Τοποθέτηση Θεοδώρας Τζάκρη στην Διακοινοβουλευτική
Συνεδρίαση για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην
Ευρώπη που διοργάνωσε η LIBE του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου
Η Γραμματέας τη Κ.Ο και βουλευτής Πέλλας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατά
την τοποθέτησή της σήμερα στην διακοινοβουλευτική συνεδρίαση με
θέμα: «Η κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση»
που διοργάνωσε η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και
Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά
την οποία συζητήθηκε η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το
Κράτος Δικαίου για το 2023 στην Ελλάδα η οποία μιλά για σοβαρές
προκλήσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης
i)Στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που είναι στενά
συνυφασμένη με το κράτους δικαίου και την διάκρισης των
εξουσιών καθώς σε θεσμικό όμως επίπεδο, ο νομοθέτης έχει αφήσει
περιθώρια παρέμβασης στην Δικαιοσύνη και νόθευσης της
λειτουργικής ανεξαρτησίας της, αφού κατά το άρθρο 90 §5 του
Συντάγματος οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του
αντιπροέδρου των ανώτατων δικαστηρίων διενεργείται με προεδρικό
διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού
Συμβουλίου
ιι) στην παραβίαση που αφορά το δικαίωμα πληροφόρησης
αποτελεί την πεμπτουσία του πολιτικού πλουραλισμού καθώς
δεν υπάρχει καμία άλλη περίοδος της μεταπολίτευσης στην οποία μια
κυβέρνηση να ελέγχει τόσο ασφυκτικά την ενημέρωση των πολιτών,
σε όλες τις εκφάνσεις της μέχρι που έφθασε στην πρόσφατη αλλαγή
της σύνθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης με την
τοποθέτηση μονοκοματικής διοίκησης
ιιι) Στην πλέον εμβληματική παραβίαση που είναι
αναμφισβήτητα το σκάνδαλο των υποκλοπών που είναι
πλέον ένα δίδυμο σκάνδαλο, το σκάνδαλο των υποκλοπών
και το σκάνδαλο της συγκάλυψης των ευθυνών.
iv) στο πραξικόπημα που εσπευσμένα επιχείρησε και
πραγματοποίησε η κυβέρνηση αλλαγής της σύνθεσής των
μελών της ΑΔΑΕ και του Εθνικού Συμβουλίου
Ραδιοτηλεόρασης χωρίς τη συνταγματικά απαιτούμενη
πλειοψηφία, των 3/5 των μελών της Διάσκεψης των
Προέδρων της Βουλής, κατά το άρθρο 101Α του
Συντάγματος.
Το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης της κ. Τζάκρη έχει ως εξής:
-Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι στενά συνυφασμένη με τις
αλληλένδετες αρχές του κράτους δικαίου και της διάκρισης των
εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος. Σε θεσμικό όμως επίπεδο, ο
νομοθέτης έχει αφήσει περιθώρια παρέμβασης στην Δικαιοσύνη και
νόθευσης της λειτουργικής ανεξαρτησίας της, αφού κατά το άρθρο
90 §5 του Συντάγματος: «προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και
του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου
Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό
διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού
Συμβουλίου». Πώς είναι δυνατόν να αναζητούμε λοιπόν την θεσμική
ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όταν δεν επιλέγουν την ηγεσία τους
μεταξύ των πλέον άριστων οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί , αλλά
αυτή αποτελεί επιλογή της εκάστοτε Κυβέρνησης και μάλιστα όχι με
αξιολογικά, αλλά με πολιτικά κριτήρια;
Ακόμη χειρότερη είναι η σημερινή πραγματικότητα του Κράτους
Δικαίου και στον τομέα των Ατομικών Δικαιωμάτων και των
ανεξαρτήτων αρχών που εγγυώνται την προστασία τους. Η πρώτη
μέγιστη παραβίαση αφορά το δικαίωμα πληροφόρησης, που
αποτελεί την πεμπτουσία του πολιτικού πλουραλισμού. Δεν
υπάρχει καμία άλλη περίοδος της μεταπολίτευσης στην οποία μια
κυβέρνηση να ελέγχει τόσο ασφυκτικά την ενημέρωση των πολιτών,
σε όλες τις εκφάνσεις της μέχρι που έφθασε στην πρόσφατη αλλαγή
της σύνθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης με την
τοποθέτηση μονοκοματικής διοίκησης .
Η πλέον εμβληματική παραβίαση, ως προς την προστασία των
δικαιωμάτων, ήταν αναμφισβήτητα το σκάνδαλο των
υποκλοπών. Όπως αποδεικνύεται από τα πορίσματα της
δημοσιογραφικής έρευνας αλλά και από τα ευρήματα δύο
ανεξάρτητων αρχών (της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των
Επικοινωνιών και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων)
προκύπτουν πλέον αναμφισβήτητα τα ακόλουθα: το
«υπερπρωθυπουργείο» που λέγεται ψευδεπίγραφα «επιτελικό
κράτος» αποφάσισε μία μακρά σειρά υποκλοπών των
επικοινωνιών της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, πολιτικών,
δημοσιογράφων, οικονομικών παραγόντων, δικαστικών και
εισαγγελικών λειτουργών, του μισού υπουργικού συμβουλίου αι
λοιπών πολιτικών της αντιπάλων, που συνδύαζαν αφ’ενός μεν
νομιμοφανείς παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, αφ’ετέρου δε
παράνομες παρακολουθήσεις με το διαβόητο predator, που
παρήγγειλε η ίδια η ΕΥΠ.
Όταν δε αποκαλύφθηκαν οι πρώτες υποκλοπές, αντί ο
πρωθυπουργός, ο οποίος είχε σύμφωνα με το Ν. 4622/2019
για το Επιτελικό Κράτος είχε αναλάβει την εποπτεία της ΕΥΠ,
υπαγόμενη στην Προεδρία της Κυβέρνησης, να αναλάβει τις
ευθύνες που του ανήκαν αντικειμενικά και εις ολόκληρον,
και να κάνει το αυτονόητο για κάθε προηγμένη δημοκρατικά
χώρα, δηλαδή να παραιτηθεί αρχικά προσπάθησε να κλείσει το
θέμα με υπεκφυγές και με μόνη «θυσία» τον εξαναγκασμό σε
παραίτηση του ανιψιού του και του εκλεκτού του στην ΕΥΠ. Όταν δε
είδε ότι το θέμα δεν έκλεινε, λόγω της θαρραλέας στάσης της ΑΔΑΕ
επιχείρησε με όλους τους τρόπους την συγκάλυψη του
σκανδάλου, επιβάλλοντας την αποσιώπηση ή την πλήρη
διαστρέβλωσή του στην ενημέρωση και τέλος εξαπέλυσε, με όλα τα
πολιτικά και δημοσιογραφικά εξαπτέρυγά του, μία αήθη επίθεση
εναντίον των Ανεξάρτητων Αρχών (και ιδίως της ΑΔΑΕ, που ήταν και
στην πρώτη γραμμή ως προς την αποκάλυψη του σκανδάλου).
Έτσι έχουμε πλέον ένα δίδυμο σκάνδαλο, το σκάνδαλο των
υποκλοπών και το σκάνδαλο της συγκάλυψης των ευθυνών.
Συγκεκριμένα, στις 29 Ιουλίου 2022, όταν και κατατέθηκε η
καταγγελία Ανδρουλάκη στην ΑΔΑΕ για την παρακολούθηση
από το Predator ο κ. Κοντολέων, τότε διοικητής της ΕΥΠ,
έδωσε εντολή καταστροφής των μηχανημάτων στα οποία
καταγράφονταν οι συνομιλίες και τα μηνύματα των
παρακολουθούμενων, πριν καν ενημερωθεί ο ελληνικός λαός και
πριν καν προκύψει ενημέρωση της ΑΔΑΕ για τις παρακολουθήσεις
από την ΕΥΠ. Πρόσθετο στοιχείο, το γεγονός που αποτυπώνεται
στην σχετική έκθεση της ΑΔΑΕ, ότι υπήρξε άρνηση συνεργασίας
και από τον μετέπειτα διοικητή της ΕΥΠ κ. Δεμίρη και την
ίδια στιγμή, η δήλωση της αρμόδιας εισαγγελέως Βασιλικής
Βλάχου,ότι θεωρεί τον εαυτό της "ανέλεγκτη". Κατόπιν τούτου
διατάσσεται η πειθαρχική προκαταρκτική έρευνα για το αδίκημα της
προσβολής του κύρους της Δικαιοσύνης, από τον Αντιπρόεδρο
Αρείου Πάγου και Πρόεδρο της Επιθεώρησης του Ανωτάτου
Δικαστηρίου Χρήστο Τζανερίκο, σε βάρος της ως άνω Εισαγγελέως,
για τον τρόπο, που χειρίστηκε την υπόθεση των υποκλοπών, αλλά
και για το εάν υπέγραφε αφειδώς τις εντολές, για παρακολουθήσεις.
Επανερχόμενη στο θέμα των υποκλοπών, σημειώνω ότι η
κυβέρνηση ξεπέρασε τον εαυτό της στην κατάλυση κάθε
έννοιας κράτους δικαίου στη χώρα μας επιχείρησε και
πραγματοποίησε εσπευσμένα το πραξικόπημα αλλαγής της
σύνθεσής τους, (μία ημέρα πριν την μετ’ αναβολή, (από 27/9)
προγραμματισμένη συνεδρίαση της ΑΔΑΕ, την Παρασκευή
29/9/2023, για την έκθεση ελέγχου επί της μη συνεργασίας της ΕΥΠ
στη διερεύνηση του σκανδάλου των υποκλοπών και εκκρεμούσης
πρότασης του Προέδρου της Αρχής για επιβολή προστίμου στην
ΕΥΠ) των μελών της ΑΔΑΕ και του Εθνικού Συμβουλίου
Ραδιοτηλεόρασης χωρίς τη συνταγματικά απαιτούμενη
πλειοψηφία, των 3/5 των μελών της Διάσκεψης των
Προέδρων της Βουλής, κατά το άρθρο 101Α του
Συντάγματος. Έτσι η επιλογή των μελών έγινε κατά
παράβαση της συνταγματικής διαδικασίας και είναι, γι’ αυτό
το λόγο, αντισυνταγματική.
Το πιο θλιβερό, πάντως, στην περίπτωση του σκανδάλου των
υποκλοπών, είναι ότι ενώ η ΑΔΑΕ στάθηκε στο ύψος του
συνταγματικού της ρόλου, η Δικαιοσύνη υστέρησε
απελπιστικά και στην πραγματικότητα λειτούργησε σαν
συνεργός της κυβέρνησης στην συγκάλυψη του σκανδάλου,
αφού αν και έχουν παρέλθει δύο και πλέον χρόνια από την
αποκάλυψη των υποκλοπών με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας,
ακόμη να αποδοθούν ευθύνες από την Ελληνική Δικαιοσύνη αν και
ήταν η μόνη αρμόδια, κατά τον θεσμικό της ρόλο να ενεργήσει
προστατεύοντας το Σύνταγμα και την έννομη τάξη. Πρόκειται για
την πιο ζοφερή εικόνα τόσο στο επίπεδο της λειτουργίας του
πολιτεύματος όσο και στο επίπεδο της προστασίας του κράτους
δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου