Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, η ακαδημαϊκή ελευθερία και το δικαίωμα του εκλέγειν στην Αυτοδιοίκηση.
Το κύριο χαρακτηριστικό της τελευταίας περιόδου είναι αναμφισβήτητα η συνειδητή προσπάθεια της κυβέρνησης να επιτύχει την συρρίκνωση συγκεκριμένων συνταγματικών δικαιωμάτων, με πρόσχημα την πανδημία. Είναι δε προφανές ότι η προσπάθεια αυτή υπακούει σε ποικίλες σκοπιμότητες, που κλιμακώνονται ανάμεσα στην μικροπολιτική εκμετάλλευση της συγκυρίας, την δυσανεξία απέναντι σε πολιτικά «ενοχλητικές» πτυχές αυτών των δικαιωμάτων και τον δύσκολα υποκρυπτόμενο αυταρχικό πατερναλισμό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, στο επίκεντρο αυτής της προβληματικής πολιτικής βρίσκονται τρία ιδίως δικαιώματα. Ειδικότερα:
Α. Το πρώτο θύμα της κυβερνητικής πολιτικής είναι αναμφίβολα το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, καθώς η κυβέρνηση, διά του Αρχηγού της Αστυνομίας, προέβη δύο φορές σε δραστικούς περιορισμούς των υπαίθριων συναθροίσεων, με λίαν αμφιλεγόμενες αποφάσεις του, οι οποίες, πέρα από το ότι είχαν έωλο νομικό έρεισμα (σε μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου που βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον πρόσφατο νόμο 4703/20, που ρυθμίζει τις συναθροίσεις), είναι φανερό ότι δεν ήταν αποτέλεσμα προσεκτικών σταθμίσεων, με κριτήριο την προστασία της ζωής και της υγείας. Στην πραγματικότητα απέβλεπαν στην αναστολή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, η οποία όμως δεν επιτρέπεται κατά το ελληνικό Σύνταγμα (εκτός αν συντρέχουν –κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω– οι προϋποθέσεις για την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας).
Για την πρώτη από αυτές (και προβληματικότερη)–δηλαδή για την απόφαση να απαγορευθούν οι υπαίθριες συναθροίσεις άνω των 4 ατόμων για μια συμβολική απόδοση τιμής στο Πολυτεχνείο και στην μνήμη του Γρηγορόπουλου–έχω ήδη γράψει αναλυτικά,σε προηγούμενο άρθρο, ότι ήταν πολλαπλά εκτεθειμένη από συνταγματική άποψη, τόσο ως προς τις επί μέρους διατάξεις που επικαλέσθηκε όσο και ως προς την εμφανή παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (που επιτάσσει τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται να είναι αναγκαία, πρόσφορα και αντίστοιχα με τον συνταγματικό σκοπό που καλούνται να υπηρετήσουν). Επιπλέον, δε, αποδείχθηκε περίτρανα ότι δεν πληρούσε καν τις προϋποθέσεις που έθετε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που υποτίθεται ότι αποτελούσε την βάση της, δεδομένου ότι απουσίαζε η κρισιμότερη από αυτές: η επί τούτω σχετική εισήγηση της «Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19». Παρά ταύτα, το ίδιο συνέβη και με την δεύτερη (πρόσφατη) απόφαση, με την οποία επεβλήθη ένας λιγότερο δραστικός αλλά και πάλι υπέρμετρος περιορισμός των συναθροίσεων, πολλώ μάλλον όταν αυτή εξεδόθη σε συνθήκες πολύ μεγαλύτερης κινητικότητας του πληθυσμού και αφού είχε καταστεί πρόδηλο ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε δύο μέτρα και δύο σταθμά σε σχέση με άλλα δικαιώματα(ιδίως δε σε σχέση με το δικαίωμα της λατρείας, ως προς το οποίο η κυβέρνηση, παρότι επέβαλε σαφώς ηπιότερους περιορισμούς –και μάλιστα για κλειστούς χώρους…– εν τέλει διεσύρθη πολλαπλώς από την Ιεραρχία…).
Β. Το δεύτερο θύμα της κυβερνητικής πολιτικής είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία –με επίκεντρο την ασφάλεια στα Πανεπιστήμια– η οποία προδήλως παραβιάζει τις συνταγματικές εγγυήσεις που την περιβάλλουν.
Το πρόβλημα βέβαια της ασφάλειας είναι υπαρκτό, όπως μας υπενθύμισαν εύγλωττα οι πρόσφατες αθλιότητες κατά του Πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, που αποτελούν το τελευταίο επεισόδιο σε μια σειρά βίαιων ενεργειών κατά των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας από φασίζουσες μειοψηφικές ομάδες, οι οποίες θεωρούν ότι η μόνη «αλήθεια» που πρέπει να ακούγεται στα Πανεπιστήμια είναι η δική τους… Ωστόσο, η αντιμετώπιση αυτών των συμπεριφορών, καθώς και κάποιων συχνών εγκληματικών πράξεων στον χώρο του Πανεπιστημίου (που απέχουν πάντως από τις τερατολογίες των εν πολλοίς ελεγχόμενων από την κυβέρνηση ΜΜΕ) δεν νοείται να γίνεται με όρους που οδηγούν στην καταφανή παράκαμψη του Συντάγματος. Αντίθετα, απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την αναγκαία προστασία του πανεπιστημιακού χώρου είναι αφ’ενός μεν η ευλαβική τήρηση (και όχι η διατυμπανιζόμενη ανοήτως «κατάργηση») του πανεπιστημιακού ασύλουκαι αφ’ετέρου δε ο σεβασμός της «πλήρους αυτοδιοίκησης» του Πανεπιστημίου.
Πρόκειται για ένα κρίσιμο και άρρηκτο δίπολο συνταγματικών εγγυήσεων, που αποσκοπούν προεχόντως στην προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας –δηλαδή των ασκούμενων προνομιακά, στον χώρο του Πανεπιστημίου, δικαιωμάτων της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας– και θωρακίζουν την πανεπιστημιακή κοινότητα απέναντι σε κάθε εξουσιαστική επιβουλή.
Ξεκινώντας εν πρώτοις από το ακαδημαϊκό άσυλο, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι πρόκειται για μια συνταγματική εγγύηση ανάλογη με το άσυλο κατοικίας και καλύπτει μόνο τα κτίρια και τον περίκλειστο χώρο γύρω από αυτά, που μπορεί να είναι από μια μικρή αυλή μέχρι ένα περιφραγμένο campus. Δεν καλύπτει ούτε τους δρόμους που περνούν μπροστά από τα πανεπιστήμια αλλά ούτε και τις ανοιχτές εκτάσεις γύρω από αυτά. Σημαίνει δε, πολύ απλά, ότι κανείς δεν δικαιούται να εισέρχεται σε αυτόν χωρίς την άδεια των πρυτανικών αρχών, χωρίς δηλαδή τον σεβασμό της δεύτερης μείζονος εγγύησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας που έγκειται στην «πλήρη αυτοδιοίκηση» του Πανεπιστημίου και αποκλείει κάθε αυθαίρετη παρέμβαση της κυβερνητικής εξουσίας ως προς την διαχείριση των εν ευρεία εννοία ακαδημαϊκών υποθέσεων.
Οι δύο διαλεκτικά συνδεδεμένες αυτές εγγυήσεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για ρυθμίσεις οι οποίες επιχειρούν να αποκόψουν το (όποιο) σώμα φύλαξης του Πανεπιστημίου από την αρμοδιότητα του Πρύτανη. Αντίθετα επιβάλλουν, ως μόνη επιτρεπόμενη από το Σύνταγμα επιλογή, την ανάθεση της προστασίας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας σε ένα σώμα ανάλογο με την δημοτική αστυνομία, δηλαδή σε ένα σώμα άοπλο, χρηματοδοτούμενο από το κράτος και ειδικά εκπαιδευμένο (ενδεχομένως και από την αστυνομία, εν μέρει),που θα αποτελεί διακριτή υπηρεσία της Πανεπιστημιακής Αυτοδιοίκησης και όχι παράρτημα της αστυνομικής αρχής. Το σώμα αυτό θα είναι κατ’αρχήν το αποκλειστικά αρμόδιο για την προστασία των Πανεπιστημίων και μόνον αν ανακύπτουν εξαιρετικά ζητήματα που απαιτούν, βάσει σχετικού νόμου, την εμπλοκή και των αστυνομικών αρχών, θα συνεργάζονται με αυτές, μετά από σχετική εντολή του Πρύτανη (ή κάποιου αρμόδιου Αντιπρύτανη). Εννοείται βέβαια ότι η αστυνομία μπορεί να παρεμβαίνει και αυτεπαγγέλτως, μετά από εντολή του εισαγγελέα, για συγκεκριμένα βαριά αδικήματα, όπως προβλέπεται ανελλιπώς στην σχετική νομοθεσία από το 1975 (χωρίς όμως και να εφαρμόζεται, λόγω της ευθυνοφοβίας των εισαγγελικών αρχών).
Είναι προφανές, κατόπιν των ανωτέρω, ότι η κυβερνητική επιλογή για εγκατάσταση της αστυνομίας στο εσωτερικό των πανεπιστημίων, όχι μόνον συνιστά κατάφωρη παραβίαση των εγγυήσεων της ακαδημαϊκής ελευθερίας αλλά είναι και πολιτικά επικίνδυνη, διότι αντί να συμβάλει στην επίλυση των προβλημάτων ανοίγει άκριτα και ελαφρά τη καρδία τον ασκό τους Αιόλου στα Πανεπιστήμια, με απροσμέτρητες συνέπειες για το μέλλον τους…
Γ. Το τρίτο και πλέον πρόσφατο θύμα της κυβερνητικής πολιτικής είναι το δικαίωμα του εκλέγειν, το οποίο πλήττεται αναμφίβολα με την εξαγγελθείς επαναφορά του διαβόητου ορίου 42% (που εισήγαγε για πρώτη φορά ο ν. 3434/2006) ως προς την ανάδειξη των δημοτικών και περιφερειακών αρχών. Πράγματι η κυβέρνηση, αντί να επαναφέρει, σαν θέση αρχής, το παλιό δοκιμασμένο σύστημα του 50% συν 1, που ίσχυε πριν από το –αποτυχημένο– εκλογικό σύστημα του ΣΥΡΙΖΑ, προτίμησε να κινηθεί μικροκομματικά και να εκμεταλλευθεί ανερυθρίαστα τους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς. Αποφάσισε έτσι να ξαναχρησιμοποιήσει καλπονοθευτικά το 42%, που πλέον γίνεται 43%, ώστε να μπορεί ένας δήμαρχος ή ένας περιφερειάρχης να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και παράλληλα ο συνδυασμός του να λάβει 3/5 των συμβούλων. Το σύστημα όμως αυτό, το οποίο είχε αντιμετωπίσει πολιτική κατακραυγή όταν πρωτοκαθιερώθηκε και ίσχυσε μόνο μια φορά, είναι όχι μόνον αντιδημοκρατικό, καθώς υποβαθμίζει δραματικά την λαϊκή νομιμοποίηση των επικεφαλής των ΟΤΑ, αλλά και αντισυνταγματικό (παρότι η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας δεν τόλμησε, το 2009, να υιοθετήσει την σχετική απόφαση του Γ΄ Τμήματος και να λάβει τέτοια απόφαση, διότι δεν έχει τις προδιαγραφές Συνταγματικού Δικαστηρίου). Σε κάθε δε περίπτωση, η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή είναι ηλίου φαεινότερον ότι υπαγορεύεται από μικροκομματικούς υπολογισμούς, ερήμην κάθε σχετικής συνταγματικής αρχής, και υπονομεύει ευθέως την γνησιότητα των εκλογικών αποτελεσμάτων.
Ειδικότερα, το εν λόγω ποσοστό (43%) σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί μια απλή και άρα συνταγματικά ανεκτή σχετικοποίηση της δημοκρατικής νομιμοποίησης του επιτυχόντος συνδυασμού. Αποτελεί, αντίθετα, κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, καθώς υποβαθμίζει δραματικά την νομική αξία της ψήφου των εκλογέων που δεν ψηφίζουν τον –υπό αυτούς τους όρους– επιτυχόντα συνδυασμό, χωρίς να γίνεται στην πραγματικότητα επίκληση κανενός λόγου δημοσίου συμφέροντος συνταγματικής περιωπής, που να μπορεί να παράσχει στοιχειώδη έστω δικαιολόγηση ως προς το γιατί το 50% συν 1 γίνεται 43%.
Πράγματι, από την άποψη της διοικητικής αποτελεσματικότητας, η οποία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει στην σχετικοποίηση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι σε τίποτε δεν αλλάζει η κατάσταση με το 43%, δεδομένου ότι οι επιτυχόντες συνδυασμοί εξακολουθούν να καταλαμβάνουν τα 3/5 των εδρών, όπως και με το προϊσχύσαν σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας. Το μόνο που αλλάζει είναι ο βαθμός της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αρχών των ΟΤΑ, η δραματική μείωση του οποίου, πέρα από το ότι συναρτάται με μια λογική βαθύτατης υποτίμησης των πολιτών, ερείδεται σε ένα ευκαιριακό και αυθαίρετο όριο, που παραπέμπει στο παιχνίδι της κολοκυθιάς.
Εν κατακλείδι, μετά το νέο εκλογικό σύστημα των βουλευτικών εκλογών έρχεται και το νέο εκλογικό σύστημα των αυτοδιοικητικών εκλογών, για να αποδείξει περίτρανα ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν ορρωδεί έναντι ουδενός προκειμένου να επιβάλει κυνικές και κραυγαλέες μικρομικροπολιτικές επιλογές, οι οποίες τραυματίζουν βαριά την δημοκρατική αξιοπιστία της και αποδεικνύουν σοβαρό έλλειμμα σεβασμού απέναντι σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, που επιβάλλουν την ανόθευτη εκδήλωση της εκλογικής βούλησης…
(Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Πηγή: ieidiseis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου