Γράφει ο Τρύφων Ούρδας
Ένα απόγευμα Κυριακής του Απρίλη που μας πέρασε, είπα να κάνω τη διαδρομή
από την Αριδαία στη Δωροθέα με τα πόδια και όχι με το αυτοκίνητο όπως είχα
συνηθίσει. Και είναι αλήθεια πως αυτό από καιρό το σχεδίαζα, μόνο και μόνο για
να γυρίσω πίσω στο παρελθόν και να θυμηθώ τότε που μαθητής Γυμνασίου, μαζί με
άλλα παιδιά από το χωριό, κάναμε αυτή την απόσταση « αβέκ ποσί» ή στην καλύτερη
περίπτωση με κανένα ποδήλατο.
Ξεκίνησα λοιπόν από το κέντρο της πόλης και πήρα το δρόμο που σε φέρνει
μπροστά στο «δασάκι». Στο κομμάτι αυτό η διαφορά από τότε είναι ολοφάνερη. Τα
μικρά πέτρινα σπίτια και τα μαγαζιά με τις κεραμιδένιες σκεπές και τις ξύλινες
πόρτες, που τις ασφάλιζαν σιδερένιες μπάρες, παραχώρησαν τη θέση τους σε νέα
ψηλά κτίρια. Τα μαγαζιά έγιναν μεγαλύτερα, με πλούσιες διακοσμημένες βιτρίνες
και πολύχρωμα φώτα, ενώ οι πολυκατοικίες υψώθηκαν τεράστιες, με μεγάλα φαρδιά
μπαλκόνια και φανταχτερές πόρτες στις εισόδους. Που και που έμεινε κάποιο
κτίσμα από εκείνη την εποχή, νάνος ανάμεσα σε γίγαντες, παρατημένο και
χορταριασμένο, έτοιμο να καταρρεύσει, στοιχειό και φάντασμα από το «κάποτε» για
να θυμίζει την πολιτιστική, ιστορική διαδρομή του τόπου και των ανθρώπων του.
Και πράγματι αυτά, τα σημερινά ερείπια που βλέπουμε, πόσα πολλά και ενδιαφέροντα
για τη εποχή τους θα μπορούσαν να μας διηγηθούν αν μιλούσαν ?
Δεύτερη έντονη ανάμνηση το «δασάκι». Θα έλεγα και η πρώτη στάση στο δρόμο
για το χωριό, τόσο για ξεκούραση όσο και για ξεδίψασμα με το νερό που πρόσφερε
μια τριπλή βρύση, μπροστά από ένα ξύλινο μικρό αναψυκτήριο, το οποίο κατασκεύασε
τότε ο Δήμος και λειτουργούσε το καλοκαίρι. Και σκεφτείτε τι όαση και δώρο Θεού
ήταν το σημείο, αν βάδιζες τους θερινούς μήνες κάτω από τον καφτό ήλιο ..!
Πόσες φορές εμείς καθόμασταν και ξεχνιόμασταν εδώ, συζητώντας για μαθήματα,
εξετάσεις και «προσωπικούς έρωτες», μέσα στην πλούσια βλάστηση, τον παχύ ίσκιο
και δίπλα στο καθαρό ποτάμι που περνάει ακόμα και σήμερα με το γάργαρο και
αστήρευτο νερό του, δίνοντας ζωή σε πολλά δένδρα και ομορφιά στο περιβάλλον ?
Ακόμα εντονότερες αναμνήσεις στην διαδρομή, η τσιμεντένια γέφυρα πάνω από
το ποτάμι που προαναφέραμε και όταν τη περάσεις το μικρό άσπρο Εκκλησάκι ο «
Άγιος Γεώργιος» Και τα δύο υπάρχουν και στις μέρες μας, κόντρα στο χρόνο που
θέλει να τα εξαφανίσει. Όμως η φθορά που υπέστησαν έχει αλλάξει τη μορφή τους.
Γι’ αυτό και αποκαλούνται «παλιά γέφυρα» , «παλιό Εκκλησάκι» . Δεν γνωρίζω την
ηλικία τους. Γνωρίζω όμως ότι η γέφυρα αυτή ήταν μοναδική τότε για να περνούσες
το ποτάμι και μάλιστα πάνω στο δημόσιο δρόμο, Σε πόσους ανθρώπους, ζωντανά,
κάρα και αυτοκίνητα δεν έβαλε την πλάτη της για να περάσουν, διευκολύνοντας
έτσι τις μετακινήσεις ? Και στο Εκκλησάκι απέναντι στη στροφή, πόσοι διαβάτες
δεν σταμάτησαν να ανάψουν το καντήλι του και να προσευχηθούν μέχρι να φθάσουν
στον προορισμό τους?
Για μας τουλάχιστον το Εκκλησάκι ήταν και ένα ορόσημο, πως με λίγο κουράγιο
ακόμα φθάνουμε στο χωριό. Και αυτό δεν το λέω τυχαία και ούτε είναι σχήμα λόγου,
αν σκεφθεί κανείς ότι τότε βάδιζες εκτεθειμένος σε δύσκολες καιρικές συνθήκες όπως
βροχή, χιόνια και κρύο. Χρειαζόσουν επομένως την υπομονή και το θάρρος. Πολλές
φορές θυμάμαι και εμείς όλα τα παιδιά
του χωριού, παρέες -παρέες που πηγαινοερχόμασταν στο Γυμνάσιο, προσευχόμασταν
και φιλούσαμε τις εικόνες του, σταματώντας και εδώ για μια ανάσα και ύστερα
μονοκοπανιά τραβούσαμε για την Δωροθέα.
Ωστόσο από εδώ το Εκκλησάκι για να φθάσεις στο χωριό, είχες δύο επιλογές: Η
μια ήταν δρόμος μέσα από τα χωράφια, απολαμβάνοντας τη φύση την άνοιξη και το
καλοκαίρι αλλά δρόμος με λάσπες και νερά και η άλλη να συνεχίσεις τον δημόσιο
δρόμο, εξασφαλίζοντας μεν αρκετό ίσκιο εξαιτίας των δέντρων που ήταν φυτεμένα
στις άκρες, όμως δε με πολύ σκόνη αν φυσούσε αέρας και λόγω των αυτοκινήτων που
έτρεχαν, αφού δεν υπήρχε η άσφαλτος. Εμείς πάντως προτιμούσαμε την πρώτη
διαδρομή, η οποία ήταν πιο ήσυχη και επειδή είχαμε την αίσθηση ότι φθάνουμε
γρηγορότερα. Σήμερα βέβαια και οι δύο δρόμοι έχουν ασφαλτόστρωση, ενώ πάνω σ’
αυτούς κτίσθηκαν ωραιότατες μονοκατοικίες και φυτεύτηκαν οπωροφόρα δέντρα, με
αποτέλεσμα να έχεις την αίσθηση περισσότερο ότι βολτάρεις παρά ότι είσαι
οδοιπόρος. Τι να κάνουμε « πάντα ρει, πάντα χωρεί και ουδέν μένει» έλεγε
κάποιος αρχαίος φιλόσοφος …
Μια άλλη ανάμνηση στη διαδρομή από το δημόσιο δρόμο, ήταν και το φυλάκιο με
τους φαντάρους, «το στέκ» που λέγαμε, στην διακλάδωση των δρόμων προς τη
Σωσάνδρα –Προμάχους και Δωροθέα- Γαρέφι. Μια εμπειρία, που όλοι στην ηλικία μου
αλλά και μεγαλύτεροι θυμούνται, από τον «έλεγχο» που γίνονταν σε όσους πήγαιναν
και έρχονταν στην Αριδαία. Όμως εμείς οι μαθητές με τα παιδιά αυτά τους
φαντάρους, κανένα πρόβλημα ελέγχου δεν είχαμε, αφού με τις δύο τρεις φορές που
περάσαμε γίναμε φίλοι. Έτσι κάθε φορά που μας έβλεπαν το διασκεδάζαμε τόσο
εμείς όσο και αυτοί, επειδή συνεχώς μας έκαναν πλάκες ανοίγοντας τις τσάντες
μας για να δουν τι κουβαλάμε και προπαντώς τι βαθμούς πήραμε στα μαθήματα. Μάλιστα ένας από αυτούς,
για να ικανοποιήσει τη περιέργεια μας στα πολεμικά όπλα, μας έδωσε για λίγο,
ενώ φιλούσε σκοπιά να κρατήσουμε το δικό του το όπλο, που αν θυμάμαι καλά ήταν
ένα « ενφίλτ» ή «τόμσον». Και ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε από κοντά και
πιάναμε τέτοιο όπλο! Ως εκ τούτου το γεγονός αυτό εγώ δεν το ξέχασα. Ούτε
βέβαια ξέχασα και τον φαντάρο, που καταγόταν από την Άψαλο και ονομαζόταν Κυριάκος, με τον οποίο από τότε είμαστε φίλοι
και τρέφουμε αμοιβαία εκτίμηση ο ένας για τον άλλον.
Πολύ κοντά στο «στέκ», στα αριστερά του δρόμου για το χωριό, ήταν και η
περιοχή που πολύ πιο παλιά κατασκευάζονταν τούβλα και κεραμίδια. Γι’ αυτό
άλλωστε έχει επικρατήσει μέχρι σήμερα να ονομάζεται «κεραμιδαριό» . Ακόμα και
τώρα, μέσα σε βουνά από χορτάρια και αγκαθιές, υπάρχουν κομματιασμένα τούβλα,
απομεινάρια εκείνων των χρόνων μαζί με τα σπιτάκια που στέγαζαν τις μηχανές,
θλιβερά και αυτά απολιθώματα μιας δύσκολης εποχής που ο εργάτης δούλευε σκληρά
από την Ανατολή ως τη Δύση για πέντε –δέκα δραχμές και όλα γίνονταν με τα χέρια
και άφθονο ιδρώτα. Αλήθεια πόσοι άνθρωποι δούλεψαν εδώ, άλλοι από το χωριό μας
και άλλοι από την Αριδαία, ζυμώνοντας τη λάσπη για να φτιαχτούν πολυκατοικίες
και σπίτια? Κάποιες παλιές φωτογραφίες που έχω και τραβήχτηκαν τότε, την ώρα
που εργάζονταν, τα μαρτυρούν όλα. Βουτηγμένοι στο νερό και την λάσπη, με ψάθινα
καπέλα στο κεφάλι οι άνδρες και άσπρα τσεμπέρια οι γυναίκες, φαίνονται άλλοι να
εργάζονται στη μηχανή και άλλοι να κουβαλούν λάσπη με τα καρότσια, δουλειές που
σήμερα με την υπάρχουσα τεχνολογία, γίνονται ξεκούραστα πατώντας ένα κουμπί.
Και αν δεν πιστεύετε, ζωντανοί αυτόπτες μάρτυρες γι’ αυτό είναι οι γονείς μου
και άλλοι χωριανοί που δούλεψαν εκεί.
Και μετά από το «κεραμιδαριό» το ισιάδι για το χωριό. Ένας δρόμος γεμάτος τότε
με λεύκες, στα δεξιά και αριστερά του αλλά και γεμάτος επίσης με χαλίκια,
πέτρες και λακκούβες όλο νερά όταν έπιανε βροχή, καθώς και με μπόλικη σκόνη
στην περίοδο της ξηρασίας. Όμως εκείνο που θυμάμαι περισσότερο στο κομμάτι αυτό,
ήταν το κρύο που ένιωθα να με τρυπά τον χειμώνα όταν φύσαγε ο αέρας. Ντυμένος
με ένα μακρύ πλατό, το οποίο αν θυμάμαι καλά μου αγόρασε η γιαγιά μου, κάλυπτα
με τους γιακάδες του τα αυτιά και την μύτη που κοκκίνιζαν και βάδιζα κόντρα
στον δυνατό αέρα που σφύριζε, έτοιμος να με σηκώσει ψηλά και να με επιστρέψει
στην Αριδαία. Τέτοιες βέβαια δυσκολίες στο δρόμο, αντιμετώπιζαν και τα άλλα
παιδιά, συμμαθητές μου και χωριανοί, δεδομένου ότι εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε
η πληθώρα των ιδιωτικών αυτοκινήτων που υπάρχει σήμερα, ούτε και δημόσια
συγκοινωνία. Θα μου πείτε υπήρχαν κάποια ταξί, σας λέω όμως ότι δεν υπήρχαν τα
χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες καθημερινά.
