Σάββατο 20 Μαΐου 2023

Εκλογές στα χωριά που πήγαιναν οι εξής (μόνο) δύο εφημερίδες

 

 

 

 του Δημήτρη Βασιλόπουλου
(Μια ωραία στρατιωτική, εκλογική ιστορία στα ΠΑΣΟΚοχώρια του Ανδρέα)

Στις εκλογές του 1989, τις πρώτες από τις τρεις διαδοχικές, έγινε μεγάλη μετακίνηση στρατευμάτων, χωρίς ποτέ να καταλάβουμε τον λόγο και χωρίς να ξαναγίνει κάτι τέτοιο στις άλλες δύο εκλογές που ακολούθησαν. Είμαστε ακόμη στην εποχή, όπου ο Στρατός αναλάμβανε την ευθύνη για την ασφάλεια των εκλογικών τμημάτων.

Θυμάστε… Τότε που πήγαινες να ψηφίσεις και στην πόρτα έστεκε μπάστακας ένοπλος στρατιώτης, με κράνος και παλάσκα και με τη ξιφολόγχη περασμένη στο όπλο. Για τέτοια μεγαλεία μιλάμε.
Εγώ υπηρετούσα τότε τη θητεία μου ως έφεδρος αξιωματικός (ΔΕΑ) κοντά στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα και στη δική μου Μονάδα, αντί να μας ορίσουν να τοποθετηθούμε στα εκλογικά τμήματα εκεί γύρω στην περιοχή, στο Πολύκαστρο, στη Γουμένισσα ή και στο Κιλκίς ακόμα, μας ήρθε διαταγή να ενταχθούμε στην 8η Μεραρχία των Ιωαννίνων και από εκεί όπου διαταχθούμε.
Να μην τα πολυλογώ, αφού φύγαμε την Τετάρτη καραβάνι ολόκληρο από καμιά εικοσαριά ΡΕΟ, ανεβήκαμε Πεντάλοφο, με τα έρημα τα φορτηγά να αγκομαχούν στην ανηφόρα, περάσαμε Κατάρες και τα σχετικά και κατεβήκαμε διαλυμένοι από τη διαδρομή και τη σκόνη στα όμορφα Ιωάννινα. Εγώ εκεί πήρα εντολή από τον Μέραρχο να πάω τη διμοιρία μου αρχικά σ’ ένα χωριό που λεγόταν Πράμαντα και από εκεί να μοιράσω τους στρατιώτες σε όλα τα τριγύρω ορεινά χωριά. Πιάσε το αυγό και κούρεφτο!

Απίστευτη εμπειρία, ούτε που το φανταζόμουν ποτέ ότι υπήρχαν τέτοια ορεινά χωριά, κυριολεκτικά φυτεμένα πάνω σε γκρεμούς (παλιά ανταρτοχώρια βλέπετε) και με το υψόμετρο να χάσκει κάθετα μέχρι κάτω. Τα Πράμαντα ως χωριό μια χαρά ήταν, αλλά από εκεί και μετά σαν να περνούσαμε μια πύλη και να μπαίναμε σε μια άλλη διάσταση. 

Το γεφύρι που έτριζε και το εκλογικό τμήμα μόνο για δύο... 

Άγριο τοπίο, βράχια παντού και χωματόδρομοι με απανωτές στροφές και με τον γκρεμό διαρκώς στο πλάι μας. Και δώστου εμείς να ανεβαίνουμε. Το ΡΕΟ που μας μετέφερε κόντευε να τα παίξει στις ανηφορικές στροφές κι ας είναι καλά το φανταράκι ο οδηγός μας, αποδείχθηκε μάγκας με τα όλα του πάνω στο τιμόνι. Και μέσα σε όλη αυτή την περιπέτεια, βρεθήκαμε κάποια στιγμή να πρέπει να περάσουμε κι ένα γεφύρι πάνω από χαράδρα, χτισμένο δεκαετίες πίσω, ίσως και στην εποχή του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και που δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι ότι θ’ αντέξει το βάρος του φορτηγού. Τόση ανασφάλεια μας έπιασε έτσι όπως το βλέπαμε να τρίζει, που κατέβασα τους στρατιώτες με τα σακίδιά τους και τα εφόδια, για να μειωθεί το βάρος και το περάσαμε εγώ και ο οδηγός με την ψυχή στο στόμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έριχνε κι ένα ψιλόβροχο Ιούνιο μήνα. Τρελές εμπειρίες σας λέω.
Υπήρξε χωριό που τοποθέτησα στρατιώτη και πήγε και δικαστικός αντιπρόσωπος, μόνο για ένα αντρόγυνο ηλικιωμένων που ζούσε εκεί. Όλα τα άλλα σπίτια ήταν κλειστά. Γαϊδουροχώρι το όνομά του. Ωστόσο, μέσα σε όλο αυτό το πρωτόγνωρο για εμάς σκηνικό, αν υπήρχε κάτι που μας έκανε αμέσως μεγάλη εντύπωση, είναι πως απ’ όπου κι αν περνούσαμε, σε όποιο χωριό και αν φτάναμε, βλέπαμε μόνο σημαίες του ΠΑΣΟΚ. Τίποτα άλλο. ΠΑΣΟΚ και ξερό ψωμί. Ούτε Νέα Δημοκρατία, ούτε ΚΚΕ, ούτε τίποτα. Παντού σημαιοστολισμός και παντού μόνο σημαιάκια του ΠΑΣΟΚ και αφίσες του Αντρέα! Ακόμη και στο Γαϊδουροχώρι με τα δύο γερόντια, σημαία του ΠΑΣΟΚ είδαμε σ’ ένα ξέφωτο που είχαν για πλατεία. 

Οι κοινοτάρχης μπακάλης, ταβερνιάρης και ψάλτης - «Κερνάει ο Ανδρέας»

Αφού πέρασα όλη την Πέμπτη να μοιράζω τους στρατιώτες στα χωριά, κάποια στιγμή, ευτυχώς πριν νυχτώσει, έφτασα και στο κεφαλοχώρι που θα ήταν η βάση της διμοιρίας μου. Ήσυχο χωριό, όχι τόσο ορεινό όσα τα άλλα, Χρηστοί το όνομά του, ούτε 300 οι τότε μόνιμοι κάτοικοί του. Ο κοινοτάρχης, που ήταν και μπακάλης, ήταν και ο ταβερνιάρης, ήταν και ψάλτης στην εκκλησία όπως μου είπε, με οδήγησε στο σχολείο που θα ήταν το εκλογικό κέντρο, μου παρέδωσε και τα κλειδιά και την πέσαμε εκεί, εγώ, ένας λοχίας, ο οδηγός κι ένας ακόμη στρατιώτης, τέσσερις συνολικά, όλοι έφεδροι, τη θητεία μας κάναμε, κανένας μόνιμος. 

Παρασκευή και Σάββατο περάσαμε μπέικα. Πασάδες! Οι άνθρωποι ήταν πολύ φιλόξενοι, χάρηκαν που είχαν «επισκέπτες» στο χωριό τους και επειδή ήμασταν και φανταράκια δεν μας άφησαν να πληρώσουμε το παραμικρό. Ένα μαγαζί είχε το χωριό, που ήταν και καφενείο και ψιλικατζίδικο και μπακάλικο και όλα. Την Παρασκευή μας έβγαλαν συκωταριές και φάγαμε, το Σάββατο έψησαν και αρνί παρακαλώ, φτιάξε και κοκορέτσι για τα φανταράκια, φέρε και τις μπύρες «κερνάει ο Ανδρέας», να λέει γελώντας ο κοινοτάρχης-ταβερνιάρης-μπακάλης, αλλά και ψάλτης άμα λάχει. Πασάδες σας λέω. Δεν είχα και το άγχος ότι σε τέτοια ξεχασμένα και απομακρυσμένα χωριά θα περάσει έφοδος από τη Μεραρχία, ο ασύρματος για κάθε ενδεχόμενο δούλευε μια χαρά, οπότε η επικοινωνία με τους φαντάρους στα άλλα χωριά ήταν καθαρή και διαρκής και για ένα διήμερο γίναμε και οι τέσσερις οι καλύτεροι όλης της Πίνδου.

«Δόκιμε, εδώ τα κουκιά είναι μετρημένα»! Και ήταν ακριβώς...

Εκεί το Σάββατο, ο κοινοτάρχης-ταβερνιάρης-μπακάλης αλλά και ψάλτης άμα λάχει, μου άνοιξε και τα χαρτιά. «Δόκιμε», μου λέει, «εδώ οι ψήφοι είναι μετρημένα κουκιά. Θα περάσει ήσυχα η μέρα και θα το δεις. 156 ψήφους θα πάρει το ΠΑΣΟΚ, 14 η Νέα Δημοκρατία και 9 το ΚΚΕ. Και αν κατέβει πρωί πρωί η γριά που έχει τη στάνη ψηλά στο ύψωμα, 15 η Νέα Δημοκρατία. Αν δεν σου έρθει μέχρι τις 8.30 το πρωί, δεν πρόκειται να έρθει, στους 14 θα μείνει ο κερατάς ο Μητσοτάκης». Κούναγα το κεφάλι εγώ, τι να πω… Ο Στρατός δεν μιλάει για εκλογικά. Εκεί έμαθα πως σε όλα τα χωριά, από τα Πράμαντα μέχρι το πάνω πάνω στα χίλια μέτρα υψόμετρο, μόνο δύο εφημερίδες πήγαιναν, τα ΝΕΑ και το ΦΩΣ των Σπορ. Καμία άλλη, γιατί κανείς δεν διάβαζε άλλη εφημερίδα. Μέχρι πρότινος λέει, πήγαινε και το Έθνος, αλλά το έκοψαν μαχαίρι άπαντες, λόγω της στάσης που είχε κρατήσει τότε στο σκάνδαλο Κοσκωτά και στην προοπτική να περάσει ο Ανδρέας από Ειδικό Δικαστήριο.


Όπως μου τα είπε τα κουκιά ο μάστορας, έτσι και βγήκαν την άλλη μέρα, με τη γριά από τη στάνη να καταφτάνει πρώτη πρώτη με το άνοιγμα της κάλπης μέσα στα άγρια τα χαράματα. Μάλιστα μέχρι τη 1 το μεσημέρι είχαν ψηφίσει όλοι και καθόμασταν μετά με τη δικαστική αντιπρόσωπο και χτυπούσαμε μύγες, γιατί επέμενε πως η κάλπη θα παραμείνει ανοιχτή, όπως ορίζει ο Νόμος, μέχρι τη δύση του ηλίου κι ας είχαν ψηφίσει όλοι. Δεν πα να μείνει ανοιχτή, σκασίλα μου κι εμένα. Καθόταν μόνη της μέσα στην τάξη, ενώ εγώ και οι φαντάροι την είχαμε αράξει το απόγευμα στην ταβέρνα-ψιλικατζίδικο-μπακάλικο και απολαμβάναμε το καφεδάκι μας.

Τέσδσερις ψήφοι-μπέρδεμα που χάλασαν καρδιές...

Τα κουκιά λοιπόν βγήκαν όπως τα είπε ο κοινοτάρχης-ταβερνιάρης-μπακάλης, με μια μόνο διαφορά, που δεν είχε υπολογίσει. Το ότι σε αυτή την κάλπη ψηφίζαμε κι εμείς οι τέσσερις. Κι εκεί έγινε η στραβή… Η Νέα Δημοκρατία πήρε δύο ψήφους παραπάνω, δηλαδή 17 το σύνολο, άλλους δύο πήρε ο Συνασπισμός και εμφανίστηκε από το πουθενά κι ένα λευκό.

Ωχου Παναγιά μου! Με το που έγινε η καταμέτρηση, μαύρα σύννεφα σηκώθηκαν τριγύρω μας! Ο κοινοτάρχης-ταβερνιάρης-μπακάλης αλλά και ψάλτης άμα λάχει, κατάλαβε ότι ανάμεσά μας βρίσκονταν και δύο ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας και μόνο που δεν μας ζήτησε πίσω τις συκωταριές και τα κοκορέτσια. Βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή για τα κεράσματα που μας έκανε. Έφυγε αγριεμένος όταν τέλειωσε η καταμέτρηση, αγριεμένοι και όλοι οι άλλοι γύρω του, σε σημείο που τον λοχία τον έζωσαν τα φίδια και αναρωτήθηκε αν θα μας την πέσουν τη νύχτα και μήπως να βγάζαμε και νούμερα για σκοπιά να φυλάει.

Την άλλη μέρα, φορτώσαμε άρον άρον να φύγουμε και ούτε «γειά» δεν μας είπαν. Μέχρι και τα κλειδιά που πήγα να του παραδώσω, μου είπε ξερά «Άστα εκεί στον πάγκο»! Είχαν φτάσει και τα χαμπέρια της ήττας του ΠΑΣΟΚ και φεύγοντας μας κοίταζε όλο το χωριό με μισό μάτι.
«Καλά ρε μαλάκες», τους λέω κάποια στιγμή, «τέσσερα κεφάλια είμαστε, ούτε ένας από τους τέσσερις ΠΑΣΟΚ, μήπως και ξεγελάσουμε λίγο τον θυμό τους;». Και θυμάμαι τον λοχία, Δεληκωστόγλου το όνομά του από τη Βέροια. Είχε βγάλει το κεφάλι έξω από το ΡΕΟ και μου λέει με αγωνία: «Άσε το ΠΑΣΟΚ τώρα Δόκιμε, και πάμε να φύγουμε από εδώ, γιατί έτοιμοι είναι να μας πάρουν με τις πέτρες»!

(Η φωτό είναι εκείνων των ημερών με τον άλλο Δόκιμο της Μονάδας μας, διαβιβαστής αυτός, είχε φάει όλο το μανίκι επί μέρες ενόψει των εκλογών για να ετοιμάσει δεκάδες ασυρμάτους, που θα παίρναμε μαζί)

 * Ο Δημήτρης Βασιλόπουλος (δεύτερος δεξιά στη φωτογραφία) είναι δημοσιογράφος, συνάδελφος «του διπλανού γραφείου» από τα παλιά. Δημοσιεύει την ωραία ιστορία του στο fb με τίτλο «Οι δικές μου εκλογές στα ΠΑΣΟΚοχώρια της Ηπείρου».

Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(3)