Οι υποθέσεις βίας ανηλίκων που έρχονται στο φως το τελευταίο διάστημα σοκάρουν με την επιθετικότητα που εκδηλώνεται αλλά και με τον αριθμό τους.
Μαχαιρώματα, μπουνιές και κλωτσιές πρωταγωνιστούν σε ένα επικίνδυνο «παιχνίδι» υπεροχής με εφήβους και παιδιά να μην διστάζουν να ξυλοκοπούν συμμαθητές τους και κάποιοι άλλοι αναλαμβάνουν να το βιντεοσκοπήσουν και να το ανεβάσουν στα social media με σκοπό να πάρουν περισσότερα likes, να αποκτήσουν περισσότερους ακολούθους και να νιώσουν ικανοποίηση.Θέλοντας να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από αυτές τις επικίνδυνες συμπεριφορές αλλά και να αντιληφθούμε πώς πρέπει να κινηθούμε ως κοινωνία για να κατευνάσουμε της «εκρήξεις» βίας των ανηλίκων μιλήσαμε με την κα Δανάη Κοκορίκου, ψυχολόγο ΕΠΑΨΥ (Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας). Η ειδικός συμμετέχει σε ένα νέο πρόγραμμα της ΕΠΑΨΥ για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της παραβατικότητας ανηλίκων. Η φιλοσοφία του προγράμματος βασίζεται σε μια ολιστική προσέγγιση με εμπλοκή όλων των θεσμών και της κοινότητας, σε τοπικό επίπεδο. Με αυτή την επαγγελματική δραστηριότητα «στο πεδίο» εξηγεί στο Dnews γιατί η αυστηροποίηση των κατασταλτικών μέτρων δεν ωφελεί και γιατί η υπερπροβολή των περιστατικών βίας μπορεί να κάνει κακό.
Περιστατικά βίας ανηλίκων βρίσκονται πλέον στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Υπάρχει έξαρση; Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η βία και η επιθετικότητα υπάρχουν από τότε που υπάρχουν άνθρωποι και ανθρώπινος πολιτισμός. Τα στοιχεία μας λένε ότι υπάρχει αύξηση των περιστατικών της βίας. Δεν είναι μόνο ότι αναγνωρίζονται περισσότερο και δημοσιοποιούνται περισσότερο, υπάρχει δυστυχώς έξαρση. Αυτό συμβαίνει γιατί τα τελευταία χρόνια οι κοινωνικές δομές και θεσμοί (οικογένεια, σχολείο, πολιτιστικές/αθλητικές ομάδες κ.α.), είτε αποτυγχάνουν να περιέξουν την επιθετικότητα των παιδιών, είτε- ακόμα χειρότερα- την «διδάσκουν» και την αναπαράγουν. Αυτό οδηγεί σε αύξηση των περιστατικών βίας και μάλιστα όλο και πιο απάνθρωπης βίας.
Οι λόγοι για τους οποίους οι θεσμοί αποτυγχάνουν είναι πολλοί. Βασική αιτία είναι η αύξηση της φτώχειας και της οικονομικής ανασφάλειας, που προκαλούν κρίση εμπιστοσύνης προς την πολιτεία. Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Σημαίνει ότι τα αποθέματα που έχει η κοινωνία για να καταφέρνει να συμπεριλαμβάνει και να κοινωνικοποιεί τα παιδιά της μικραίνουν. Παλαιότερα, αν δεν τα κατάφερνε η οικογένεια, υπήρχε η ευρύτερη κοινότητα, δηλαδή παππούδες, γειτονιά, το χωριό το καλοκαίρι και διάφορες άλλες διέξοδοι για να επενδύσουν τα παιδιά. Υπήρχε φυσικά το σχολείο, με πολύ υψηλότερο κύρος, με λιγότερο πιεστικό πρόγραμμα και κυρίως με την υπόσχεση ότι η προσπάθεια θα αποδώσει και θα οδηγήσει κάπου. Δηλαδή παρόλο που τα παιδιά και οι έφηβοι πάντα αμφισβητούσαν τη χρησιμότητα του σχολείου, σήμερα είναι απολύτως πεπεισμένα (ιδιαιτέρως όσα προέρχονται από χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα) ότι δεν πρόκειται να τα βοηθήσει σε τίποτα και ότι δεν έχουν μέλλον. Το χειρότερο είναι ότι ίσως έχουν δίκιο.
Αυτό δεν είναι κάτι το οποίο το συνειδητοποιούν απαραιτήτως. Είναι όμως κάτι το οποίο τα οδηγεί να ξεσπούν ή να προσπαθούν να κυριαρχήσουν στους γύρω τους, γιατί δεν έχουν κανέναν άλλο τρόπο να ελέγξουν τη ζωή τους. Με άλλα λόγια, όσο πιο λίγο χώρο αισθάνονται ότι έχουν για να αναπτυχθούν, τόσο περισσότερο στρέφονται σε ξεσπάσματα βίας ή σε παραβατικές συμπεριφορές.
Δεν υπάρχει κίνδυνος μιμητισμού με την υπερπροβολή τέτοιων επεισοδίων;
Αυτή είναι μία σημαντική ερώτηση. Όλα τα κοινωνικά φαινόμενα έχουν μηχανισμούς με βάση τους οποίους αναπαράγονται. Ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην αναπαραγωγή διαφόρων κοινωνικών φαινομένων έχει καταγραφεί και στο παρελθόν και σήμερα. Σας φέρνω σαν παράδειγμα την ανορεξία και τη βιομηχανία της μόδας. Δεν δημιουργεί η βιομηχανία της μόδας την ανορεξία, όμως την ενισχύει και την «αισθητικοποιεί» όπως λέμε. Τι σημαίνει δηλαδή αυτό; Ότι την κάνει κάτι αξιοπερίεργο που θέλουμε να το δούμε, θέλουμε να το μάθουμε, όπως μία κινηματογραφική ταινία θρίλερ. Είναι αναμενόμενο και στο κομμάτι της βίας, η συνεχής αναπαραγωγή των περιστατικών σαν να ήταν θρίλερ, να παίζει αυτό το ρόλο. Να ενισχύσει δηλαδή την αναπαραγωγή αλλά και την «κατανάλωση» αυτών των φαινομένων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ.
Η αυστηροποίηση των κυρώσεων για γονείς και παιδιά είναι επιβεβλημένη;
Από την πλευρά των ερευνών και των στοιχείων που υπάρχουν διεθνώς, αυτό που ξέρουμε από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, οι οποίες έχουν εξαιρετικά αυστηρές ποινές και ένα πειθαρχικό πλαίσιο μηδενικής ανοχής στα σχολεία, είναι ότι η αυστηροποίηση των ποινών ενώνει στην ουσία το σχολικό πλαίσιο με το ποινικό σύστημα. Δυστυχώς, δεν μειώνει την εμφάνιση των φαινομένων, αλλά αυτό που συμβαίνει είναι ότι δημιουργείται ένας άτυπος αγωγός (pipeline) που οδηγεί τους πιο περιθωριοποιημένους μαθητές και τις πιο περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες σε ακόμα χειρότερη και βαθύτερη περιθωριοποίηση. Δηλαδή στην εμπλοκή με το νόμο νωρίτερα και με σοβαρότερες ποινές.
Το σημαντικότερο ζήτημα παραμένει, εάν υπάρχει συνολικό σχέδιο για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των φαινομένων βίας και παραβατικότητας. Αυτό που χρειάζεται είναι ολιστική προσέγγιση για υποστήριξη σε γονείς, σχολικά πλαίσια, εκπαιδευτικούς και το ευρύτερο σύστημα των παιδιών, έτσι ώστε να μπορούν να στραφούν εκεί. Δεν έχει νόημα να αυστηροποιούνται οι ποινές χωρίς να παρέχεται η απαραίτητη στήριξη.
Μία τέτοια ολιστική προσέγγιση της πρόληψης, του σχεδιασμού, της εκπαίδευσης και της προετοιμασίας φορέων όπως οι δήμοι και τα σχολεία, καθώς και τη διασύνδεση με την αστυνομία και την εισαγγελία θα προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε με το νέο πρόγραμμα της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ) που θα απευθύνεται σε ανήλικους που έχουν εμπλακεί σε περιστατικά βίας ή bullying ως θύτες ή έχουν παραβεί τον νόμο. Αυτό το πιλοτικό πρόγραμμα θα «τρέξει» σε κάποιους δήμους της Αθήνας και θα αξιολογηθεί από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, έτσι ώστε να έχουμε την απαραίτητη επιστημονική τεκμηρίωση για το τι «δουλεύει» και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλη τη χώρα αργότερα.
Η κοινωνική εργασία (που έχει νομοθετηθεί αλλά δεν εφαρμόζεται) θα μπορούσε να δώσει διέξοδο;
Τα παιδιά και οι έφηβοι που είναι βίαιοι ή παραβαίνουν τους κανόνες και τους νόμους στέλνουν ένα μήνυμα. Το μήνυμα είναι πρώτα από όλα ότι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πάρουν αυτά που δεν έχουν. Δηλαδή είτε πρέπει να τα πάρουν με τη βία κυριαρχώντας πάνω σε άλλους ή να τα κλέψουν ή να ξεφύγουν από τα αδιέξοδα της πραγματικότητας και λοιπά. Αυτό που χρειάζονται είναι:
α. Εξατομικευμένες παρεμβάσεις από ειδικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες οι οποίοι μπορούν να καταρτίσουν ένα πλάνο έτσι ώστε να καταλάβουμε τις ιδιαίτερες ανάγκες τους.
β. Να ξαναχτίσουν την εμπιστοσύνη τους προς τον κόσμο και να επανενταχθούν στην εκπαίδευση ή το όποιο επιθυμητό πλαίσιο για να υπάρχουν εντός μίας κοινότητας, να αισθάνονται ότι ανήκουν και να έχουν τρόπους να εκφράζουν την επιθετικότητά τους χωρίς αυτή είναι να γίνεται (αυτό-) καταστροφική.
Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλάνο, μπαίνει και η επιλογή οι ποινές που αποδίδονται να μην αφορούν φυλάκιση ή άλλο περιορισμό τέτοιου είδους. Η κοινωφελής εργασία είναι μία επιλογή ανάμεσα σε αυτές που μπορούν να αναπτυχθούν. Αλλιώς έχουμε ένα σύστημα επιβάλλει τιμωρίες χωρίς να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να μην επιστρέψουν τα άτομα στις προηγούμενες λύσεις που είχαν βρει για τα προβλήματα τους.
Ποια είναι η βασική συμβουλή που θα δίνατε σε γονείς θύματος bullying; Σε γονείς θύτη;
Και στις δύο περιπτώσεις η βασική συμβουλή που δίνουμε είναι χωρίς ενοχές και χωρίς καθόλου ντροπή να αναζητήσουν συνεργασία με ειδικούς και επαγγελματίες. Πρέπει να βγούμε από την υπεραπλουστευτική λογική του θύτη και του θύματος. Επίσης, το στίγμα της ενοχής ότι «δεν είμαι καλός γονιός», «απέτυχα για αυτό συνέβη αυτό στο παιδί μου», εμποδίζει από το να αναζητηθεί η κατάλληλη πορεία.
Ένα βίαιο περιστατικό συμβαίνει είτε μέσα σε ένα σχολικό πλαίσιο είτε σε ένα οικογενειακό πλαίσιο γιατί κάτι πρέπει να αλλάξει. Είτε ως θύτης, είτε ως θύμα, το παιδί μας λέει κάτι μέσα από τις πράξεις του, γιατί δεν μπορεί να το πει με τα λόγια του. Αυτό το μήνυμα πρέπει να αποκωδικοποιηθεί. Άρα η συμβουλή που δίνω είναι μία ερώτηση, τι μας «λέει» αυτό που συνέβη;
Πώς μπορούν να προετοιμαστούν οι εκπαιδευτικοί για να διαχειριστούν τόσο δύσκολες καταστάσεις;
Οι εκπαιδευτικοί χρειάζονται αρχικά μία εκπαίδευση για να μπορούν να αναγνωρίσουν εγκαίρως δυσκολίες που μπορεί να οδηγήσουν σε βίαιες εκρήξεις. Δεύτερον, χρειάζεται να συνεργάζονται με το προσωπικό που φροντίζει την ψυχική υγεία του σχολείου για να ακολουθούν ένα συνολικό σχέδιο.
Επίσης, χρειάζεται μία δομή που να συντονίζει και να επιβλέπει αυτές τις παρεμβάσεις στο επίπεδο του ευρύτερου εκπαιδευτικού συστήματος. Στο επίπεδο όλων των σχολείων της χώρας, χρειάζεται ένας «χάρτης» που να δείχνει ποια πορεία πρέπει να ακολουθήσουν σε κάθε περίπτωση. Ένας χάρτης καλών πρακτικών που θα είναι τεκμηριωμένες επιστημονικά και όχι αυτοσχεδιασμός ενός διευθυντή/ντριας ή ενός/μίας εκπαιδευτικού.
Στο επίπεδο της σχολικής μονάδας, διεθνώς προτείνεται η ύπαρξη σχολικού ψυχολόγου, ο οποίος συνεργάζεται με το εκπαιδευτικό προσωπικό και καταρτά πλάνο, είτε παρέμβασης στο ευρύτερο σχολικό πλαίσιο, είτε παρέμβασης σε συγκεκριμένο μαθητή/μαθητές/μαθήτριες. Αυτό στη χώρα μας συμβαίνει αποσπασματικά και χωρίς συστηματικότητα. Χρειάζεται αρχικά να αυξηθεί το προσωπικό των Σ.Δ.Ε.Υ. (Σχολικά Δίκτυα Εκπαιδευτικής Υποστήριξης) και Ε.Δ.Υ. (Επιτροπές Διεπιστημονικής Υποστήριξης), καθώς και να καταρτιστεί πάνω στο ζήτημα της βίας. Το προσωπικό αυτό αποτελείται κυρίως από αναπληρωτές, αυτό σημαίνει ότι αλλάζουν σχολείο και περιοχή σχεδόν κάθε χρόνο. Αυτό δεν τους επιτρέπει να έχουν συνέχεια στην παρέμβασή τους για να μπορέσουν να επιφέρουν αλλαγές στο ευρύτερο σχολικό σύστημα μέσα στο οποίο δουλεύουν. Επίσης δεν τους επιτρέπει να οργανώσουν εκπαιδευτικές δράσεις για τους εκπαιδευτικούς.
Πηγή: dnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου