τόπο: από την απόρριψη του δημοτικισμού και της αγροτικής μεταρρύθμισης μέχρι τον αντικοινοβουλευτισμό και τον αντικομμουνισμό.
Μπορεί στην αρχηγική αγόρευσή του ο Αντώνης Σαμαράς να αράδιασε τη μία ιστορική ανακρίβεια ή παραποίηση μετά την άλλη (με χαρακτηριστικότερη τη χονδροειδή παραχάραξη κάποιων δηλώσεων του Μιτεράν το 1992), σίγουρα όμως δεν πρωτοτύπησε.
Το ίδιο ακριβώς έκαναν, πριν απ’ αυτόν, ουκ ολίγοι εθνικόφρονες πολιτικοί και επαγγελματίες προπαγανδιστές: από τους συντάκτες των φυλλαδίων της μετεμφυλιακής ΚΥΠ, που στον «από Βορρά κίνδυνο» και την «προαιώνια σλαβική επιβουλή» έβλεπαν ένα βολικό μοτίβο για την κατασυκοφάντηση του εσωτερικού εχθρού, μέχρι τους τροφίμους των μυστικών κονδυλίων που (κατά τον τότε πρωθυπουργό Μητσοτάκη) μοίραζε αφειδώς ο ίδιος το 1991-1992 από μια μαύρη σκουπιδοσακούλα στο ΥΠ.ΕΞ., προκειμένου ο απληροφόρητος ελληνικός λαός να εγκολπωθεί με ταχύρρυθμα δημοσιογραφικά φροντιστήρια το ανιστόρητο δόγμα πως «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική».
Πρωτοτυπία δεν αποτέλεσε ούτε η διπλή γλώσσα του ευρύτερου «μεσαίου χώρου», που επί δύο δεκαετίες διαρρήγνυε τα ιμάτιά του για τη «χαμένη ευκαιρία» του 1991-1993, όταν η τυφλή εθνικιστική πλειοδοσία και η μικροκομματική εργαλειοποίηση του «Σκοπιανού» από κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση απέτρεψαν μιαν αμοιβαία ικανοποιητική συνεννόηση με τους βόρειους γείτονές μας.
Η διπλή γλώσσα υπήρξε άλλωστε σύμφυτη με τη διαχείριση του Μακεδονικού ήδη από τον 19ο αιώνα: «Η αλήθεια είναι ότι μέρος της Μακεδονίας ανήκει στους Σλαύους», σημείωνε π.χ. το 1896 ο Ιωάννης Μεταξάς στο προσωπικό ημερολόγιό του (τ.Α', σ. 99), την ίδια στιγμή που ως μέλος της Εθνικής Εταιρείας μετείχε στη συλλογική υστερία για τα προαιώνια, απαράγραπτα και αποκλειστικά εθνικά δίκαιά μας στην περιοχή.
Εντύπωση δεν προκάλεσε, φυσικά, ούτε η προδιαγεγραμμένη σύμπλευση του φιλελεύθερου Κυριάκου με τον ανορθολογισμό της εθνικιστικής Ακροδεξιάς.
Αρκεί μια προσεκτική ματιά στο παρελθόν για να διαπιστώσει κανείς πως η οικογένεια Μητσοτάκη αντιμετώπιζε πάντα τον εθνικισμό (γενικά) και το Μακεδονικό (ειδικότερα) σαν ένα χρήσιμο εργαλείο χειραγώγησης των μαζών. Οχι μόνο το 1991-1992, όταν ο τότε πρωθυπουργός πόνταρε αρχικά στο «Σκοπιανό» για να παροχετεύσει σε βολική κατεύθυνση τη λαϊκή δυσφορία, μετά τις πρώτες ήττες του από το εκπαιδευτικό και εργατικό κίνημα −ασχέτως αν, τελικά, το εθνικιστικό τζίνι έριξε και τον ίδιο μέσα στον λάκκο που έσκαψε για τους αντιπάλους του.
Ακόμη και το μακρινό 1947, ο Εμφύλιος κηρύχθηκε στην Κρήτη (με προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Παύλου Γύπαρη) μέσω της ιδιόκτητης εφημερίδας των Μητσοτάκηδων, σαν συνέχεια του Μακεδονικού Αγώνα: εκκαθάριση του νησιού από τους «Κουκουέδες Βουλγάρους» που «εξασκούν [sic] την Σλαυική προπαγάνδα σε βάρος της Πατρίδος μας», όπως ακριβώς οι κομιτατζήδες πρόγονοί τους έκαναν κάποτε στη Μακεδονία («Κήρυξ», 20/3/47).
Μεταχρονολογημένη δήλωση μετανοίας
Αν κάτι σημάδεψε βαριά την τριήμερη κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, αυτό ήταν η θλιβερή συμμόρφωση του ΚΚΕ με τον σκληρό πυρήνα των επιχειρημάτων της εθνικιστικής δεξιάς περί Μακεδονικού, σε βάρος της ίδιας της εκατοντάχρονης ιστορίας του.
Δεν αναφερόμαστε φυσικά στην αντίθεσή του στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, που από μόνη της θα δικαιολογούσε την εκ μέρους του καταψήφιση της συμφωνίας − έστω κι αν η ΠΓΔΜ μπορούσε έτσι κι αλλιώς να γίνει δεκτή στη συμμαχία με το προσωρινό της όνομα, βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995, μετά τη ρητή καταδίκη του ελληνικού βέτο από το Διεθνές Δικαστήριο το 2011.
Πραγματική τομή αποτέλεσε η προσχώρηση του ΚΚΕ στο βασικό αφήγημα της μείζονος Δεξιάς, με την αναπαραγωγή από τους αγορητές του των βασικών ιδεολογημάτων της τελευταίας όσον αφορά τον «ανιστόρητο» και «εγγενώς αλυτρωτικό» χαρακτήρα του μακεδονικού αυτοπροσδιορισμού των γειτόνων μας. Αποψη που ισοδυναμεί επί της ουσίας με κατασυκοφάντηση των ηρωικότερων σελίδων της Ιστορίας του κόμματος − των ίδιων ακριβώς σελίδων, δηλαδή, που οι σημερινοί κάτοχοι του τίτλου του αρέσκονται να προβάλλουν σαν την «ύψιστη στιγμή της ταξικής πάλης» στη χώρα μας.
Δεν έφτασε βέβαια το ΚΚΕ μέχρι του σημείου να διακηρύξει πως «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική». Οι βουλευτές του κατήγγειλαν μάλιστα το συγκεκριμένο σύνθημα, όχι μόνο ως ανιστόρητο αλλά και ως έκφραση ενός αντίστροφου, ελληνικού αλυτρωτισμού.
Η εκ μέρους τους περιγραφή του «προβλήματος» δεν απείχε, ωστόσο, καθόλου απ’ αυτό το ιδεολόγημα, στον βαθμό που εντόπιζαν στη μακεδονικότητα των γειτόνων μας «το σπέρμα του αλυτρωτισμού» σε βάρος της εθνικής μας ασφάλειας.
Για την τεκμηρίωση αυτής της θέσης επιστρατεύθηκαν τα πιο ετερόκλητα επιχειρήματα: από τη θεωρητική διακήρυξη πίστης στον σταλινικό ορισμό του έθνους (με ταυτόχρονη έμπρακτη αναίρεσή του) μέχρι τη συνήθη ανιστόρητη κινδυνολογία, σύμφωνα με την οποία η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε αποκλειστικά και μόνο λόγω εξωτερικών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων − με τη συνδρομή, φυσικά, του «καραμπινάτου ιμπεριαλιστικού ιδεολογήματος» του αυτοπροσδιορισμού.
«Η θέση περί μακεδονικού έθνους δεν πατάει στην πραγματικότητα», διακήρυξε χαρακτηριστικά ο κ. Κουτσούμπας, «γιατί δεν πληροί στην ενότητά της τα κριτήρια που τονίζουν πως το έθνος, ως ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, εμφανίστηκε πάνω στην κοινότητα του εδάφους, της οικονομικής ζωής, της γλώσσας και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού».
Ο ίδιος έσπευσε βέβαια να παραδεχτεί ότι «το κυρίαρχο έθνος που υπάρχει στη FYROM» (και το οποίο απέφυγε να κατονομάσει) «συγκροτήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στη βάση αυτών των όρων, με την οντότητα όμως που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας».
Να υποθέσουμε ότι, από τη στιγμή που η Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει πια, πήγε περίπατο και το επίμαχο έθνος; Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, αφήνοντάς μας ν’ αναρωτιόμαστε πόσο «πραγματικά» έθνη είναι π.χ. οι Παλαιστίνιοι ή οι Κούρδοι, η συγκρότηση των οποίων υπήρξε φαινόμενο ταυτόχρονο ή μεταγενέστερο από εκείνην των ακατανόμαστων γειτόνων μας.
Υστερα απ’ αυτή τη βαθυστόχαστη ανάλυση, ο κ. Κουτσούμπας διέγνωσε, πάντως, για ακόμη μία φορά «το σπέρμα του αλυτρωτισμού» στην «αποδοχή και κατοχύρωση των εννοιών του μακεδονικού λαού, του Μακεδόνα πολίτη, της μακεδονικής γλώσσας».
Ακόμη προβληματικότερη ήταν η διάγνωσή του περί ανυπαρξίας μακεδονικής γλώσσας: «Κανένα στοιχείο δεν μπορεί να τεκμηριώσει πως μέσα σ’ αυτό το μωσαϊκό [της Μακεδονίας] υπήρξε ή υπάρχει ξεχωριστή διαμορφωμένη ενιαία μακεδονική γλώσσα. Φυσικά, ένα τμήμα των κατοίκων που έμεναν σ’ αυτό το κομμάτι στην περιοχή της γεωγραφικής Μακεδονίας μιλούσαν μία σλαβική διάλεκτο, την οποία συνεχίζουν να μιλούν και σήμερα βεβαίως, που συνήθως προσδιοριζόταν –και έτσι είναι– ως σλαβομακεδονική. Αυτή τη γλώσσα τη μάθαιναν και τη μιλούσαν τα παιδιά στην Τασκένδη, που ανιστόρητα είπε ο κύριος πρωθυπουργός, και όπου αλλού ζούσαν παιδιά που μιλούσαν τα σλαβομακεδονικά ή ήταν Σλαβομακεδόνες. Ολο αυτό, όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την ύπαρξη και τον ισχυρισμό για ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας».
Το κλειδί των παραπάνω βρίσκεται φυσικά στο τέχνασμα της προαπαίτησης «ενιαίου» γλωσσικού οργάνου των κατοίκων μιας περιοχής, προκειμένου αυτό να δικαιούται την αντίστοιχη ονομασία. Μ’ αυτό το σκεπτικό, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει ακόμη και την ύπαρξη ρωσικής γλώσσας, αφού το 1897 στο τότε ρωσικό κράτος την είχε βάσει της επίσημης απογραφής ως μητρική μόλις το 44,3% του πληθυσμού!
Κοινή εκδήλωση του ΚΚΕ, του Κ.Κ. Μακεδονίας και του Κ.Κ. Αλβανίας (24/5/2005) στο χωράφι-ομαδικό τάφο εκατοντάδων ανταρτών του ΔΣΕ που έπεσαν το 1949 στη μάχη της Φλώρινας. Δ. ΨΑΡΡΑΣ
↳ Πολύ μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά προτού ο κ. Κουτσούμπας ανακαλύψει «σπέρμα αλυτρωτισμού» στην ονομασία των γειτόνων μας: κοινή εκδήλωση του ΚΚΕ, του Κ.Κ. Μακεδονίας και του Κ.Κ. Αλβανίας (24/5/2005) στο χωράφι-ομαδικό τάφο εκατοντάδων ανταρτών του ΔΣΕ που έπεσαν το 1949 στη μάχη της Φλώρινας. Το κοινό στεφάνι φέρει τα ονόματα των τριών κομμάτων κι ακολουθεί φωτογράφηση κάτω από το σύνθημα «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» - στη μακεδονική γλώσσα, που το ΚΚΕ θεωρεί σήμερα απειλή για την εθνική μας ασφάλεια.
Οπως είπαμε ήδη, το καινοφανές σ’ αυτές τις τοποθετήσεις δεν είναι η υπόκλιση στα κυρίαρχα στερεότυπα, από ένα κόμμα που έχει δώσει άλλωστε την τελευταία δεκαετία μύρια όσα δείγματα κομφορμισμού. Είναι η έμμεση αποκήρυξη του παρελθόντος του, τη στιγμή μάλιστα που η φαντασιακή «ιδιοκτησία» αυτού του τελευταίου συγκροτεί τη ραχοκοκαλιά της κομματικής ιδεολογίας και ταυτότητας.
«Τολμάτε να βάζετε στο στόμα σας τον Δημοκρατικό Στρατό, την εκτελεσμένη ηρωίδα του ΚΚΕ, τη Μίρκα Γκίνοβα, Ειρήνη Γκίνη, ηρωίδα την οποία εκτέλεσαν τα δολοφονικά όπλα που είχαν πάνω τη σφραγίδα Made in USA. [...] Αφήστε στην άκρη την ηρωική ιστορία του ελληνικού λαού, τους τιμημένους ήρωες νεκρούς μας», ξέσπασε ο γ.γ. του ΚΚΕ, όταν οι αγορητές του ΣΥΡΙΖΑ τόλμησαν ν’ αντιδιαστείλουν τις σημερινές απόψεις του με όσα το κόμμα του έλεγε επί δεκαετίες για το Μακεδονικό.
Ας παρακάμψουμε τη μικρή ανακρίβεια, πως η Μίρκα εκτελέστηκε από αμερικανικά όπλα, ένα οκτάμηνο πριν εξαγγελθεί το Δόγμα Τρούμαν. Για ποιον ακριβώς λόγο όμως καταδικάστηκε σε θάνατο και τι ακριβώς υποστήριζε η τιμημένη νεκρή − στέλεχος όχι μόνο της ΕΠΟΝ (επί Κατοχής) αλλά και μέλος του καθοδηγητικού γραφείου του «αλυτρωτικού» ΝΟΦ της Εδεσσας, από τη Βάρκιζα μέχρι τον θάνατό της;

Ελληνόγλωσσο φέιγ βολάν της Νεολαίας του ΝΟΦ Εδεσσας (1945), όταν την καθοδηγούσε η Ειρήνη Γκίνη / Μίρκα Γκίνοβα Ελληνόγλωσσο φέιγ βολάν της Νεολαίας του ΝΟΦ Εδεσσας (1945), όταν την καθοδηγούσε η Ειρήνη Γκίνη / Μίρκα Γκίνοβα | ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ / ΑΡΧΕΙΟ Φ. ΔΡΑΓΟΥΜΗ
Επί της ουσίας, η στάση του ΚΚΕ στη Βουλή ισοδυναμεί με συλλογική δήλωση μετανοίας για το διεθνιστικό παρελθόν του. Ο κ. Κουτσούμπας δεν παρέλειψε, μάλιστα, να μεμφθεί τους αγορητές της Δεξιάς, ότι με τις εμφυλιοπολεμικές ιστορικές αναδρομές τους δίνουν όπλα στον κοινό εχθρό, την κυβέρνηση: «Οι υπόδικοι χρυσαυγίτες και κάποιοι, επίσης, βουλευτές της Ν.Δ. και άλλων κομμάτων, εμφανιζόμενοι ως χρήσιμοι προς αξιοποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, βρήκαν την ευκαιρία για έναν απροκάλυπτο αντικομμουνισμό, αναφέροντας μάλιστα πετσοκομμένες, εκτός τόπου και τότε συνθηκών, κάποιες θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη δεκαετία του 1920».
Η δήλωσή του αυτή έγινε φυσικά δεκτή μ’ ενθουσιασμό από τα ευφυέστερα στελέχη της (ακρο)Δεξιάς, που αν μη τι άλλο ξέρουν να διακρίνουν τον βασικό αντίπαλο από τον αλλόδοξο συνοδοιπόρο: «Ο κ. Τσίπρας είναι ένας και μοναδικός, ο οποίος συνεχίζει –προσέξτε– την παράδοση του μακεδονισμού της Αριστεράς», διαπίστωσε π.χ. ο Μάκης Βορίδης. «Δεν τη συνεχίζει το ΚΚΕ. Ηρθε σήμερα το ΚΚΕ, άλλαξε την πολιτική του θέση από τότε, μίλησε για άλλες ιστορικοπολιτικές συγκυρίες και εμφανίστηκε ο κ. Τσίπρας να το μαλώνει γιατί δεν είναι σε εκείνη τη θέση».
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της συνθηκολόγησης, δεν χρειάζεται φυσικά να πάμε στις μακρινές «θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς» (περί ανεξάρτητης Μακεδονίας-Θράκης), που το ΚΚΕ υποχρεώθηκε μεν να τις ασπαστεί τυπικά το 1924, αλλά τις καταδίκασε στην πράξη σε αχρηστία, όπως διαπιστώνουν όλες οι σοβαρές σχετικές μελέτες.
Αρκεί μια στοιχειώδης επισκόπηση των θέσεων και της πολιτικής πρακτικής του μετά την ανάληψη της ηγεσίας του από τον Νίκο Ζαχαριάδη το 1931 για να διαπιστώσει κανείς το βάθος της τωρινής τομής.
Η «ανύπαρκτη» εθνότητα
Η ύπαρξη σλαβικής μακεδονικής εθνότητας δεν είναι κάτι που εφευρέθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή και τον Τίτο, όπως ισχυρίζεται η Δεξιά. Οι σχετικές αναλύσεις χρονολογούνται ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν η τύχη των σλαβόφωνων χριστιανών της οθωμανικής Μακεδονίας διαχωρίστηκε στην πράξη από εκείνη των Βουλγάρων ομολόγων τους.
Αν το επαναστατικό κίνημα των κομιτατζήδων και η βαλκανική Αριστερά προωθούσαν στο γύρισμα του αιώνα τη συγκρότηση ενός μακεδονικού «έθνους πολιτών» (όπως το γαλλικό, το αμερικανικό και κυρίως το ελβετικό), μια παράλληλη ανάγνωση της ίδιας εθνοποιητικής διαδικασίας, ρωσικής κυρίως έμπνευσης, πρόβαλλε ήδη από τη δεκαετία του 1880 τον διακριτό εθνικό χαρακτήρα των σλαβόφωνων Μακεδόνων (Μακεντόντσι).
Μετά δε την αποτυχία της εξέγερσης του Ιλιντεν και τον βαρύ φόρο αίματος των σλαβόφωνων κοινοτήτων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, ο «πολιτικός» μακεδονισμός των κομιτατζήδων παραχώρησε σταδιακά τη θέση του σ’ έναν ανακλαστικό, «εθνοτικό» μακεδονισμό του πληθυσμού που βίωσε τραυματικά αυτή την εμφύλια διαμάχη: «μήτε Μπουλγκάρ, μήτε Γκρτς, μήτε Σρρπ· μοναχά Μακεντόν ορτοντόξ», ήταν το 1918 ο αυτοπροσδιορισμός των σλαβόγλωσσων χωρικών που κατέγραψε ο Μυριβήλης στη «Ζωή εν Τάφω».
Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας από την Κομμουνιστική Διεθνή έγινε ως γνωστόν στις αρχές του 1934. Το ΚΚΕ είχε όμως καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα ήδη από την προηγούμενη διετία, όπως προκύπτει από τα εμπεριστατωμένα επιτόπια σχετικά ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη».
«Στη Μακεδονία», διαβάζουμε εκεί, «παίζεται ένα άγριο δράμα σε βάρος μιας εθνότητας που δεν εννοεί να υποταχθεί σκλάβα στον ελληνικό, γιουγκοσλαυικό ή βουλγαρικό ιμπεριαλισμό» (19/10/1933). «Εχουν τόσοι αιώνες περάσει από τότε που εγκαταστάθηκε το σλαυικό στοιχείο στη Μακεδονία, που κανένας τους σήμερα δεν ξέρει τίποτα άλλο, παρά μονάχα πως στον τόπο αυτό γεννήθηκε και σ’ αυτόν θα πεθάνει. Και πως ούτε Ελληνας, ούτε Βούλγαρος, ούτε Σέρβος είνε» (24/11/1932). «Οι Μακεδόνες επιμένουν. Σφίγγουν τα δόντια τους, μιλάνε τη γλώσσα τους τη μακεδονική με πείσμα, φοράνε τη στολή τους τη μακεδονική με περηφάνεια και πιστεύουν κι ελπίζουν και καρτερικά μα σιωπηλά αγωνίζονται για μια Μακεδονία δική τους, για μια Μακεδονία ελεύθερη» (24/10/1933).
Από το 1935 το ΚΚΕ τάχθηκε ως γνωστόν ρητά εναντίον κάθε απόσχισης, διεκδικώντας ως αντιστάθμισμα πλήρη δικαιώματα για όλες τις μειονότητες. Επί Κατοχής, το ΕΑΜ–ΕΛΑΣ θα υπερασπιστεί αυτές τις αρχές και θα βρεθεί αντιμέτωπο με την προσπάθεια των κατοχικών αρχών να αξιοποιήσουν τους σλαβόφωνους Μακεδόνες ως «Βουλγάρους», στρατολογώντας τους σε ειδικά τάγματα ασφαλείας («Οχράνα») που υπάγονταν στις ίδιες μονάδες της Βέρμαχτ με τους «Ελληνες εθνικιστές» συμπολεμιστές τους.
Η απάντηση του ΚΚΕ σ’ αυτή τη διεκδίκηση, που αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο για το αντιστασιακό κίνημα, ήταν η υπεράσπιση της σλαβομακεδονικής εθνικής ιδιαιτερότητας, με αποκορύφωμα την ίδρυση του Σλαβομακεδονικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΣΝΟΦ), μειονοτικού σκέλους του ΕΑΜ, το φθινόπωρο του 1943.
Στη σχετική κομματική φιλολογία, η μακεδονική εξέγερση του 1903 συνδεόταν με την ελληνική επανάσταση του 1821 και οι δυο τους με το 1944, ως απόδειξη του κοινού επαναστατικού παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος των δύο πληθυσμών.
Στο δεύτερο αντάρτικο, πάλι, το ΚΚΕ θα στηριχτεί σε μεγάλο βαθμό στους Σλαβομακεδόνες, από τους οποίους απαρτιζόταν όχι μόνο η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των μετόπισθεν του ΔΣΕ στο τρίγωνο Γράμμος-Βίτσι-Πρέσπα αλλά και πάνω από τους μισούς μαχητές του εκεί.
Για τη διασφάλιση της υποστήριξής τους, το κόμμα ενοποίησε τις δυνάμεις του μ’ εκείνες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΝΟΦ), του επίσημου δηλαδή φορέα του σλαβομακεδονικού εθνικισμού στην ελληνική Μακεδονία, βάσει συμφωνίας με την καθοδήγηση του Κ.Κ. Μακεδονίας στα Σκόπια (14/10/1946). Κάτω από γιουγκοσλαβική πίεση, το ΝΟΦ αντικατέστησε έτσι τον αρχικό αλυτρωτισμό του με το κομμουνιστικό πρόγραμμα ισοτιμίας των εθνικών μειονοτήτων.
Μολονότι η μετέπειτα σχέση των δύο πλευρών πέρασε από διάφορες φάσεις, το ΚΚΕ ουδέποτε αμφισβήτησε τον εθνικό χαρακτήρα της Λ.Δ. Μακεδονίας. Η περιβόητη δε απόφαση της 5ης Ολομέλειας (31/1/1949), περί «πλήρους εθνικής αποκατάστασης του μακεδονικού (σλαβομακεδονικού) λαού, έτσι όπως το θέλει ο ίδιος», μετά τη νίκη του ΔΣΕ, σχετιζόταν με τις προσπάθειες της Μόσχας να αποσπάσει τη ΛΔΜ από το Βελιγράδι, υποσχόμενη μία ακόμη πιο προωθημένη μορφή εθνικής ολοκλήρωσης. Εξ ου και καταγγέλθηκε από τους Γιουγκοσλάβους σαν καθαρά εχθρική πράξη, ανακλήθηκε δε πολύ γρήγορα (9/10/1949), αφού πρώτα πληρώθηκε με πολύ αίμα από τους δεσμώτες κομμουνιστές όλης της επικράτειας.
Αριστερά, ο Ζαχαριάδης μιλά στο 2ο συνέδριο του ΝΟΦ (Ψαράδες, 25 Μαρτίου 1949). Η αφίσα του συνεδρίου, όπως και το καταστατικό της οργάνωσης αναφέρονταν ρητά στους «Μακεδόνες» (Μακεντόντσι) «της ελληνικής» / «αιγαιάτικης» Μακεδονίας. ΑΠ. ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ, «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΣΕ» (Αθήνα 2016) | ΑΥΕ
↳Αριστερά, ο Ζαχαριάδης μιλά στο 2ο συνέδριο του ΝΟΦ (Ψαράδες, 25 Μαρτίου 1949). Η αφίσα του συνεδρίου, όπως και το καταστατικό της οργάνωσης αναφέρονταν ρητά στους «Μακεδόνες» (Μακεντόντσι) «της ελληνικής» / «αιγαιάτικης» Μακεδονίας. Οι φωτογραφίες προέρχονται από λεύκωμα που εξέδωσε προ τριετίας το ΚΚΕ.
Φυσικά, η ανάκληση αυτή ουδόλως έθιξε την άποψη του κόμματος για την ύπαρξη (σλαβο)μακεδονικού έθνους· οι ρητές δε αναφορές στη μειονότητα και την προάσπιση των δικαιωμάτων της συνεχίστηκαν τουλάχιστον μέχρι τη Μεταπολίτευση.
Η μελέτη του διαθέσιμου πρωτογενούς υλικού δίνει και την απάντηση στο σημειολογικό ερώτημα, ποια ακριβώς ήταν τελικά η «κομματικά ορθή» ορολογία για την επίμαχη πληθυσμιακή ομάδα: Σλαβομακεδόνες ή απλά Μακεδόνες;
Στην πραγματικότητα, οι δύο όροι χρησιμοποιούνταν εναλλάξ, ανάλογα συνήθως με το κοινό. Ο όρος «Σλαβομακεδόνες» χρησιμοποιούνταν κυρίως σε ελληνόγλωσσα κείμενα, ώστε να διασφαλίζεται η αναγκαία διάκριση από τον υπόλοιπο πληθυσμό της ελληνικής Μακεδονίας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα σλαβόγλωσσα, όπου ο όρος «Μακεντόνετς» είχε κατά κανόνα εθνικό περιεχόμενο, με την αντίστοιχη διάκριση να γίνεται περιφραστικά («Ελληνες Μακεδόνες» ή «Ελληνες της Μακεδονίας»).
Η «ανύπαρκτη» γλώσσα
Ακόμη σαφέστερα ήταν τα πράγματα με τη μακεδονική γλώσσα, καθώς εδώ δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα εννοιολογικής σύγχυσης.
«Παντού μιλάνε, συζητάνε στη γλώσσα τους τη “Μακεντόνσκυ” για το ψωμί, για τη δουλειά, για τη φτώχεια τους. Η γλώσσα η μακεδονική μιλιέται κατά 80% μέσα στα Βοδενά», διαβάζουμε λ.χ. σ’ ένα τυπικό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» (31/10/1933), στις σελίδες του οποίου φιλοξενούνταν επίσης επιστολές «στη μακεδονική γλώσσα» μ’ ελληνική γραφή (ενδεικτικά: 3/10/1934, 13/10/1934, 1/12/1934).
Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, το ΚΚΕ ήταν άλλωστε η μοναδική πολιτική δύναμη που υπερασπίστηκε ρητά και δημόσια το δικαίωμα των σλαβόφωνων Μακεδόνων της Ελλάδας στην ελεύθερη και θεσμικά κατοχυρωμένη χρήση της μητρικής τους γλώσσας.
Ομόλογες κομματικές εκδόσεις στην προσφυγιά: το περιοδικό «Μακεδονική Ζωή» και η συλλογή παραδοσιακών τραγουδιών «Μακεδονική λαϊκή δημιουργία». Π. ΚΟΥΦΗΣ, «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΦΛΩΡΙΝΑΣ-ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ» (Αθήνα 1996)
↳ Ομόλογες κομματικές εκδόσεις στην προσφυγιά: το περιοδικό «Μακεδονική Ζωή» και η συλλογή παραδοσιακών τραγουδιών «Μακεδονική λαϊκή δημιουργία». Οι αγωνιστές που το σημερινό ΚΚΕ προβάλλει ως πολιτικούς προγόνους του ουδόλως συμμερίζονταν το θεώρημα των κ. Κουτσούμπα, Βορίδη και Αδώνιδος, περί εγγενούς ανθελληνισμού κάθε αναφοράς σε μακεδονικό λαό και μακεδονική γλώσσα.
Αμέσως μετά την Απελευθέρωση του 1944, οι ΕΑΜικές αρχές της Δυτικής Μακεδονίας θα δώσουν ένα σαφές δείγμα γραφής αυτού του σεβασμού, ανοίγοντας τα πρώτα σλαβομακεδονικά σχολεία σε ορισμένα χωριά της Καστοριάς και της Φλώρινας.
Ακόμη δημοφιλέστερο υπήρξε το ανέβασμα, από τους θεατρικούς ομίλους της ΕΠΟΝ, του σλαβόγλωσσου δράματος του Βοϊντάν Τσερνοντρίνσκι «Ματωμένος μακεδονικός γάμος» (македонска крвава сватба).
Και στις δύο περιπτώσεις, οι αγωνιστές που πρωτοστάτησαν σ’ αυτά τα εγχειρήματα μπήκαν κατόπιν στο στόχαστρο της λευκής τρομοκρατίας, διωκόμενοι ακόμη και για... δωσιλογισμό από τους μέχρι πρότινος συνεργάτες του Αξονα.
Ακόμη πανηγυρικότερη ήταν η αντίστοιχη πολιτική του δεύτερου αντάρτικου, όπως διακήρυξε σε όλους τους τόνους το επίσημο έντυπό του: «Ο Μακεδονικός λαός είναι ελεύθερος σήμερα όχι μόνο να μιλά τη γλώσσα του αλλά τις συνελεύσεις, τις συγκεντρώσεις, τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις να τις κάνει στη γλώσσα του. Τον περασμένο χρόνο στην ελεύθερη περιοχή του Βίτσι και το Καϊμακτσαλάν λειτούργησαν 87 μακεδονικά σχολειά με 10.000 μαθητές, που μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα μάθανε να διαβάζουν και να γράφουν στη μητρική τους γλώσσα. Μακεδόνικα γράμματα μάθανε και όλοι οι ενήλικες της ελεύθερης περιοχής και οι σλαβομακεδόνες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ. Σήμερα στα τμήματα του ΔΣΕ έχουν πρόγραμμα βδομαδιάτικο, οι σλαβομακεδόνες μαχητές και μαχήτριες διαβάζουν και γράφουν Μακεδόνικα» (περ. «Δημοκρατικός Στρατός», 5/1949, σ. 317).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ομιλία του υπουργού Παιδείας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, Πέτρου Κόκκαλη, κατά την αποφοίτηση των δασκάλων («120 Μακεδόνων και 40 Ελλήνων») που προορίζονταν για τα χωριά που ήλεγχε ο ΔΣΕ (4/2/1948).
Μεταφράζουμε από σχετικό ρεπορτάζ του επίσημου οργάνου του ΝΟΦ: «Αν θέλαμε να δούμε τη σημασία της σημερινής γιορτής, θα πρέπει να εξετάσουμε το γεγονός πως οι Ελληνες και οι Μακεδόνες μαζί, με τη βοήθεια του ΔΣΕ θέτουν τις βάσεις του νέου Λαϊκού Σχολείου. Ο κοινός τους αγώνας είναι το γεγονός που αποτελεί σταθμό και αρχή για να πάψει το φριχτό δράμα που παιζόταν ενάντια σε τούτο το λαό σε τούτη τη γη. Τούτο το φροντιστήριο, το έργο του και τούτη η γιορτή αποδεικνύουν το σεβασμό μας για τη μακεδονική μειονότητα, στην οποία για πρώτη φορά στη ζωή της δίνεται κάθε δυνατότητα ν’ αναπτύξει τη μητρική της γλώσσα και τον εθνικό πολιτισμό της. Ολα αυτά δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου ανθρωπισμού, αλλά αποτέλεσμα της βαθιάς ιδεολογίας και του κοινού αγώνα Ελλήνων και Μακεδόνων» («Непокорен», 20/2/1948, σ. 13).
Μακεδονικά αναγνωστικά εξέδωσε το 1950 στην Τασκένδη και η Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ), η αρμόδια δηλαδή υπηρεσία του ΚΚΕ στην πολιτική προσφυγιά, με πρόεδρο τον Κόκκαλη και στελέχη όπως η Ελλη Αλεξίου, ο Γιώργης Ζωίδης κ.ά.
Για το περιεχόμενό τους, εξαιρετικά εύγλωττα είναι τα δείγματα που εικονογραφούν το σημερινό μας άρθρο.
Χαρακτηριστικές σελίδες από το «Αλφαβητάρι και πρώτο αναγνωστικό» που εξέδωσε το ΚΚΕ το 1950 για τα σλαβόφωνα προσφυγόπουλα της Τασκένδης (εκδοτικό «Νέα Ελλάδα»). ΑΡΧΕΙΟ Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Χαρακτηριστικές σελίδες από το «Αλφαβητάρι και πρώτο αναγνωστικό» που εξέδωσε το ΚΚΕ το 1950 για τα σλαβόφωνα προσφυγόπουλα της Τασκένδης (εκδοτικό «Νέα Ελλάδα»). Πάνω: «Ο Φίλιπ και ο Φώτης είναι δυο καλά παιδιά. Ο Φώτης είναι Ελληνόπουλο κι ο Φίλιπ Μακεδονόπουλο». Κάτω αριστερά: «Μακεδονόπουλο, Ελληνόπουλο / χέρι χέρι / κινήσανε για νέα ζωή / τους καλεί ο δρόμος του Ζαχαριάδη. / Στη δουλειά είναι μαζί / στο μάθημα πάλι εκεί / με ομόνοια, με αγάπη, [σαν] αγαπημένα αδέρφια / θα γυρίσουν στο κατώφλι του σπιτιού». Δεξιά: «Η Τσφέτα ήταν από το χωριό Μόκρενι [σημ. Βαρικό Φλώρινας]. Η Τσφέτα ήταν ηρωική παρτιζάνα. Η Τσφέτα έπεσε στις μάχες του Βίτσι για τη λευτεριά του μακεδονικού και του ελληνικού λαού».
Η τροχιά της ανάνηψης
Από τότε μέχρι σήμερα κύλησε, βέβαια, πολύ νερό στο αυλάκι. Τον Σεπτέμβριο του 1988, εποχή σημαδεμένη από τα σχέδια διαδοχής ενός ΠΑΣΟΚ βυθισμένου σε βαθιά κρίση, ο Χαρίλαος Φλωράκης θα δηλώσει κατηγορηματικά ότι το ΚΚΕ δεν δέχεται πια την ύπαρξη (σλαβο)μακεδονικής μειονότητας στην ελληνική επικράτεια.
Τέσσερα χρόνια μετά, σε μια εντελώς διαφορετική συγκυρία, το διασπασμένο πλέον κόμμα θ’ αρνηθεί ν’ ακολουθήσει τον υπόλοιπο εθνικό κορμό στον κατήφορο της εθνικιστικής υστερίας των συλλαλητηρίων − αποσπώντας από έναν υπερφίαλα είρωνα Λεωνίδα Κύρκο τον τιμητικό τίτλο των «Λακεδαιμονίων». Επιλογή που παραλίγο να έχει ακόμη και ανθρώπινα θύματα: στις 3/6/1994 ένας ομογενής της διασποράς από την Κρήτη, τυφλωμένος από εθνικιστικό μίσος, θα μαχαιρώσει τους υποψήφιους ευρωβουλευτές του ΚΚΕ Γιάννη Θεωνά, Βασίλη Ευφραιμίδη και το μέλος της Κ.Ε. Μιχάλη Σπυριδάκη, κατά το κλείσιμο προεκλογικής ομιλίας τους στη Θεσσαλονίκη.
Ηταν, απ’ ό,τι φαίνεται, το κύκνειο άσμα της διεθνιστικής παράδοσης. Η τομή προς την αντίθετη κατεύθυνση θα σηματοδοτηθεί το φθινόπωρο του 1998, με τη στρατολόγηση της Λιάνας Κανέλλη (πάλαι ποτέ «παιδιού της Ν.Δ.» και υποψήφιας ευρωβουλευτίνας του ΚΟΔΗΣΟ, που από τον πιο ακραίο ευρωπαϊσμό είχε προσχωρήσει στον τυφλό εθνικισμό) στον ρόλο του πολιτικοϊδεολογικού κατηχητή μιας κομματικής βάσης παραζαλισμένης από την κατάρρευση του «υπαρκτού».
Μέσα σε χρόνο μηδέν, η εικόνα του κομματικού λόγου, τόσο στο Μακεδονικό όσο και στα υπόλοιπα «εθνικά ζητήματα», υπέστη εντυπωσιακή μετάλλαξη. Ο κύκλος θα κλείσει το 2011, με την αναγόρευση σε πρόβλημα ακόμη και της εθνικής ταυτότητας και γλώσσας των γειτόνων μας· εξέλιξη που επισφραγίστηκε πανηγυρικά με τις κοινοβουλευτικές αγορεύσεις της περασμένης βδομάδας.
Θα ήταν, πάντως, άδικο να ισχυριστούμε ότι μόνο το ΚΚΕ άντλησε εμπνεύσεις από το ιδεολογικό οπλοστάσιο των πάλαι ποτέ αντιπάλων του.
Ο όρος «εθνομηδενισμός», προσφιλέστατος πλέον στην εγχώρια Δεξιά, όπως διαπιστώσαμε από τις αγορεύσεις στη Βουλή τόσο της Χρυσής Αυγής (Παππάς, Κασιδιάρης) όσο και της Ν.Δ. (Σαμαράς, Αραμπατζή, Κατσανιώτης), προέρχεται από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του ύστερου «υπαρκτού σοσιαλισμού» της γειτονιάς μας.
Πρωτοδιατυπώθηκε –ως национален нихилизъм– στη Βουλγαρία της δεκαετίας του 1960, όταν το καθεστώς Ζίβκοφ πραγματοποίησε τη δική του εθνικιστική στροφή στο Μακεδονικό, ανακαλώντας από την εφεδρεία προπαγανδιστές που είχαν θητεύσει στη φασιστική κατοχική διοίκηση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Χρησιμοποιήθηκε δε για την απαξίωση όλων εκείνων των παλαίμαχων κομμουνιστών που είχαν πρωτοστατήσει στην εγκατάλειψη του παραδοσιακού μεγαλοϊδεατισμού μετά το 1944 και, όπως ήταν φυσικό, δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την παλινόρθωσή του με ψευδομαρξιστικό προσωπείο.
 Διαβάστε
 
 Τάσος Κωστόπουλος, Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία (Αθήνα 2000, εκδ. Μαύρη Λίστα· 4η έκδ. Αθήνα 2008, Βιβλιόραμα). Οι διαχρονικές διώξεις των ομιλητών του ακατονόμαστου «τρισκατάρατου σλαβικού ιδιώματος» από την ελληνική εθνικοφροσύνη − και η εξίσου διαχρονική υπεράσπιση της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους από το εγχώριο κομμουνιστικό κίνημα.
 
 Τάσος Κωστόπουλος, «“Η Μακεδονία κάτω από το ζυγό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας”. Ενα ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη στις σλαβόφωνες περιοχές (1933)» (περ. Αρχειοτάξιο, τχ.11, 6/2009, σ. 6-36). Η μεσοπολεμική καταπίεση και αντίσταση των σλαβόφωνων Μακεδόνων, όπως τις κατέγραψε τότε το όργανο του ΚΚΕ. Μεταξύ άλλων, διαπιστώνεται πως η αναγνώριση διακριτής μακεδονικής εθνότητας από το κόμμα προηγήθηκε των σχετικών αποφάσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
 
 Τάσος Κωστόπουλος, «Το Μακεδονικό στη δεκαετία του ’40», σε Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ. Δ1 (Αθήνα 2009, εκδ. Βιβλιόραμα), σ. 363-415. Ανατομία των εξελίξεων της κρίσιμης δεκαετίας, με αναλυτική επισκόπηση της μακεδονικής πολιτικής, τόσο του (κατοχικού και εμφυλιοπολεμικού) κράτους όσο και του αριστερού αντιστασιακού κινήματος.
 
 Γιώργος Π. Αναστασόπουλος, «Μακεδονικό ζήτημα και ΚΚΕ, 1918-1935» (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Αθήνα 2007). Εξαιρετική επισκόπηση των σχετικών εσωκομματικών ζυμώσεων κατά τη νεανική φάση του εγχώριου κομμουνιστικού κινήματος, με πηγή -μεταξύ άλλων- και αδημοσίευτα έγγραφα από το αρχείο του ΚΚΕ, στον Περισσό.
 
 Κυριάκος Πυλάης, Μνήμες - Βιώματα - Στοχασμοί. 1870-1990 (Αθήνα 1990). Η μαρτυρία ενός παλαίμαχου Σλαβομακεδόνα κομμουνιστή της Φλώρινας, τοπικού στελέχους του ΚΚΕ, του ΕΛΑΣ και του ΣΝΟΦ, εθνοσυμβούλου στις Κορυσχάδες το 1944 και υποψήφιου βουλευτή του κόμματος μετά τη Μεταπολίτευση.
 
 Παύλος Κούφης, Λαογραφικά Φλώρινας-Καστοριάς (Αθήνα 1996). Το τρίτο και τελευταίο βιβλίο του παλαίμαχου Σλαβομακεδόνα δασκάλου που συνέταξε στην πολιτική προσφυγιά τα μακεδονικά αλφαβητάρια του ΚΚΕ, μέλους του κόμματος μέχρι τον θάνατό του το 2005. Περιλαμβάνει κυρίως υλικό που δημοσιεύτηκε τη δεκαετία του 1960 στην εφημερίδα «Νέα Ζωή», έκδοση των πολιτικών προσφύγων στο Βουκουρέστι.
 
 Αλέξανδρος Δάγκας - Γιώργος Λεοντιάδης, Το κομματικό αρχείο (Θεσσαλονίκη 2009, εκδ. Επίκεντρο). Ημιεπίσημη άποψη του σημερινού ΚΚΕ για την «υπεξαίρεση» ενός τμήματος του αρχείου του από το ΚΚΕ Εσωτερικού κατά τη διάσπαση του 1968. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η πλήρης ευθυγράμμιση των συγγραφέων με την επίσημη κρατική άποψη περί Μακεδονικού, καθώς και η εκ μέρους τους αναπαραγωγή της παραδοσιακής αντικομμουνιστικής επιχειρηματολογίας περί μειωμένων εθνικών ανακλαστικών της Αριστεράς, σε βάρος -τούτη τη φορά- των «αναθεωρητών».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(3)