Επειδή η Ουάσιγκτον επείγεται για τη διεύρυνση της υφιστάμενης Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας με σκοπό τη χρήση περισσότερων από 20 βάσεις, η κυβέρνηση πίστεψε ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τα επόμενα λίγα χρόνια.
Γράφει ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
Δυσάρεστη έκπληξη επιφυλάσσει η έναρξη των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για τη χρήση ελληνικών στρατιωτικών βάσεων, καθώς η αμερικανική πλευρά δεν δεσμεύεται για την παροχή μεγάλης οικονομικής βοήθειας, όπως ήλπιζε η κυβέρνηση.
Τα υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών εκτιμούσαν πως, επειδή η Ουάσιγκτον επείγεται για τη διεύρυνση της υφιστάμενης Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας με σκοπό τη χρήση περισσότερων από 20 βάσεις, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τα επόμενα λίγα χρόνια. Το Μέγαρο Μαξίμου όχι μόνο συμμερίστηκε την υπεραισιοδοξία των δύο υπουργείων, αλλά υπερθεμάτισε, καλώντας το ΓΕΕΘΑ να εκπονήσει ένα μεγαλόπνοο σχεδιασμό με πλήθος οικονομικών ανταλλαγμάτων. Η τελική εκτίμηση ήταν πως η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει τεράστια ποσά, όπως συμβαίνει με τους συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Το Μαξίμου κάλεσε το ΓΕΕΘΑ να εκπονήσει ένα μεγαλόπνοο σχεδιασμό με πλήθος οικονομικών ανταλλαγμάτων. Η τελική εκτίμηση ήταν πως η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει τεράστια ποσά, όπως συμβαίνει με τους συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή
Όμως οι πρώτες βολιδοσκοπήσεις της αμερικανικής πλευράς εξελίχθηκαν σε ψυχρολουσία. Τα ανεπίσημα σχόλια της Ουάσιγκτον ξεκίνησαν από τη συνήθη διατύπωση ότι θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων, καταλήγοντας στη φιλική υπόμνηση ότι δεν είναι καθόλου ρεαλιστική η σύγκριση με τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Γιατί, όπως έπρεπε να γνωρίζουν οι αρμόδιοι στην Αθήνα, όσο και αν επιθυμούν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο να παράσχουν μεγάλες χρηματοδοτήσεις, δεν μπορούν να παρακάμψουν την αμερικανική νομοθεσία.
Οι πρώτες βολιδοσκοπήσεις της αμερικανικής πλευράς εξελίχθηκαν σε ψυχρολουσία
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου) η Βουλή και η Γερουσία των ΗΠΑ δεν εγκρίνουν χρηματοδοτήσεις προς χώρες που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αναπτυγμένες οικονομίες, όπως θεωρείται η ελληνική παρά τα γνωστά προβλήματά της. Το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη ελληνική ιδιότητα, της συμμάχου στο ΝΑΤΟ, καθώς η στρατιωτική και οικονομική συνδρομή προς κάθε μέλος παρέχεται με άλλα κριτήρια και με διαφορετικές διαδικασίες.
Πρόκειται, όπως σχολιάζουν έγκυρες πηγές, για «στοιχειώδη πράγματα» που έπρεπε να γνωρίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία επικαλείται άριστες επαφές στις ΗΠΑ και γνώση των οικονομικών θεμάτων διεθνώς. Επιπλέον, υπάρχει η εμπειρία της κυβέρνησης Σημίτη που εξασφάλισε από τις ΗΠΑ άλλα ανταλλάγματα για την ελληνική υποστήριξη προς τις επιχειρήσεις στο Κόσοβο το 1999 και τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003. Κατά παρόμοιο τρόπο, και η κυβέρνηση Καραμανλή αξιοποίησε τις προσβάσεις της στην Ουάσιγκτον με αφορμή την παραγγελία των F-16 το 2005 και το ΝΑΤΟϊκό-αμερικανικό αίτημα του 2007 για πολυετή ανανέωση της παραμονής της ελληνικής δύναμης στο Αφγανιστάν.
Στιγμιότυπο από τη βάση της Σούδας
Το εντυπωσιακό είναι ότι, ενώ πραγματικά οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε άριστο επίπεδο, το Μέγαρο Μαξίμου αποτυγχάνει, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, να εξασφαλίσει οικονομική στήριξη. Η προηγούμενη αποτυχημένη προσπάθεια εξελίχθηκε το φθινόπωρο στο πλαίσιο της μεταβολής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των Ναυπηγείων Ελευσίνας. Το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Ανάπτυξης (παρά τις προειδοποιήσεις του υπουργείου Εθνικής Άμυνας σε αυτή την περίπτωση) θεωρούσαν κατηγορηματικά βέβαιο πως θα λάβουν περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια από τον αμερικανικό κρατικό οργανισμό DFC.
Το εντυπωσιακό είναι ότι, ενώ πραγματικά οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε άριστο επίπεδο, το Μέγαρο Μαξίμου αποτυγχάνει, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, να εξασφαλίσει οικονομική στήριξη
Αποστολή του DFC επισκέφθηκε όντως την Αθήνα στα τέλη Σεπτεμβρίου και επιφυλάχθηκε να απαντήσει μέχρι (και πάλι …«στοιχειώδη πράγματα») να πραγματοποιήσει τον επιβεβλημένο νομικό και οικονομικό έλεγχο στα ναυπηγεία και να βεβαιωθεί ότι θα υπάρχει συγχρηματοδότηση από την ελληνική πλευρά.
Η κυβέρνηση, στα τέλη Οκτωβρίου, ζήτησε κάτι σαν «προκαταβολή» 11 εκατομμυρίων δολαρίων για τρέχουσες επείγουσες πληρωμές. Φυσικά, το αίτημα απορρίφθηκε. Όπως απορριπτική ήταν και η προ ημερών τελική απάντηση της DFC, η οποία δεν θα πληρώσει τίποτα αν δεν υπάρχει ελληνική συγχρηματοδότηση ή έστω υπογεγραμμένη παραγγελία από το Πολεμικό Ναυτικό.
Πηγή: ieidiseis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου