Γράφει ο Τρύφων Ούρδας
Εκείνο το βράδυ με την κακοκαιρία στο χωριό, δεν άκουσε τον
μικρότερο αδερφό του να επιστρέφει στο σπίτι του. Όσο κι αν τον περίμενε με τα
τσιγάρα στο πακέτο να τελειώνουν και την ξυλόσομπα στο σαλόνι να σβήνει, δεν
τον αφουγκράστηκε, όπως έκανε πάντα, ν’ ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της σκάλας,
ούτε και να μπαίνει στο σπίτι κλείνοντας πίσω δυνατά την εξώπορτα, μ’ εκείνο το
χαρακτηριστικό «βήξιμο», που τέλος πάντων του έδινε έστω και αυθαίρετα, τη
σιγουριά, ότι ο αδερφός του απόψε πάλι, γύρισε στην οικογένειά του.
Και είναι αλήθεια. Χρόνια τώρα συνήθισε σ’ αυτήν την
τακτική. Πρώτα ν’ ακούει τον αδερφό του να έρχεται και ύστερα να πέφτει για
ύπνο. Ήταν μια συνήθεια, που δεν μπορούσε να εξηγήσει, ούτε και ο ίδιος στον
εαυτό του, όσο και αν το πάλευε μέσα του. Και όσο δεν εύρισκε απάντηση, τόσο
αυτή ρίζωνε και φούντωνε στα σωθικά του. Μάταια κάποιες φορές, απορημένος μ’
αυτή του την συμπεριφορά, προσπάθησε να την αλλάξει. Άδικος κόπος. Ήταν
αδύνατον να πέσει στο κρεβάτι και να τον πάρει ο ύπνος, χωρίς ν’ ακούσει εκείνο
το «βήξιμο» της επιστροφής.
Έτσι λοιπόν όλες τις φορές, μη μπορώντας να κάνει
διαφορετικά, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, άφηνε τα στρώματα και δίπλα στο
μισοσκότεινο παράθυρο τον περίμενε, ίσως και με αγωνία πολλές φορές όταν
αργούσε, όπως ακριβώς περιμένει η μάνα το παιδάκι της να επιστρέψει το σούρουπο
απ’ το παιχνίδι. Αλλά όμως τώρα ο αδερφός του δεν ήταν παιδάκι! Βέβαια «μικρό»
τον έλεγε η μάνα του τότε, όταν ζούσε. Και όπως ήταν αδύνατος και καχεκτικός,
πάντα συμβούλευε αυτόν και τ’ αδέρφια του σαν μεγαλύτεροι, να τον προσέχουν.
Τώρα όμως που ο αδερφός του έγινε ολόκληρος άντρας! Ύστερα ήταν και το άλλο,
που χωρίς να το θέλει, βάραινε την ψυχή του. Αυτός ο μικρότερος αδερφός, φάνηκε
αχάριστος και άπληστος. Κατάφερε να κληρονομήσει το μεγαλύτερο μέρος της
οικογενειακής τους περιουσίας και να το κατασπαταλήσει με την γυναίκα του στην
καλή ζωή. Μέχρι και το πατρικό τους, ζήτησε να το βγάλει «στο σφυρί» ο
αφιλότιμος..! Ευτυχώς όμως, που την τελευταία στιγμή τον πρόλαβαν και έτσι τώρα
μένουν μαζί σ’ αυτό, στην ίδια στέγη, όμως με ένα ντουβάρι στη μέση, που το
‘χτισαν για να μην «βλέπονται» και για να θυμούνται τον αδερφικό καβγά. Τα άλλα
τ’ αδέρφια, με τη φαγωμάρα που τους βάρεσε, αγόρασαν οικόπεδα και έχτισαν αλλού
τα σπίτια τους πάλι μέσα στο χωριό, και είναι όλοι τους καλοί νοικοκυραίοι. Τι
τα θες όμως..! Η παλιά οικογένεια, όλο γέλιο και χαρά, έγινε τώρα χίλια
κομμάτια. Βλέπεις ακόμα και οι γυναίκες που παντρεύτηκαν και μπήκαν σ’ αυτή,
ακόμα κι αυτές δεν τη σεβάστηκαν. Με τον τρόπο της η κάθε μια, άναψε τον
εγωισμό του άντρα της και έβαλε τον ένα αδερφό, να πυροβολήσει κατάστηθα τον
άλλον, είτε με λόγια, είτε με πράξεις και έτσι να γίνουν εχθροί μεταξύ τους.
Λες και δεν γεννήθηκαν αδέρφια από το Θεό και δεν μεγάλωσαν μαζί, στο παλιό
τους σπίτι με ό,τι έβγαζαν απ’ τα χωράφια και ό,τι τους έφερνε η μάνα τους που
ξενοδούλευε. Τα ξέχασαν όλα. Ακόμα και την ορφάνια τους από πατέρα, που τους
άφησε άρρωστος και με την πίκρα στα χείλη του, πέντε αδέρφια, το μεγαλύτερο
ούτε δέκα χρονών και το μικρότερο στις φασκιές..! Και ύστερα, όταν πέθανε και η
γριούλα η μάνα τους, ενώ τα έκανε η δόλια κοτζάμ παληκάρια, την ξέχασαν κι αυτή
μαζί με τα λόγια της, που τους ψέλλισε ξεψυχώντας, να είναι «αγαπημένα» αδέρφια
μεταξύ τους. Πάει η μάνα, πάνε και τα λόγια της! Κακός βοριάς φύσηξε, τα πήρε
και τα σκόρπισε μακριά στα τέσσερα σημεία, προτού να μπούνε βαθειά μέσα στην
καρδιά τους, σαν παρακαταθήκη από μια ταλαίπωρη μάνα. Από μια ψυχή, που τώρα,
το μόνο που θα ήθελε να βλέπει από εκεί πάνω, είναι να ζούνε τα παιδιά της
μονιασμένα και ευτυχισμένα. Κακόμοιρη μάνα..!
Ο παγωμένος αέρας που φύσαγε έξω σαν τρελός, έτρωγε ακόμα
και τα σίδερα. Η βροχή έπεφτε με τα τουλούμια. Οι βροντές, που ακολουθούσαν τις
αστραπές, ξερίζωναν τον ορίζοντα και έκαναν όλους όσους ακόμα δεν τους πήρε ο
ύπνος, να τρέμουν απ’ τον φόβο. Αλλοίμονο σ’ εκείνους, που αυτή τη στιγμή,
περπάταγαν στο δρόμο και δεν έβρισκαν γωνιά να κρυφτούν. Και όπως ήταν
περασμένη η ώρα, τα φώτα στα παράθυρα της γειτονιάς έσβησαν και από μέσα
τραβήχτηκαν οι μπερντέδες. Όλος ο μαχαλάς τώρα, φαινόταν να έπεσε για ύπνο και
μόνο ο ίδιος ξενυχτούσε με τα στοιχεία της φύσης έξω, να ξεθυμαίνουν την οργή
τους.
Μ’ ένα σωρό σκέψεις για τη ζωή και την κοσμοχαλασιά να
στήνουν τρελό χορό στο νυσταγμένο κεφάλι του, σηκώθηκε απ’ το παράθυρο που
έσκυβε όλη την ώρα για να βλέπει στο δρόμο και τράβηξε για το υπνοδωμάτιο. Η
γυναίκα του, που τον περίμενε να πέσουν μαζί, δεν άντεξε τη νύστα και τώρα
σκεπασμένη ως το κεφάλι με το ζεστό πάπλωμα, κοιμόταν του «καλού καιρού».
Ξάπλωσε δίπλα της και έκλεισε τα μάτια για να τον πάρει ο ύπνος. Γύρισε απ’ τη
μια μεριά, μετά απ’ την άλλη, ο ύπνος όμως δεν ερχόταν. Τον βασάνιζε η σκέψη
του αδερφού του. Πού να πήγε απόψε που γίνεται χαλασμός και δεν φάνηκε να
γυρίζει στο σπίτι του; Έπαθε κάτι κακό; Αυτό βέβαια δεν ήθελε, ούτε και να το
σκέφτεται. Όμως… όλο γυρνάει στο μυαλό του! Τι σημασία έχει κι αν ψυχράνθηκαν
οι σχέσεις τους! Αδερφός του είναι! Γέννα της ίδιας μάνας..! Αίμα του. Σχεδόν
νευριασμένος που δεν έκλειναν τα μάτια, πέταξε από πάνω του τα σκεπάσματα.
Σηκώθηκε και ξανάβαλε τα ρούχα του. Πήρε την απόφαση. Θα πάει να τον ψάξει μέσα
στο χωριό. Τώρα μ’ αυτόν τον καιρό! «Φεύγω» λέει στη γυναίκα του, που ξύπνησε
σαστισμένη και τον ρώτησε που πάει. «Φεύγω» της λέει, «πάω να βρω τον αδερφό
μου δίπλα, που δεν γύρισε ακόμα σπίτι του. Και πριν ακόμα αυτή προφτάσει να του
πει για τις αντιρρήσεις της, βγήκε απ’ την πόρτα και χάθηκε μέσα στη νύχτα, που
την έκαναν κόλαση οι αστραπές και οι βροντές.
Χωρίς προφυλάξεις μέσα στη βροχή, τράβηξε για το μικρό
καφενείο του χωριού. Εκεί σύχναζε όλα τα βράδια ο αδερφός με την παρέα του.
Ωστόσο όμως διαπίστωσε, ότι μπροστά του είχε ένα εμπόδιο. Το κατεβασμένο απ’
την μπόρα ποτάμι. Και η γέφυρα πάνω του για να το περάσει, μόλις κρατιόταν. Αν
έσπαγαν τα σχοινιά, θα τον έπαιρνε μαζί του το θολό και αγριεμένο νερό. Δεν
βαριέσαι όμως! «Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια…». Προέχει να μάθει για τον αδερφό
του. Πάτησε λοιπόν το πρώτο πέταβρο της γέφυρας που την κούναγε η ορμή του
νερού και φάνηκε να χάνει την ισορροπία του. Παρά λίγο να πέσει μέσα. Ήταν
έτοιμος για το δεύτερο βήμα, έστω και μάταιο, όταν άκουσε από απέναντι μια φωνή
να έρχεται στ’ αυτιά του, ανακατεμένη με τη βοή του νερού και τις βροντές, που
θέριωναν όσο πέρναγε η ώρα.
-Ε! του έλεγε η φωνή. Όποιος κι αν είσαι, μην ανεβαίνεις στη
γέφυρα, θα πνιγείς..!
Κοίταξε εκεί που άκουγε τη φωνή, αλλά απ’ τον χαλασμό και τη
μαυρίλα, ήταν αδύνατο να διακρίνει ποιος του μίλαγε. Γι’ αυτό και εκείνος, ίσως
για να γίνει πιο πειστικός στα λόγια του και για να τον γνωρίσει, έφερε το
φανάρι που κράταγε στο πρόσωπό. Τελικά, λίγο απ’ τη φωνή και λίγο απ’ το αμυδρό
φως της λάμπας, κατάλαβε ότι απ’ την άλλη μεριά, του μίλαγε ο πρόεδρος του
χωριού. Σαν υπεύθυνος του κράτους που ήταν, φαίνεται βγήκε να δει και να
εκτιμήσει την κατάσταση, με τη μπόρα που ξέσπασε στο χωριό. Έτσι έπεσε πάνω
του.
-Πρόεδρε, του φωνάζει δυνατά χωρίς άλλη λέξη. Ο αδερφός μου
ο … είναι εκεί στο καφενείο του Γιακουμή..!
-Όχι, του απαντάει ο Πρόεδρος. Ο καφετζής έκλεισε από νωρίς
και όλοι πήγαν στα σπίτια τους..!
Ο Πρόεδρος συνέχιζε να του μιλάει, μα αυτός δεν τον άκουγε.
Η ανησυχία μέσα του τώρα έγινε μεγαλύτερη! Πού να βρισκόταν αυτήν την ώρα ο
αδερφός του! Ο αέρας και η βροχή, χτύπαγαν το πρόσωπό του, όμως οι σκέψεις τον
έκαναν να μην τα λογαριάζει. Τα ρούχα πάνω του έσταζαν και ήταν μούσκεμα ως το
κόκαλο. Και αυτό δεν ήταν τίποτα, μπροστά στην αγωνία που πέρναγε. Και ενώ
βάδιζε στα χαμένα και σαν τρελός, χωρίς να ξέρει κατά πού να τραβήξει και να
ψάξει, του ήρθε πάλι μια τολμηρή ιδέα. Να πάει σπίτι του! Ναι, να πάει σπίτι
του..! Ν’ αφήσει πίσω εγωισμούς και έχθρες. Ποιος ξέρει, μπορεί ο αδερφός του
να είναι εκεί και αυτός μέσα στο μπουρίνι, να μην άκουσε το «βήξιμο» της
επιστροφής του. Δεν τον νοιάζει πως θα έπαιρνε την επίσκεψη. Φτάνει που θα τον
έβλεπε να είναι καλά. Στο κάτω-κάτω μουρμούρισε από μέσα του «δεν είμαστε και
ξένοι, ίδιο αίμα κυλάει στις φλέβες μας». Μακάρι τώρα που θα χτυπήσει την
πόρτα, να τον έβλεπε μπροστά του..!
Με το νου του σ’ αυτά και τη βροχή να πέφτει ασταμάτητα,
έφτασε στο σπίτι τους. Άνοιξε την «καταραμένη» εξώπορτα, που εδώ και λίγα
χρόνια χώριζε τις αυλές και τα σπίτια τους και ανέβηκε στο κεφαλόσκαλο της
πόρτας του αδερφού του. Με την καρδιά να χτυπάει δυνατά στο στήθος και τα χέρια
του να τρέμουν, βάρεσε δυνατά για να ακουστεί. Τα λίγα λεπτά μέχρι ν’ ανοίξει η
πόρτα, του φάνηκαν χρόνια! Και όταν επιτέλους άνοιξε, νάτος μπροστά του
ολοζώντανος ο αδερφός του..! Έλαμψε από χαρά..!
-Αδερφέ μου, του είπε… και έγειρε προς το μέρος του να τον
αγκαλιάσει.
-Τι θέλεις τέτοια ώρα και χτυπάς την πόρτα του σπιτιού μου,
τον διέκοψε ο άλλος με παγερή φωνή, σχεδόν αδιάφορος για την παρουσία του.
-Αδερφέ μου… ξέρεις..!
-Δεν ξέρω τίποτα… τον διέκοψε πάλι ο αδερφός του, αυτήν τη
φορά μάλλον οργισμένος, βλέποντας το πρόσωπο του να γελάει από την ανακούφιση
που πήρε σαν τον είδε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση, του έκλεισε την πόρτα
λέγοντας:
-Ό,τι έχουμε να πούμε, θα τα πούμε στα Δικαστήρια…
Πυρωμένα καρφιά στην καρδιά του ήταν τα τελευταία λόγια του
αδερφού του. Ποτέ του ο δύστυχος, δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά! Και μάλιστα
από ποιον..!
Από κάποιον που πριν από χρόνια, μοιράζονταν μαζί, τις
«ίδιες» ανάσες στο «ίδιο» κρεβατάκι, έπιναν το «ίδιο» γάλα από το βυζί της
μάνας τους, έτρωγαν την «ίδια» μπουκιά ψωμί, άκουγαν το «ίδιο» νανούρισμα από
το «ίδιο» στόμα και τέλος πάντων «βρε αδερφέ» από κάποιον που είχε την «ίδια»
μάνα μ’ αυτόν και ήταν αδέρφια! Κρίμα..! Σαν τι τάχα μεγάλο κακό να του έκανε,
με τον χωρισμό της κληρονομιάς και πολύ περισσότερο τώρα, που με την ψυχή στο στόμα,
χτύπησε την πόρτα του, προκειμένου να μάθει για την υγεία του; Πώς κατάντησε
έτσι αυτός ο κόσμος και αυτή η κοινωνία; Τόσο μίσος τ’ αδέρφια μεταξύ τους;
Μάνα που είσαι να δεις «το μεγαλείο» των παιδιών σου! Πέντε παιδιά που τα
γέννησες και τα μεγάλωσες μέσα στη φτώχεια, σχεδόν μόνη σου, χωρίς άντρα, με
στερήσεις, πίκρες και βάσανα..! Άσε μάνα, καλύτερα που έφυγες και δεν βλέπεις
τους λεβέντες σου, με τα όπλα «επί σκοπόν», να σημαδεύουν ο ένας τον άλλον στην
καρδιά, μέσα στα «πεδία των μαχών», που λέγονται οικόπεδα, σπίτια, Δικαστήρια,
Αστυνομίες και σε ό,τι άλλο έφτιαξε ο άνθρωπος, μόνο και μόνο για να
ικανοποιήσει τα πάθη του και να εξυπηρετήσει τις κακοδοξίες και τα προσωπικά
του συμφέροντα..! Και εκείνα τα έρημα τα λόγια σου μάνα για ομόνοια πού πήγαν;
Σήμερα ο μικρότερος αδερφός μας, που μας έλεγες να τον «προσέχουμε» και να τον
«πονάμε», δεν θέλει ούτε να μας δει! Μάλιστα μέσα στη νύχτα, τώρα που τον
ψάχνουμε, μας κλείνει κατάμουτρα την πόρτα! Τόσο σκληρή καρδιά γέννησες..! Εσύ,
που όλους μαζί, μας έβαζες στην αγκαλιά σου και μας ζέσταινες με τη φλόγα της
αγάπης σου… Δυστυχισμένη μάνα μας ..!
Χωρίς να μπορούν να τον κρατήσουν τα γόνατα, κάθησε στα
σκαλιά. Δάκρυα βγήκαν απ’ τα μάτια του και κύλησαν ζεστά στα παγωμένα μάγουλα,
μαζί με τις σταγόνες της βροχής. Για μια στιγμή με τη στεναχώρια να βγαίνει
λάβα στις ανάσες του, σκέφτηκε να ξαναχτυπήσει την πόρτα και να ζητήσει συγνώμη
απ’ τον αδερφό του, για ό,τι τέλος πάντων «έσφαλε». Μα η απογοήτευση τον
σταμάτησε. Άδικος κόπος. Η πόρτα του αδερφού του γι’απόψε, ήταν κλειστή..!
Σηκώθηκε κι απ’ την άλλη πόρτα του μαντρότοιχου μπήκε στο
δικό του σπίτι. Μούσκεμα και στα σκοτεινά, κάθισε πάλι στην καρέκλα, που όλο το
βράδυ περίμενε. Τώρα τουλάχιστον, μέσα στη μεγάλη λύπη που του έδωσε ο αδερφός
του, ξέρει ότι αυτός είναι καλά. Και αυτό έχει σημασία! Καθόλου δεν τον
νοιάζει, που απόψε τον πότισε με δηλητήριο..! Όχι αδερφέ μου σκέφτηκε..! Από
εδώ, απ’ αυτή τη θέση, εγώ κάθε βράδυ, πάλι θα σε περιμένω. Πάλι θα περιμένω ν’
ακούσω το «βήξιμο» και την επιστροφή σου. Και αν δεν το ακούσω, πάλι θα βγω έξω
να σε ψάξω..! Και όχι μόνο..! Όπως το ξερό χορτάρι περιμένει το νερό για να
ξαναφυτρώσει, έτσι κι εγώ θα περιμένω, πάλι εμείς να γίνουμε μια οικογένεια.
Θυμάσαι; Όπως τότε που είμασταν στην αγκαλιά της σχωρεμένης της μάνας μας..!
Τρύφων Ούρδας
Πολυ καλο, ειναι πραγματικο γεγονος ή οχι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΒεβαίως φίλε μου . Αλλωστε δεν συμβαίνουν στην κοινωνία που ζούμε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΒεβαίως. Δεν συμβαίνουν αυτά σήμερα στην κοινωνία μας...
ΑπάντησηΔιαγραφή