Το “Βαπόρι απ’ την Περσία” είναι ίσως η τελευταία επιτυχία του Βασίλη Τσιτσάνη. Οι στίχοι του, που μετά το θάνατο του, έγιναν αντικείμενο εισαγγελικής απαγόρευσης, συγκλόνιζαν τα κουτούκια της δεκαετίας του 80 και ήταν κάτι σαν ύμνος, που έκλεινε το πρόγραμμα! Νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει σε δισκάκι 45 στροφών με δεύτερη φωνή από τη Λιζέτα Νικολάου, με την οποία ο λαϊκός βάρδος τραγούδησε για λίγο και στο θρυλικό “Χάραμα”, δίπλα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Για να εμπνευστεί ο Τσιτσάνης χρειάστηκε ένα πραγματικό γεγονός, καθώς στις 7 Ιανουαρίου του 1977, ακριβώς πριν από 46 χρόνια δηλαδή, οι λιμενικές και αστυνομικές αρχές ακινητοποιούσαν στα Ίσθμια, το μότορσιπ “Γκλόρια”, κατάσχοντας 11 τόνους χασίς.
Το βαπόρι δεν ερχόταν από την Περσία η οποία χρησιμοποιήθηκε … ποιητική αδεία του μέγιστου συνθέτη, αλλά από το Λίβανο. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήταν πράγματι … προμελετημένη, καρφωτή και μιλημένη, αφού υπήρξε διαρροή από τον ίδιο τον καπετάνιο του μότορσιπ, Νίκο Ξανθόπουλο (καμιά σχέση με τον ηθοποιό που κατά σύμπτωση, ωστόσο, είχε απωθημένο να γίνει ναυτικός), ή “κάπτεν Νικ”, όπως έμεινε στην ιστορία.
Ο Τύπος της εποχής έδωσε μεγάλη έκταση στο θέμα, έντεκα τόνοι χασίς δεν είναι μικρή υπόθεση, υποτίθεται ότι η Αστυνομία βρισκόταν προ των πυλών να εξαρθρώσει ένα τεράστιο διεθνές κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών, για το οποίο πάντως δεν μάθαμε ποτέ άλλες λεπτομέρειες, κάτι που άλλους -όχι πολλούς- έβαλε σε υποψίες.
Στις 7 Ιανουαρίου πάντως του 1977, ημέρα Παρασκευή, ένας μικρός στόλος με οπλισμένους λιμενικούς, ειδικές μονάδες κρούσης και βατραχανθρώπους απέπλεε από τη Μαρίνα Ζέας με προορισμό τον Ισθμό της Κορίνθου.
Από κει θα περνούσε, εν τέλει, το Γκλόρια καθώς η κακοκαιρία που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες άλλαξε την πορεία του που αρχικά είχε προγραμματιστεί να γίνει σε διεθνή ύδατα.
Οι αστυνομικοί συντάκτες σημείωναν αυτή τη λεπτομέρεια, ως βασική για την εξέλιξη της ιστορίας, καθώς έτσι και σε πιο ήρεμα νερά, μακριά από θαλασσοταραχή, ήταν πιο εύκολη η επέμβαση του λιμενικού. Για την γιγαντιαία επιχείρηση είχαν ενημερωθεί ο υπουργός εμπορικής ναυτιλίας, Αλέξανδρος Παπαδόγγονας και ο αρχηγός του Λιμενικού Σώματος, Αλ.Σκιαδάς.
Αυτό που δεν ήξεραν και προσπαθούσαν να μαντέψουν ήταν αν υπήρχε πράγματι, ή όχι πληροφορία που έφτασε στα αυτιά των αρχών. “Είτε από την Κάλυμνο, είτε από την Κρήτη, έγινε γνωστό ότι το Γκλόρια μετέφερε ένα τόσο μεγάλο παράνομο φορτίο. Μήπως ήταν οι Έλληνες ναυτικοί, λόγω της υψηλότατης αμοιβής που υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις” έγραφαν.
Κανείς επίσης δεν μπορούσε να δώσει με σιγουριά απάντηση ποιος ήταν ο τελικός προορισμός του πλοίου. Άμστερνταμ, Αμβέρσα ή μήπως κάπου στην Ιταλία;
Σε πλάκες πολυτελείας τα “κεντήματα”
Η είδηση πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις, αφού 11 τόνοι χασίς “υψηλής ποιότητας”, όπως έγραφαν οι εφημερίδες, αποτελούσαν μια τεράστια ποσότητα, η αξία της οποίας υπολογιζόταν σε αστονομικά ύψη. Σίγουρα πάνω από 1 δις δραχμές (η “Μακεδονία” έγραψε για 4 δισεκατομμύρια).
Τα “Νέα” ήταν πιο συγκρατημένα, περιγράφοντας εν τάχει την επιχείρηση ως εξής:
“Πολεμική επιχείρηση για την κατάσχεση τεραστίας ποσότητος χασίς, αξίας άνω του ενός δισεκατομμυρίου 600 εκατομμυρίων δραχμών, καταστρώθηκε και εκτελέστηκε με απόλυτη επιτυχία από τις ελληνικές αρχές ασφαλείας. Πήραν μέρος: βατραχάνθρωποι, οπλισμένοι λιμενικοί, περιπολικά, ειδικά τμήματα με αυτόματα και πολλοί αξιωματικοί. Η επιχείρηση αφορούσε το μεγαλύτερο φορτίο κατεργασμένου χασίς που πέρασε ποτέ από τη χώρα μας και που κατασχέθηκε προχθές το βράδυ στα Ίσθμια, στο φορτηγό “Γκλόρια” (φωτό) που κατευθυνόταν προς λιμάνι της Δ. Ευρώπης, πιθανώς την Αμβέρσα. Το χασίς, συσκευασμένο σε πλάκες, είναι 10.700 κιλά”
Η σύλληψη των τριών Ελλήνων ναυτικών του καπετάνιου Νίκου Ξανθόπουλου και των Β.Ζώη και Στ.Μποζίκη, έγινε σύμφωνα με το ρεπορτάζ χωρίς να προβληθεί αντίσταση.
Σε αντίθεση οι δυο Τούρκοι συνοδοί του φορτίου μέχρι να βγάλουν λευκά μαντήλια, έξω από το φινιστρίνι της καμπίνας τους, είχαν δεχθεί πυροβολισμούς, καπνογόνα αλλά και την επίθεση των βατραχανθρώπων από την πλευρά της θάλασσας! Ο Αριφ και ο Ρεζίκ Πολάτ, θείος και ανηψιός, κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να διαφύγουν και αποφάσισαν να παραδοθούν, προσπαθώντας βέβαια να πείσουν τους πάντες ότι δεν ήξεραν τίποτε για το χασίς και το μόνο που ήθελαν ήταν να βρεθούν στη Γερμανία σ' ένα συγγενή τους, που τους πρόσφερε δουλειά.
Όταν οι αρχές ακινητοποίησαν το “Γκλόρια” η πρώτη αντίδραση των Ελλήνων ναυτικών ήταν να πουν “κεντήματα μεταφέρουμε”. Πράγματι, το χασίς είχε συσκευαστεί με πολύ μεγάλη προσοχή σε πλάκες, που έδιναν την εντύπωση ότι ήταν είδη πολυτελείας. Υπήρχαν και οι σχετικές καρτέλες, που παρέπεμπαν στο υποτιθέμενε φορτίο. Αν πιστέψουμε, όμως, τη Μακεδονία η μυρωδιά του χασίς ήταν τόσο έντονη, που ένας από τους λιμενικούς … ένιωσε να ζαλίζεται (θα ήταν ένας ωραίος στίχος, αλλά μάλλον ο Τσιτσάνης δεν είχε διαβάσει αυτό το ρεπορτάζ)!
Η επίσημη ανακοίνωση σημείωσε ότι είχαν κατασχεθεί συνολικά 10.700 κιλά επεξεργασμένου χασίς. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον ανακριτή, με τους Τούρκους να επιμένουν στο σενάριο ότι επιβιβάστηκαν στο “Γκλόρια” με τελικό προορισμό τη Γερμανία και την εξεύρεση δουλειάς: “Έχω εφτά παιδιά” δήλωνε ο Αριφ Πολάτ, υποστηρίζοντας ότι δεν κλείστηκαν από μόνοι τους στην καμπίνα, αλλά τους είχε κλειδώσει εκεί ο ίδιος ο πλοίαρχος Νίκος Ξανθόπουλος. Οι Έλληνες ναυτικοί, πάντως, αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι δυο Τούρκοι κρίθηκαν προφυλακιστέοι.
Δείτε ένα απόσπασμα που υπάρχει στο διαδίκτυο από ρεπορτάζ του γαλλικού καναλιού Pathe
Την επομένη, σε ξενοδοχείο του Φαλήρου, συνελήφθη ο 30χρονος Λιβανέζος, Αντουάν Ζιρού, ο οποίος -σύμφωνα με τις αρχές- είχε αναλάβει την επίβλεψη της πορείας (και της ακεραιότητας του φορτίου, προφανώς) του “Γκλόρια” καθώς έπλεε σε ελληνικά ύδατα. Ήταν ένας από τους δυο Λιβανέζους που είχε συμφωνήσει με τον Έλληνα καπετάνιο για την μεταφορά του χασίς.
Οι εφημερίδες (και τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία που παρακολούθησαν το θέμα) εξακολουθούσαν να αναρωτιούνται ποιος είχε ναυλώσει το πλοίο, που ακριβώς πήγαινε και ποιοι, εν τέλει, έδωσαν τις πληροφορίες. Το φορτίο, πάντως, θα καιγόταν σε ειδικούς φούρνους της αστυνομίας. Έτσι γράφτηκε, τουλάχιστον…
Λίγες μέρες αργότερα θα γινόταν γνωστή η αλήθεια, μάλλον από σπόντα, αφού ο υπουργός Αλ.Παπαδόγγονας ανακοινώνει ότι για την ανακάλυψη και την κατάσχεση των 11 τόνων χασίς, θα υπάρξει αμοιβή 7.8 εκατομμυρίων δραχμών.
Το σατανικό σχέδιο του “κάπτεν Νικ”
Το όνομα του καπετάνιου Νίκου Ξανθόπουλου διαρρέει ξανά στον Τύπο, αυτή τη φορά με τον αληθινό ρόλο του στην υπόθεση και όχι την εικονική -όπως αποδείχθηκε- σύλληψη του.
Το σχέδιο είχε καταστρωθεί από τον “κάπτεν Νικ”, που από το 1964 ήταν συνεργάτης της DEA, της αμερικάνικης υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών, ήξερε τις παράνομες διαδρομές τέτοιων φορτίων, αφού στα νιάτα του ήταν λαθρέμπορος τσιγάρων. Λένε ότι ο θάνατος ενός αγαπημένου του φίλου από υπερβολική δόση, τον έκανε να αλλάξει ρότα, να συνεργαστεί με τις αρχές και πολλές φορές να παραδίδει ο ίδιος στις αρχές τα ναρκωτικά που μετέφερε.
Κανείς δεν μάθαινε τίποτε, για προφανείς λόγους συνέχειας της δράσης του. Ο Ξανθόπουλος υποδυόταν κανονικά τον “παράνομο” καπετάνιο, τον συλλάμβαναν οι τοπικές αρχές που μάλιστα -εκτός από ελάχιστους ανθρώπους τους στα υψηλά κλιμάκια- αγνοούσαν τον βασικό πληροφοριοδότη και ουσιαστικά συνεργό τους.
Η απόλυτη μυστικότητα της πραγματικής ταυτότητας του ήταν βασικό συστατικό για μια σειρά επιτυχημένων επιχειρήσεων, σαν αυτή του μότορσιπ Γκλόρια. Δεν ήταν η πρώτη φορά, που ο Ξανθόπουλος παγίδευε ένα κύκλωμα ναρκωτικών, παραδίδοντας το “εμπόρευμα” -προφανώς και με κάποιο αντίτιμο. Το κυπριακών συμφερόντων καράβι του, βρισκόταν στο λιμάνι της Λάρνακας όταν τον πλεύρισε ενδιάμεσος ναυτικός πράκτορας, που του πρότεινε τη μεταφορά των … κεντημάτων από τη Βυρηττό, πιθανότατα, στο Ρότερνταμ. Η συνάντηση με τους Λιβανέζους εμπόρους έγινε λίγες μέρες αργότερα, όταν το Γκλόρια έφτασε στο λιμάνι Τζουνίχ.
Ο “κάπτεν Νικ” συμφώνησε να εισπράξει 300 χιλιάδες δολάρια (τα μισά μπροστά, τα υπόλοιπα μετά την παράδοση). Έξω από ένα παραθαλάσσιο χωριό, τα τσουβάλια με το χασίς μεταφέρονταν στο πλοίο με βάρκες. Σε μια από τις τελευταίες επιβιβάστηκαν και οι δυο Τούρκοι. Πριν καν παραλάβει το φορτίο, ο Ξανθόπουλος, είχε ειδοποιήσει τις ελληνικές αρχές με το συνθηματικό “σοκολάτα, για τα Χριστούγεννα”. Το αρχικό σχέδιο μιλούσε για επέμβαση του Λιμενικού, δέκα μίλια έξω από την Πύλο, για ένα “τυπικό έλεγχο” που θα κατέληγε στην κατάσχεση του φορτίου.
Η φοβερή κακοκαιρία, ωστόσο, που ξέσπασε έξω από την Πύλο τον ανάγκασαν να τροποποιήσει την πορεία του. Το “Γκλόρια” στάθμευσε για λίγο στη Σύρο και ειδοποίησε -μέσω του “κάπτεν Νικ”- ότι θα πλεύσει προς τον Ισθμό.
Πριν μπει στη Διώρυγα ο καπετάνιος ζητάει πλοηγό, το Λιμενικό τον ειδοποιεί να κάνει στην άκρη για να περάσει άλλο πλοίο και κει εμφανίζονται οι βατραχάνθρωποι, ανάβουν οι προβολείς και οι λιμενικοί ανεβαίνουν στο κατάστρωμα.
Το πλήρωμα δεν φέρνει αντίσταση, εξυπηρετεί τον έλεγχο και ακολουθούν όσα περιγράψαμε πιο πάνω. Η ανακοίνωση, όμως, του Υπουργού ότι υπάρχει αμοιβή για τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης, οι διαρροές οδηγούν και στην αποκάλυψη του ρόλου του Ξανθόπουλου.
Ο Τύπος ανακαλύπτει μια καταδικαστική απόφαση για πειρατεία η οποία εκκρεμεί σε βάρος του και κανονικά πρέπει να τον οδηγήσει στη φυλακή. “Το έκανε για να εξαργυρώσει την ποινή του” γράφουν οι εφημερίδες, ενώ στο παρασκήνιο γίνεται μάχη για να εισπράξει όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα.
Παίρνει τελικά 1.5εκ δραχμές (τα υπόλοιπα τα μοιράστηκαν οι αξιωματικοί), αθωώνεται στη Δίκη, όπου καταδικάστηκαν ο μεν Λιβανέζος σε 18.5 χρόνια φυλάκισης οι δε Τούρκοι σε άλλα 14.5, ξέρει όμως ότι με όσα έχουν γραφτεί στον Τύπο και την δημοσιοποίηση του ονόματος του, δεν μπορεί πλέον να είναι ένας… φανερός πράκτορας της DEA, ούτε μπορεί να στήσει εκ νέου παρόμοιες επιχειρήσεις.
Καταδίκη στη Γαλλία και μια δεύτερη εκδοχή
Εφτα χρόνια αργότερα, το 1984, θα εμπλακεί σε μια άλλη υπόθεση με ναρκωτικά και θα συλληφθεί στη Γαλλία, θα καταδικαστεί σε φυλάκιση 18 ετών και θα επιστρέψει στην Ελλάδα για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του το 1995.
Εκεί θα τον βρει το “Εθνος” στο οποίο θα θυμίσει την συμβολή του στον αγώνα κατά των ναρκωτικών με την κατάσχεση των 11 τόνων στην Κορινθία (στη συνέντευξη του, τους ανεβάζει στους … 40) και δηλώνει ότι στη Γαλλία στήθηκε ολόκληρη σκευωρία σε βάρος του από ένα γνωστό Γάλλο αστυνομικό. Λίγους μήνες αργότερα πέθανε στη φυλακή.
Όλα αυτά μοιάζουν με αστυνομική ταινία θρίλερ. Κι όπως συμβαίνει συχνά στη μεγάλη οθόνη, στο τέλος κρύβεται και μια … δεύτερη αλήθεια. Μια άλλη εκδοχή. Στη δική μας ιστορία προέρχεται από το αναρχικό περιοδικό “Εδώ και Τώρα” που μετέφερερε ο δημοσιογράφος Αντώνης Ζήβας στην ιστοσελίδα merlins.gr.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη εκδοχή η ιστορία στήθηκε από τον Ξανθόπουλο και το Λιμενικό, με τον “κάπτεν Νικ” να βρίσκει το φορτίο του χασίς από τους φαλαγγίτες του Λιβάνου, με αντάλλαγμα οπλισμό για τις επιχειρήσεις τους. Στη συνέχεια ειδοποίησε τις ελληνικές αρχές και στήθηκε ένα επικοινωνιακό σόου με βατραχανθρώπους, ειδικές μονάδες κρούσης με τον Τύπο σχεδόν παρόντα από την αρχή!
Κάπως έτσι ο Ξανθόπουλος δεν θα είχε, πλέον, προβλήματα με την παλαιότερη καταδίκη του, ενώ οι αστυνομικές αρχές θα αναπτέρωνε το πληγωμένο της γόητρο μετά τις δολοφονίες του σταθμάρχη της CIA Άλαν Γουέλς αλλά και του βασανιστή της Χούντας, αστυνόμου Ευάγγελου Μάλλιου.
Ο Τσιτσάνης γράφει το τελευταίο ρεμπέτικο
Καθώς οι εφημερίδες γράφουν και ξαναγράφουν για το θέμα, τα νέα φτάνουν μέχρι τα αυτιά του Βασίλη Τσιτσάνη.Τα μαθαίνει από μια φίλη του την οποία … ξορκίζει να πει αν είναι αλήθεια ή ψέματα, γράφει αμέσως τους πρώτους στίχους, αλλάζει το τέμπο γιατί δεν του άρεσε, γράφει τη δεύτερη στροφή σε ένα αγγελτήριο γάμου (!) όπως ο ίδιος έχει αποκαλύψει και μέσα στο μυαλό του, είχε έτοιμο το τραγούδι.
Η ηχογράφηση έγινε τον Απρίλιο του 1977, αλλά ήδη ο Τσιτσάνης το τραγουδούσε στο “Χάραμα” και οι στίχοι του είχαν γίνει ήδη θρύλος.
Για τους περισσότερους είναι το τελευταίο ρεμπέτικο, μια σύνθεση του Τσιτσάνη, που αγαπήθηκε αμέσως. Συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ “Βασίλης Τσιτσάνης Live από το Θεμέλιο” και έγινε τεράστια επιτυχία.
Το 1984, μετά το θάνατο του, η ΕΡΤ έπαιξε το τραγούδι σε μια εκπομπή αφιέρωμα στο έργο του. Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Σπύρος Κανίνιας, που παρακολουθούσε την εκπομπή, ενοχλήθηκε τα μάλα και ζήτησε από την εισαγγελία πρωτοδικών να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες, καθώς κατά την άποψή του το τραγούδι προωθούσε τη διάδοση των ναρκωτικών.
Ο εισαγγελέας Δημήτριος Μαλακάσης που ανέλαβε την υπόθεση κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα, ότι το τραγούδι ατυχές μεν κατά τον χαρακτηρισμό που του έδωσε, δεν προωθεί ωστόσο τη χρήση και τη διάδοση των ναρκωτικών. Πρότεινε ωστόσο να μη μεταδίδεται από ραδιόφωνο και τηλεόραση, λόγω χαμηλής ποιοτικής στάθμης…
Ό,τι κι αν σκέφτονταν οι εισαγγελείς, το “Βαπόρι απ’ την Περσία” δεν έλειψε ποτέ από ένα κλασικό ρεμπέτικο πρόγραμμα, τραγουδιέται ακόμα και σήμερα, απόδειξη του αλάθητου ενστίκτου του Βασίλη Τσιτσάνη για το πως με απλά λόγια να γράφει μια ολόκληρη ιστορία. Ήξερε πάντα να βάζει τις λέξεις, που θα έκαναν το τραγούδι επιτυχία. Η Περσία ήρθε σουρεαλιστικά, για να βγει η ρίμα με την Κορινθία. Αλλά ο κουρνάζος ο τελώνης, πουθε προέκυψε; Σχεδόν μαγικός ο στίχος για να πει ο λαϊκός συνθέτης την άποψη του.
Όπου κουρνάζος, όπως μας πληροφορεί ο Νίκος Σαραντάκος, είναι ο “ο έξυπνος, ο ανοιχτομάτης, ο παμπόνηρος· από το τουρκικό kurnaz, που σημαίνει τον πονηρό· νομίζω πως υπάρχει μια μετατόπιση του νοήματος, αφού στα ελληνικά η λέξη έχει πιο θετική απόχρωση. Όπως λέει ο Καπετανάκης: Κουρνάζος είναι ο παμπόνηρος· ο έξυπνος επί καλώ· ο μπερμπάντης (άλλη μια λέξη για την οποία θα μπορούσαμε να γράψουμε άρθρο”
Τι ρωτάει τον παμπόνηρο τελώνη, τον έμπορο δηλαδή που κρύβεται πίσω απ’ όλο το σκηνικό, ο Τσιτσάνης; Ποιος τελικά πληρώνει το μάρμαρο τώρα που κατασχέθηκε το μυρωδάτο χασίς;
Για την ιστορία, ο δεύτερος Λιβανέζος έμπορος, δεν βρέθηκε ποτέ. Ούτε φυσικά εξαρθρώθηκε κάποιο διεθνές κύκλωμα ναρκωτικών, όπως έγραφαν περιχαρείς οι εφημερίδες. Το μόνο σίγουρο. λοιπόν, ήταν ότι τα αλάνια, είχαν μείνει πράγματι χαρμάνια!
Αναρτήθηκε από: news247.gr
Κάποτε στα κατηχητικά μοίραζαν βιβλιαράκια με παράνομα απαγορευμένα τραγούδια. Ανάμεσα Σ αυτά πολλά του Τσιτσάνης.
ΑπάντησηΔιαγραφή