Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

«Το μπουνάρι»


Γράφει ο Τρύφων Ούρδας



Εκείνο το πρωί του καλοκαιριού, θα ξεκινούσαμε με τους γονείς μου να πάμε στην «Καπίνια» μια αγροτική περιοχή αρκετά μακριά από το χωριό, στην οποία είχαμε χωράφι φυτεμένο με καλαμπόκι. Πηγαίναμε εκεί να ξεριζώσουμε τα χόρτα που έπνιγαν τα φυτά αλλά και να τα τσαπίσουμε προκειμένου να αναπτυχθούν καλλίτερα.
Ο πατέρας έζεψε το άλογο στη «σούστα». Πέρασε πάνω του όλα τα «χαμούτια» και αφού πήραμε τις τσάπες και όλα τα άλλα σύνεργα, φορτωθήκαμε για το χωράφι. Ευχάριστη διαδρομή! Περνώντας μέσα από αγροτικούς δρόμους, ποτάμια και μια γέφυρα, φθάσαμε επιτέλους στο χωράφι και η μάνα μου άρχισε πρώτη τη δουλειά. Την ακολούθησε ο πατέρας μου και πιο πίσω, τελευταίος εγώ που κάθε τόσο για να τελειώσω τη σειρά στο τσάπισμα και το βοτάνισμα, χρειαζόμουνα τη βοήθεια και των δύο γονέων μου. Δύσκολη η αγροτική εργασία όπως και να το κάνουμε.! Σωματική κούραση και περισσότερο είσαι εκτεθειμένος στην ύπαιθρο παλεύοντας με τις καιρικές συνθήκες. Όπως τώρα, παλεύαμε με το λιοπύρι που όλο και δυνάμωνε όσο πλησίαζε το μεσημέρι. Πόση δροσιά θα μπορούσαν να σου προσφέρουν σε τέτοιες στιγμές που «βράζει ο τόπος», ένα ψάθινο καπέλο στο κεφάλι και τα ανοιχτόχρωμα ρούχα στο σώμα;
Θα κόντευε η ώρα για το μεσημεριανό φαγητό, όταν πήγαμε και κάτσαμε κάτω από μια γκορτζιά για να ξεκουραστούμε. Εκεί κατεβάζοντας με τον «μαστραπά» αρκετό νερό για να ξεδιψάσουμε, διαπιστώσαμε ότι το νερό στο παγούρι έφθασε στο τέλος. Με κάποια δόση χιούμορ ο πατέρας μου το γύρισε προς τα κάτω. Έπεφταν και οι τελευταίες του σταγόνες. Ύστερα πάλι με ένα χαμόγελο στα χείλη μού το έδωσε, προκειμένου να πάω και να το γεμίσω από μια πηγή εκεί κοντά «το μπουνάρι» όπως το λέγανε. Η πηγή αυτή βέβαια ήταν γνωστή σε μένα όπως επίσης ήταν γνωστή και σε όλο το χωριό. Δέχτηκα να πάω, μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση, μια και είχα αρχίσει να βαριέμαι στο χωράφι, πάνω κάτω στο «ίδιο» σημείο να κάνω την «ίδια» δουλειά.
Πήρα λοιπόν το παγούρι και σχεδόν τρέχοντας, τράβηξα για την πηγή. Καθώς πήγαινα, έβλεπα δεξιά και αριστερά και τα χωράφια των άλλων συγχωριανών μας. Άλλα από αυτά τα είχαν φυτεμένα, όπως το δικό μας με καλαμπόκι, άλλα με λαχανικά και άλλα ήταν σπαρμένα με τριφύλλι. Πολλοί μάλιστα από τους ιδιοκτήτες τους, που ήταν παρόντες και τα καλλιεργούσαν, έπιαναν κουβέντα μαζί μου, ζητώντας να τους πω, πως βρέθηκα εκεί και που πάω. Σε όλους έλεγα τα ίδια πράγματα. Το ίδιο μοτίβο και με όσους χωριανούς συναντούσα στο δρόμο, είτε αυτοί πήγαιναν με το κάρο, είτε με τα γαϊδουράκια, είτε με τα πόδια. Όλοι, βλέποντας ένα παιδάκι να βαδίζει μόνο του σε μια αγροτική περιοχή και το οποίο βέβαια γνώριζαν, καλοπροαίρετα κάτι είχαν να το ρωτήσουν, ακόμα και να αστειευτούν μαζί του. Δεν ξέρω, σήμερα που έρχονται στη μνήμη μου αυτές οι εικόνες με κάνουν να σκέφτομαι, πόσο «κοντά» ήταν τότε μεταξύ τους οι άνθρωποι και πόσο ειλικρινά έλεγαν το «καλημέρα» ή το «γεια», χωρίς να χρειάζεται όπως τώρα να «δίνουν τα χέρια» και να «αγκαλιάζονται», ωστόσο όμως στη ψυχή και στην καρδιά ο ένας να είναι μακριά από τον άλλον..!
Με τα πολλά έφθασα κοντά στην πηγή. Λίγα μέτρα ακόμα και θα την έβλεπα. Εδώ, ο αγροτικός δρόμος σταμάταγε και για να φθάσω σε αυτή έπρεπε ακόμα να πάρω ένα μικρό μονοπάτι, δίπλα στα σύνορα ενός χωραφιού. Ύστερα, να χωθώ μέσα στα δένδρα που την έκρυβαν.
Πραγματικά, πολύ γρήγορα βρέθηκα μέσα στην πυκνή βλάστηση αυτών των δένδρων με τις καταπράσινες φυλλωσιές. Μπαίνοντας αμέσως αισθάνθηκα τη δροσιά του χώρου. Προχώρησα ακόμα περισσότερο. Και να, μπροστά μου ήταν το μπουνάρι! Το κυκλικό σχήμα του τόνιζαν ιδιαίτερα οι άσπρες και μαύρες πέτρες που ήταν χτισμένες η μία πάνω στην άλλη, γύρω από τα τοιχώματα της λιμνούλας που σχημάτιζε το νερό του καθώς ανάβλυζε από τη γη. Νερό παγωμένο και πεντακάθαρο. Σκύβοντας μέσα του έβλεπες σαν καθρέφτης το πρόσωπό σου. Και το νερό αυτό που έβγαινε άφθονο από τη γη, κυλούσε με ένα γλυκό θόρυβο σε ένα βαθύ αυλάκι σκεπασμένο με αγκαθιές. Με το νερό αυτό πολλοί χωριανοί πότιζαν τα χωράφια τους.
Όσο περνούσε η ώρα μέσα σε αυτό το δασύλλιο με την πηγή άρχισα να ανατριχιάζω. Η δροσιά που ένιωσα στην αρχή, μετατράπηκε σε κρύο. Πού πήγε σκέφθηκα εκείνη η «λάβα» που με έκαιγε πριν από λίγο; Πώς ξαφνικά σταμάτησε ο ιδρώτας να τρέχει στο μέτωπό μου; Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα προς τα πάνω ψάχνοντας να δω το φως του ήλιου. Αδύνατον! Οι ακτίνες του δεν μπορούσαν να τρυπώσουν μέσα από τα φύλλα και τα χλωρά κλαδιά. Όλα περιπλέκονταν τόσο πολύ μεταξύ τους που έκαναν τον χώρο εκεί μέσα, όχι μόνο όπως είπα πολύ δροσερό αλλά και σκιερό. Μου θύμιζε μία όαση μέσα στην έρημο. Όαση για κάθε ζωντανό οργανισμό που καίγεται μέσα στο κατακαλόκαιρο, ιδιαίτερα για τα πουλιά, που διάλεξαν εδώ να κάνουν τις φωλιές τους, φίλοι και συγκάτοικοι του δώρου αυτού της φύσης στη περιοχή. Ήμουνα μπροστά στο «μπουνάρι» και ετοιμαζόμουνα να πιω και να γεμίσω το παγούρι με κρύο - μπουζάτο νερό. Άραγε, πόσοι πριν από εμένα ξεδίψασαν από αυτό..!
Για το μπουνάρι, μοναδική και αστείρευτη πηγή νερού στον τόπο, κανένας στο χωριό δεν γνώριζε πολλά πράγματα. Ήξεραν μόνο, πως κάποτε εδώ στα βυζαντινά χρόνια, υπήρχε ελληνικός οικισμός και ότι όταν αυτός καταστράφηκε, έμεινε το μπουνάρι για να τον θυμίζει. Η ιστορία του δηλαδή χάνεται πίσω στα βάθη των αιώνων και βέβαια αυτή θυμίζει και την ηλικία του. Τίποτα περισσότερο δεν ήταν γνωστό για το μπουνάρι. Ωστόσο όμως και ο θρύλος δεν το άφησε ανέγγιχτο. Το έζωσε με τη θλιβερή περιπέτεια μιας νεαρής και πολύ όμορφης κοπέλας ελληνικής καταγωγής, που σφάχθηκε εκεί μπροστά του γιατί δεν ενέδωσε στον έρωτα αλλοεθνών της. Η πανέμορφη, αυτή όπως τη θέλει ο θρύλος  χριστιανή κοπέλα, είχε δώσει πιο μπροστά την καρδιά της σε ένα ελληνόπουλο και δεν μπορούσε να την πάρει πίσω, όσα πλούτη και δόξες της έταζαν οι επίδοξοι εραστές της. Το όνομά της ήταν Θοδώρα. Γι’ αυτό και πολλοί λέγανε, ότι πάνε να πάρουνε νερό από της «Θοδώρας», εννοώντας το μπουνάρι ή την πηγή όπως θέλετε πέστε το. Άλλοι πάλι λέγανε «το κρύο το νερό» ή «το κρύο το μπουνάρι». Όπως και να το λέγανε όμως το όνομα «Θοδώρα» συγκινούσε περισσότερο. Γιατί η Θοδώρα έδειξε ότι είχε μεγάλη ψυχή! Θυσιάστηκε για την τιμή της, αφήνοντας πίσω πολλή μεγάλη παρακαταθήκη. Μέσα στο κατακαλόκαιρο να πίνουν νερό στο όνομά της και να ξεδιψούν οι άνθρωποι, κάτοικοι του χωριού μας. Νερό ζωντανό, φυσικό νερό, βγαλμένο μέσα από την καρδιά της γης για να το πίνουν και να ευχαριστιούνται και όλοι οι άλλοι άνθρωποι που θα περνούσαν από εκεί διψασμένοι.
Και είναι αλήθεια. Πόσες και πόσες γενιές ανθρώπων δεν πέρασαν από εδώ να πιουν και να πάρουν το ευλογημένο νεράκι; Πόσες ψυχές καμένες από τη δίψα, δουλεύοντας τα χωράφια, δεν ήπιαν από αυτό το νερό; Και πόσα χέρια δεν άφησαν για λίγο τη σκληρή δουλειά τους για να έρθουνε εδώ να πλυθούν και ύστερα να πάρουνε με τις χούφτες το νερό για να βρέξουν και να ξαναζωντανέψουν ξεροκαμμένα πρόσωπα και χείλη; Κανείς δεν το ξέρει. Το ξέρει μόνο αυτό, το μπουνάρι «της Θοδώρας». Αν μίλαγε, θα μας έλεγε για ανθρώπους χαρούμενους, λυπημένους, ανθρώπους κουρασμένους και ιδρωμένους, ανθρώπους βιαστικούς που όμως εδώ έβγαλαν για λίγο την τραγιάσκα τους και την ταμπακιέρα με τον καπνό για να στρίψουν και να ανάψουν ένα τσιγάρο, καθισμένοι «σαν βασιλιάδες» στις πέτρες του! Και ποιος ξέρει πόσα «ευχαριστώ» δεν άκουσε να του λένε, φωναχτά ή από μέσα τους οι «ευεργετούμενοι», όταν πίνοντας το νεράκι του και αφήνοντας ύστερα την παρέα του, αισθάνονταν να παίρνουν ζωή, έτοιμοι πάλι με νέα δύναμη και διάθεση να σκάψουν και να δουλέψουν τη γη, κάτω από του ήλιου το μαρτύριο, προκειμένου να ζήσουν τη φαμίλια τους!
Γέμισα το παγούρι και χωρίς να το θέλω κάθησα και εγώ στις πέτρες του και στο υγρό χώμα για να σκεφθώ και να απολαύσω τις χάρες του. Έβαλα τα χέρια μου στο αυλάκι με το τρεχούμενο νερό και τα κράτησα εκεί για αρκετή ώρα. Τα έβγαλα μπουζιασμένα. Τι σου είναι όμως η φύση..! Το υπόλοιπο σώμα και η ψυχή μου ήταν ζεστά. Γιατί το μπουνάρι ήξερε να κρατάει τους φίλους του. Ποτέ να μην παγώνει τις αισθήσεις και τα συναισθήματα που τρέφουν γι’ αυτό οι άνθρωποι, όταν έρχονται να πάρουν το νερό του. Θέλει πάντα μέσα στο μυαλό τους να το έχουν σαν μια ζεστή ευχάριστη ανάμνηση και όταν μιλάνε για την «αφεντιά» του να λένε πως υπάρχει «ανά τους αιώνες» στην περιοχή, ζει και βασιλεύει εκεί, για να δίνει και μόνο να δίνει το νερό του, βγαλμένο από τη μάνα γη, αθάνατο νερό..!
Επιτέλους, πήρα την απόφαση να φύγω και να αφήσω τον παραδεισένιο αυτόν τόπο στην περιοχή και στις σκέψεις μου. Πίνοντας ξανά λίγο νερό μέσα από τις δασιές φυλλωσιές και τις αγκαθιές, βγήκα στο δρόμο. Έπρεπε το συντομότερο να επιστρέψω στους γονείς μου που περίμεναν το νερό για να φάμε. Καθώς έφευγα, γύρισα και κοίταξα πίσω μου το μπουνάρι. Το «άκουσα» να μου φωνάζει. «Ε! φίλε!» να μου λέει, «όπου και αν πας, όπου και αν είσαι μη με ξεχάσεις..! Εγώ θα είμαι πάντα εδώ..!» Χαμογέλασα και από μέσα μου έδωσα την υπόσχεση να το θυμάμαι. Και την κράτησα. Δεν το ξέχασα!
Πριν λίγες μέρες, μετά από πολύ καιρό, βρέθηκα πάλι στην περιοχή και γεμάτος επιθυμία να το δω, πήγα κοντά του. Δεν το γνώρισα. Τα άπονα χέρια των ανθρώπων το κατέστρεψαν. Πάει η ζωντάνια του, πάει η δροσιά του πάει η ομορφιά του! Έτσι καταστρέφουμε εμείς τις πολιτιστικές μας κληρονομιές. Τους θρύλους και τις παραδόσεις μας… Κρίμα!
Έφυγα λυπημένος, χωρίς να γυρίσω πίσω μου να δω όπως έκανα τότε. Αλλά και το μπουνάρι αυτή τη φορά δεν αισθάνθηκα να μου φωνάξει από μακρυά. Τα έλεγε όλα με τη σιωπή του…!
                28-10-2014
ΟΥΡΔΑΣ ΤΡΥΦΩΝ

1 σχόλιο:

  1. ΑΓΑΠΗΤΕ ΦΙΛΕ ΤΡΥΦΩΝ ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΗ ΑΚΟΜΑ Η ΠΗΓΗ ΚΑΙ ΕΧΗ ΝΕΡΟ ΤΟ ΜΠΟΥΝΑΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΠΡΕΠΗ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΞΑΝΑΦΤΙΑΞΟΥΜΕ ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΜΗΝΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

(3)