Και φθάναμε στην «Ιθάκη» Ο καθένας στο σπίτι του, εκεί που θα ζεσταίνονταν
τον χειμώνα και θα δροσίζονταν το καλοκαίρι. Και εδώ αφού ξεκουράζονταν και
μελετούσε τα μαθήματα του, την άλλη μέρα έπαιρνε πάλι τον δρόμο για το Γυμνάσιο
στην Αριδαία- επιστροφή στο σπίτι με νέες περιπέτειες και άντε πάλι από την
αρχή.
Αλλά στο σημείο αυτό, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω την εξέλιξη της
κατάστασης στις τελευταίες τάξεις, που ήταν το ποδήλατο. Η απόκτηση του ήταν
όνειρο του καθενός μας, όχι βέβαια μόνο για τις σπουδές μας αλλά και για την
προσωπική μας επίδειξη και βόλτα. Έβλεπες έτσι ποδήλατα, με γυαλιστερές ζάντες,
φωσφορίζοντα πετάλια, στολισμένα με σημαιούλες που κρέμονταν δεξιά και αριστερά
στην μπροστινή ρόδα, καθαρά και περιποιημένα, πανέμορφα σαν νύφες να καμαρώνουν
μαζί με τους οδηγούς τους. Μεγάλο μεράκι και αγάπη γι’ αυτά τα μεταφορικά μέσα
τα οποία σε έκαναν να αισθάνεσαι σαν να οδηγείς σήμερα μια «φεράρι» . Βρίσκαμε
λοιπόν ένα χώρο στην αυλή του Γυμνασίου και τα σταθμεύαμε όλα, μαζί βέβαια με
τα ποδήλατα που είχαν άλλοι συμμαθητές μας από τα διπλανά χωριά και την Αριδαία, ενώ σε κάθε διάλειμμα πηγαίναμε και
τα βλέπαμε, εξαιρώντας τις επιδόσεις και τα προτερήματα τους, ώσπου κάποια μέρα
ο Γυμνασιάρχης, επειδή κινδύνευε το Γυμνάσιο να μετατραπεί σε ποδηλατούπολη,
απαγόρευσε να τα φέρνουμε στην αυλή. Έκτοτε, όσοι από το χωριό πηγαίναμε στο
Γυμνάσιο με τα ποδήλατα, τα αφήναμε στο σπίτι κάποιας θείας μου, στην είσοδο
της πόλης, για ασφάλεια μήπως μας τα κλέψουνε.
Είχα φθάσει στο χωριό και δεν το κατάλαβα. Σε όλη τη διαδρομή οι αναμνήσεις
πετάγονταν ξαφνικά, η μια μετά την άλλη μπροστά μου, όπως οι σπίθες στο
ακόνισμα μαχαιριού, αλλάζοντας κάθε τόσο το σκηνικό σαν να έβλεπα
κινηματογραφική ταινία. Βαδίζοντας ζούσα σ’ ένα λήθαργο παλιών εικόνων και
γεγονότων, από τον οποίο ξυπνούσα μόνο για λίγο, όταν με χαιρετούσε κάποιος γνωστός
μου, κορνάροντας με το αυτοκίνητο.
Είχε τελειώσει η διαδρομή. Ήταν μια σημερινή διαδρομή ανάμεσα στις «χίλιες»
του παρελθόντος …
-Καλά, με ρώτησε απορημένη η μητέρα μου, όταν με είδε στο σπίτι. Πως ήρθες
? πού είναι το αυτοκίνητο ?
Δεν της απάντησα, μόνο σκέφθηκα «Βρε πως αλλάζουν οι καιροί …!
12/10/2012
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου