Ο σύλλογος διδασκόντων του Γενικού Λυκείου Εξαπλατάνου
«Μενέλαος Λουντέμης» εκφράζει τα θερμά του συγχαρητήρια στον περσινό απόφοιτο
του σχολείου Πέτρο Εσιπέκογλου, που κέρδισε το πρώτο βραβείο και τη μαθήτρια
της Β΄ τάξης Κυριακή Παπαδοπούλου, η οποία μοιράστηκε μαζί του το 2ο βραβείο
στο μαθητικό διαγωνισμό ποίησης του συλλόγου φίλων βιβλίου νομού Πέλλας
. Τα
παιδιά βραβεύτηκαν σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 30 Νοεμβρίου στα
Γιαννιτσά. Οι φωτογραφίες της εκδήλωσης είναι διαθέσιμες στο επίσημο blog του
συλλόγου (http://sfvpellas.blogspot.gr/).
Οι εκπαιδευτικοί του σχολείου μας νιώθουν ιδιαίτερα
υπερήφανοι καθώς μέσα από την ενθάρρυνση που παρέχουν στους μαθητές για τη
δραστηριοποίηση και την ενεργητική τους εμπλοκή σε ποικίλες δράσεις, αναδύονται
προσωπικότητες με θέληση, επιμονή και ταλέντο.
Παρακάτω παραθέτουμε τα βραβευθέντα ποιήματα των μαθητών:
1ο Βραβείο: Φοίνικας – Πέτρος Εσιπέκογλου
Στα τρία τέταρτα της σιωπής μου νοσταλγώ τον ένα μου θεό
την ελπίδα από το παραθύρι μου κοιτώ να τρέχει σε σοκάκια
σκοτεινά
Που πας αγάπη μου μικρή; της ζωής μου πεταλούδα;
Το μάτι ψάχνει να σε βρει και η ανάσα παγιδεύεται στο τζάμι
Της ψυχής μου το γυαλί ποτίζεται κόκκινο στο αίμα
από τις κομμένες φλέβες μου εγκολπώνομαι το θάνατο
Ποιος ελπίδα μου μικρή σε κυνηγά στην άβυσσο;
Και τί είναι αυτοί οι κρότοι οι τρομεροί που με γδέρνουν για
να υπακούσω;
Σε μια γραμμή και δυο νούμερα χάραξαν τη ζωή μου
και είναι άθλια η φυλακή της σκέψης φρούριο απόρθητο
τη χτίσαν λαβύρινθο βρωμερό να κρύψουν τα κόκκαλά μου
ταύρος έγινε θαρρώ μια τρελή ιδέα σιωπή να επιβάλλει
Σε χρειάζομαι ελπίδα καιομένη να λαμπαδιάσεις τον κόσμο όλο
κράτα απ' την άκρη κλωστή ζωής και χάιδευσε τα βήματά μου
Μη νομίσεις πως μονάχος μου μπορώ και λέω στον ήλιο καλημέρα
τους κρότους που στοχεύουν στην ψυχή μου
και το πεινασμένο μου στόμα με απειλές το δένουν
παρακαλώ μη τους φοβάσαι αλλά στα σκοτεινά σοκάκια σκότωσε
τους
κέρινη ανατολή ο κόσμος να μυρίσει και ας πλαγιάσει ο αίολος
στα σεντόνια
σα τα απλώνω για τη νίκη μας λευκά όνειρα που βλέπουν οι
διαβάτες
και εκεί στη ποσειδώνια ταραχή της να ακουστεί η αγία
οικουμένη
μια χορδή να γίνει και η φωνή μου στην άρπα π' αριθμεί το
αύριο
Μη νοσταλγείς ν' αγιάσεις το νερό μου που ξεδιψά τις αμαρτωλές
μου φλέβες
πλέξε ροδοπέταλα και βασιλικό να ντύσεις το φτωχικό και
πονεμένο κορμί μου
Αφού αποκαλύφθηκε το Θηρίο η ντροπή του μόνο περιμένει
Ποιός θα είναι αυτός που θα κόψει τη σιωπή μου;
Ελπίδα μου ανθισμένη, μούγκρισε ο θάνατος
Σα σε είδε έτσι λουλουδιασμένη στρατός αγγέλων στη φύση
φάνηκε
Σαν βροχή που σε τρέφει τραγουδολούλουδο
κυλάει το βραστό μου αίμα
Το τζάμι που με περιγεύεται σπάσε και ελευθέρωσε την ανάσα
μου
και εκείνο το ψεύτικο μάτι που τάχα σε ψάχνει ιάτρεψε
Γλυκύτατη ελπίδα, δε φοβάμαι το Κακό που κάποιοι στα σωθικά
μου σπείραν
από τούτους είναι οι κρότοι, από τούτους είναι η άβυσσος
Μια χούφτα που με καρυδώνει και με πετά να με βοσκίσουνε τ'
αγρίμια
Για αυτούς ελπίδα αύριο δε ξημερώνει αλλά απόψε το τέλος έρχεται
Και θα μασήσουμε πάλι χιόνι, θα δροσιστεί η θάλασσα από τα
κορμιά μας
Τα δέντρα περήφανοι προγόνοι θα φυλλώσουν αρχαία τραγωδία
Ο κισσός για να ντύσει τα καμένα του σήμερα
Και ο ήλιος θα δει, ελπίδα, έναν κόσμο να ανατέλλει φοίνικα.
2ο Βραβείο: Το Δέντρο Της Ελευθερίας Πέτρος Εσιπέκογλου
Δάκρυα, πόνος, αίμα∙ ο σπόρος της ύπαρξής σου
Υπομονή, προσευχή, ελπίδα∙ ο σπόρος σου φυτρώνει
Θυσίες ανδρών, γυναικών και παιδιών∙ ελπίδες παλαιών και
νέων, βορά για τη ζωή σου
Μεγαλώνεις…
Σε είπαν εστία, ιερό∙ σε είπαν Πατρίδα και μάνα
Σου δώσανε ήλιο, χώμα και νερό∙ άλλοι σε ψάξανε σε γη και
ουρανό
Από τα δέντρα του δάσους τα γειτονικά, εσύ πιο αργά
ψηλώνεις.
Τα αντιμάχεσαι για μια ηλιαχτίδα και ξανά, για μια παραπάνω
σταγόνα.
Σε τρέφει του ανθρώπου καρδιά∙ σε στολίζει ο νους του∙ σου
δίνει φύλλα ερωτικά, κλωνάρια ευτυχίας
Στέκεσαι και μακροημερεύεις∙ στου ανθρώπου τη λογική τη
μοίρα σου γυρεύεις
Εκείνος ακούει τη Σιωπή που σε φοβίζει και τρέμεις∙ ευθύς
σχηματίζει φωλιά για το πουλί
Που έρχεται και σου χαρίζει φωνή∙ αηδόνι στο κορμί σου∙
ευλογεί και ευφραίνει τη ψυχή σου
Τούτη τη μοναδική τρυφή σου, κάποιος την είπε Δημοκρατία και
μάτωσαν τα χείλη του.
Κάπως έτσι σε θωρώ, Δέντρο-Πεπρωμένο∙ όπως μου λένε στα
κρυφά εκείνοι που σε είδαν
Μα σαν απομακρύνομαι σε μια γωνιά, απορρίπτοντας του κόσμου
την οχλοβοή
σε φέρνω στο νου συνειρμικά, δέντρο φιλάσθενο και
απομονωμένο
στη ρίζα σου δεν έχεις πια χτύπους καρδιάς ανθρώπινους
μα κάτι μακρόστενα χωνιά μέχρι τα έγκατα της γης φτασμένα,
που ψάχνουν να εξορύξουν για εσένα τροφή∙ να την
πολλαπλασιάσουν
Και εσύ γεύεσαι νέου ανθρώπου λογική που τα χρυσά φύλλα σου
αφαιρεί και σε καίει
Σε βλέπω να στέκεσαι εκεί φλεγόμενο∙ την πλάση να
δηλητηριάζεις
Αναθυμιάσεις∙ ανθρώπων έργα σάπια και αντιλήψεις σάπιες
Και τη φωλιά και το πουλί, κάποιος τώρα με λόγια φυλακίζει
και δε λαλεί μήτε υμνεί
μονάχα κράζει
Καίγονται τα κλωνάρια σου∙ καίγεται η ψυχή μου∙ δε σε
θεωρούν πια ιερό, σε εσένα δε πιστεύουν
Το νέο τους θεό, στην τσέπη τους γυρεύουν
Απελπίζομαι να σε κοιτώ και το νου παγώνω
ντρέπομαι την αλήθεια να σου πώ∙ και εγώ πληρώνω
Με μια ελπίδα σε νοσταλγώ και για εκείνη ας πεθάνω∙ πάντοτε
στον κόσμο να κρατάς συντροφιά να μας δίνεις πνεύμα οξυγόνο
Αγάπη ας είναι ο καρπός σου, γιατί Αγάπη είναι ο λόγος της
ύπαρξης σου.
2ο Βραβείο: Αδράνεια- Κική Παπαδοπούλου
Η ζωή πλέον άλλαξε. Δε ζούμε.
Επιβιώνουμε μονάχα για να υπάρχουμε.
Τα όνειρά μας χάνονται, πετούν να πάνε σε μέρη καλοκαιρινά.
Οι δρόμοι τερματίζουν και οι γέφυρες ματώνουν.
Ο αέρας φυσά την ψύχη και την κλειδώνει στα
μπουντρούμια του σώματός μας.
Η ζωή που δημιουργήσαμε πνίγει την ελπίδα με τα ίδια της τα
χέρια.
Το σκότος μας αγκαλιάζει από τη μέση και κόβεται η ανάσα.
Στεκόμαστε κάτω από την καταιγίδα με κλειστά τα μάτια κι η
βροχή κυλά στο πρόσωπό μας.
Εδώ είμαστε.
Περιμένουμε -ίσως- το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου