Μέσα σε μόλις 13 μέρες, τον Ιούλιο του 2023, στην Ελλάδα έγιναν στάχτη 470 χιλιάδες στρέμματα δάσους, με τον κρατικό μηχανισμό να αποδεικνύεται ανεπαρκής να αντιμετωπίσει τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Στη Ρόδο το 15% ολόκληρου του νησιού καταστράφηκε στη χειρότερη πυρκαγιά των τελευταίων δεκαετιών. Από την 1η Ιανουαρίου έως την 1η Αυγούστου 2023, σύμφωνα με το EFFIS (Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφόρησης για τις Δασικές Πυρκαγιές), έχουν καεί συνολικά στις 22 μεγαλύτερες δασικές πυρκαγιές 550.000 στρέμματα, αριθμός υπερτετραπλάσιος από τον μέσο αριθμό των καμένων –στον ανάλογο χρόνο– εκτάσεων κατά τα έτη 2006–2022.
Σε
παλαιότερη έρευνα του Μεσογειακού Ινστιτούτου Ερευνητικής
Δημοσιογραφίας MIIR, σε συνεργασία με τη WWF, για τα οικονομικά της
δασοπυροπροστασίας είχαμε δείξει πως μόλις το 16,05% από τους πόρους του
κράτους για την πυροπροστασία αξιοποιούνται ετησίως στην πρόληψη των
πυρκαγιών, ενώ το υπόλοιπο 83,95% διατέθηκε για την καταστολή για την
περίοδο 2016-2020.
Η
αναλογία αυτή δεν έχει αλλάξει σημαντικά και τα τελευταία τρία χρόνια
το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να επενδύει στην καταστολή αντί της
πρόληψης. Σημαντικό όμως πρόβλημα διαπιστώνεται και ως προς την ελλιπή
αξιοποίηση των επιστημονικών δεδομένων κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής
περιόδου από το κράτος.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο περίφημος ημερήσιος χάρτης πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς, τον οποίο εκδίδει καθημερινά στις 12.30 το μεσημέρι η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) με μάλλον αδιαφανή τρόπο – χάρτης που μεταδίδεται από το σύνολο των ΜΜΕ και ο οποίος αποτελεί τη βάση του επιχειρησιακού σχεδιασμού του Πυροσβεστικού Σώματος.
Ξεκίνησε να χρησιμοποιείται από το 2003 (Υ.Α. 1299/7-4-2003 που εκδόθηκε σε εφαρμογή του άρθρου 17 του Ν. 3013/2002) και εκδίδεται καθημερινά από 1 Ιουνίου έως 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, με ευθύνη της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας.
Ωστόσο, κανείς από τους ειδικούς επιστήμονες δεν γνωρίζει εδώ και είκοσι χρόνια με ποια ακριβώς δεδομένα και με ποια επιστημονική μεθοδολογία προκύπτει.
Η Πολιτική Προστασία αγνοεί το Εθνικό Αστεροσκοπείο
Το Αστεροσκοπείο έχει αναπτύξει το πρωτοποριακό σύστημα πρόγνωσης της εξάπλωσης μετώπου δασικής πυρκαγιάς IRIS. Παρά όμως τη σημαντική βοήθεια που μπορεί να προσφέρει στην κατάσβεση, «η συνεργασία για λόγους που δεν γνωρίζουμε ατόνησε και δυστυχώς από το 2021 δεν αναζητήθηκε από την Πολιτική Προστασία και την Πυροσβεστική»
Ο άνθρωπος που υπέγραφε επί χρόνια τον χάρτη της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας ήταν ο γενικός διευθυντής Συντονισμού της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, Φοίβος Θεοδώρου. Ο ίδιος είναι δασολόγος και όχι μετεωρολόγος. Πριν από λίγο καιρό συνταξιοδοτήθηκε, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες του MIIR παραμένει σύμβουλος του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας και συνεχίζει να ασχολείται με την έκδοση του επίμαχου χάρτη, ο οποίος δεν υπογράφεται πλέον από τον ίδιο, αλλά από την επιστημονική ομάδα έκδοσης της ΓΓΠΠ. Τα άτομα που αποτελούν αυτήν την ομάδα δεν έχουν γίνει γνωστά.
«Η Πολιτική Προστασία έχει μείνει στον χάρτη που εξέδιδε το 1995, όταν ξεκίνησε η Υπηρεσία. Πρέπει να αλλάξουν πολλά πράγματα. To Σαββατοκύριακο οι υπάλληλοι αυτοί της Πολιτικής Προστασίας πάνε σπίτι τους, να φανταστείτε, παρ’ όλα αυτά βγάζουν χάρτη· δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Κοιτάζουν κάθε μέρα στο EFFIS, βλέπουν πού “μαυρίζει” και ανάλογα εκδίδουν τον χάρτη», υποστηρίζει ο Ανδριανός Γκουρμπάτσης. Ο ίδιος, από τη δεκαετία του 2000 ζητούσε ως υπαρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος από την πολιτική ηγεσία ο χάρτης πρόβλεψης για τις πυρκαγιές να εκδίδεται από τον αρμόδιο κρατικό φορέα για τη μετεωρολογία στην Ελλάδα, την ΕΜΥ. Η πρότασή του δεν εισακούστηκε και η ΕΜΥ υλοποιεί σήμερα μικρότερο έργο από ό,τι παλαιότερα, όταν και εξέδιδε καθημερινά ειδικό χάρτη για τις συνθήκες στις καμένες εκτάσεις.
Σύμφωνα με όσα υποστήριζε ο μέχρι πρότινος υπεύθυνος Φοίβος Θεοδώρου (GrTimes.gr, 08/06/2021), ο χάρτης που εκδίδεται καθημερινά στηρίζεται στον Δείκτη Κινδύνου Δασικών Πυρκαγιών της Καναδικής Δασικής Υπηρεσίας (Forest Fire Weather Index - FFWI) με τη βοήθεια γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών και άλλων λογισμικών. Τα δεδομένα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών διαψεύδουν τον ισχυρισμό αυτόν. «Δεν μπορεί να χρησιμοποιεί η ΓΓΠΠ τον καναδικό δείκτη, γιατί αν το έκανε θα έβγαζε τα αποτελέσματα που βγάζουμε και εμείς. Αν όντως τον χρησιμοποιούσε, η νότια και η βόρεια Κρήτη σχεδόν ποτέ δεν θα είχαν τον ίδιο δείκτη επικινδυνότητας, όταν παρουσιάζουν διαφορά 4 και 5 Μποφόρ», αναφέρει με κατηγορηματικό ύφος ο Κώστας Λαγουβάρδος.
Επικοινωνήσαμε με τον Φοίβο Θεοδώρου για να απαντήσει σε σχετικά ερωτήματα, χωρίς αποτέλεσμα. Επιπλέον, στείλαμε γραπτά ερωτήματα στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, χωρίς να λάβουμε καμία απάντηση μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος.
Ο πιο έγκυρος ημερήσιος χάρτης πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς στη χώρα αυτή τη στιγμή μοιάζει να είναι αυτός του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Εκδίδεται πράγματι με βάση τον πυρομετεωρολογικό καναδικό δείκτη και λαμβάνει υπόψη τη θερμοκρασία, την υγρασία, τον άνεμο, την ξηρασία, πόσες μέρες έχει να βρέξει και καταλήγει σε έναν αριθμό ο οποίος στη συνέχεια οδηγεί σε διαφορετικά επίπεδα επικινδυνότητας. Προσφέρει μια καλύτερη ανάλυση από τον αντίστοιχο της ΓΓΠΠ, αφού φτάνει σε επίπεδο ανάλυσης 2χ2 χιλιόμετρα σε κάθε περιοχή της χώρας. Ωστόσο η Πυροσβεστική Υπηρεσία –τουλάχιστον επισήμως– βασίζει τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της στον χάρτη της Πολιτικής Προστασίας.
«Δεν ξέρουμε πώς αξιοποιούνται τα στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Γνωρίζουμε πως τη μετεωρολογική παρακολούθηση εμείς την κάνουμε με το δίκτυο των 550 μετεωρολογικών σταθμών που λειτουργούμε σε όλη τη χώρα. Ενδεχομένως η Πολιτική Προστασία, επειδή αυτά τα δεδομένα είναι ελεύθερα, να παρακολουθεί τους σταθμούς μας, όχι όμως με βάση ένα μνημόνιο συνεργασίας, με έναν θεσμοθετημένο τρόπο που θα υποχρέωνε και εμάς να λειτουργούμε διαφορετικά. Εμείς το κάνουμε, αλλά δεν μας υποχρεώνει κάποιος να το κάνουμε. Σε μια οργανωμένη πολιτεία τα πράγματα θα έπρεπε να είναι λίγο διαφορετικά», μας λέει η Βασιλική Κοτρώνη, διευθύντρια ερευνών στο Αστεροσκοπείο Αθηνών.
H δρ Κοτρώνη είναι επιστημονικά υπεύθυνη στην επιχειρησιακή ομάδα Meteo του Αστεροσκοπείου, το οποίο έχει αναπτύξει ένα πρωτοποριακό –σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο– σύστημα πρόγνωσης της εξάπλωσης μετώπου δασικής πυρκαγιάς με την ονομασία IRIS. Tο σύστημα IRIS αναπτύχθηκε με σκοπό την παροχή προγνώσεων ταχείας απόκρισης στην εξάπλωση των δασικών πυρκαγιών. Γνωρίζοντας κάποιος το σημείο και τη χρονική στιγμή έναρξης μιας δασικής πυρκαγιάς, μπορεί με τη βοήθεια του συστήματος μέσα σε 20 λεπτά να δώσει πρόγνωση πώς θα εξελιχθεί το μέτωπο αυτό τις προσεχείς ώρες και μέσα σε μισή ώρα να υπάρξει πρόγνωση για τις επόμενες 24 ώρες. Το σύστημα λαμβάνει υπόψη τόσο τη μετεωρολογία όσο και τη μεταβολή των καιρικών συνθηκών που προκαλεί η ίδια η φωτιά. Χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία σε συνεργασία με την Πολιτική Προστασία και την Πυροσβεστική τη διετία 2019-2020 σε πάνω από 200 δασικές πυρκαγιές, ωστόσο εδώ και δύο χρόνια, όπως εξηγεί η Βασιλική Κοτρώνη, «η συνεργασία για λόγους που δεν γνωρίζουμε ατόνησε και δυστυχώς από το 2021 δεν αναζητήθηκε από την Πολιτική Προστασία και την Πυροσβεστική».
Παρότι ήταν διαθέσιμο, το IRIS δεν χρησιμοποιήθηκε το 2021 στις μεγάλες φωτιές στη Βαρυμπόμπη και στην Εύβοια. Σε ανάρτησή του μετά τη φωτιά στη Βαρυμπόμπη, το Meteo.gr τόνιζε πως πραγματοποίησε «εκ των υστέρων πρόγνωση», προσθέτοντας ότι «η πρόγνωση που θα μπορούσε να είχε παράσχει επιχειρησιακά το IRIS 2.0 εάν είχε ζητηθεί βρίσκεται πολύ κοντά στην πραγματική εξάπλωση της φωτιάς». Σήμερα το σύστημα IRIS εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ίδιους πόρους του Αστεροσκοπείου Αθηνών, χωρίς καμία συμμετοχή του κράτους. Και δεν χρησιμοποιήθηκε από την Πολιτική Προστασία ούτε στις φετινές καταστροφικές πυρκαγιές του Ιουλίου.
Ελλειψη επιστημονικών δεδομένων και... διαίσθηση
«Ο χάρτης που κυκλοφορεί η Πολιτική Προστασία, ο οποίος δεν γνωρίζουμε πώς προκύπτει, δεν έχει επιστημονικές δημοσιεύσεις, δεν αναφέρει πώς ρυθμίζονται οι διαφορετικές κατηγορίες, ούτε τι λαμβάνει υπόψη. Eκτίμησή μου είναι πως ο χάρτης της Πολιτικής Προστασίας βγαίνει εντελώς διαισθητικά», δηλώνει ο μετεωρολόγος και διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστας Λαγουβάρδος.
Η απουσία γνώσης των ακριβών επιστημονικών δεδομένων που χρησιμοποιούνται αποτελεί, κατά τους ειδικούς, το πρώτο μειονέκτημα του χάρτη.
Το κυριότερο, όμως, είναι πως εκδίδεται μία φορά την ημέρα (για την επομένη) και δεν λαμβάνει υπόψη τις πολύ συχνές διαφοροποιήσεις στις καιρικές συνθήκες μέσα στην ημέρα. Σύμφωνα με εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, άπαξ και ο χάρτης εκδοθεί και ανακοινωθεί, μετά δεν αλλάζει με τίποτα.
«Αυτό είναι μεγάλο λάθος, γιατί μπορεί τα μετεωρολογικά δεδομένα να χειροτερέψουν, μπορεί να καλυτερέψουν, άρα πώς είναι δυνατόν να μην μεταβάλλεις τον χάρτη; Το ίδιο είναι να εκδίδεις σήμερα για αύριο δείκτη επικινδυνότητας 3 και ξαφνικά το βράδυ να βάλει άνεμο, να πέσει η θερμοκρασία και η επικινδυνότητα να γίνει 5; Αυτό είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα και για έναν ακόμη λόγο: οι άνθρωποι που εκδίδουν τον χάρτη κάθε μεσημέρι σχολάνε ως δημόσιοι υπάλληλοι, πάνε σπίτια τους, δεν παρακολουθούν από εκεί και πέρα τα μετεωρολογικά δεδομένα της ΕΜΥ», εξηγεί ο αντιστράτηγος και πρώην υπαρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος, Ανδριανός Γκουρμπάτσης.
Ακόμα ένα μειονέκτημα του υφιστάμενου χάρτη είναι πως αντιμετωπίζει ολόκληρες περιοχές, νομούς και γεωγραφικά διαμερίσματα, με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές πυρομετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτές.
«Στον χάρτη της ΓΓΠΠ, έχουμε σε κάθε νομό το ίδιο χρώμα· καμία σχέση δεν έχει αυτό με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, οι άνεμοι στη νότια Κρήτη είναι εξαιρετικά πιο δυνατοί και δεν έχουν καμία σχέση με τους ανέμους στη βόρεια Κρήτη. Αρα, σε ένα ισχυρό μελτέμι, που είναι ένα τυπικό καλοκαιρινό γεγονός, έχεις μια τεράστια διαφορά στο πυρομετεωρολογικό πεδίο μεταξύ του ίδιου νομού. Δεν μπορεί ολόκληροι νομοί να έχουν παντού το ίδιο επίπεδο επιφυλακής», εξηγεί ο Κώστας Λαγουβάρδος. Αυτό συνεπάγεται διάσπαση των επίγειων πυροσβεστικών δυνάμεων, με ό,τι καταστροφικό μπορεί να προκαλέσει.
Εξάλλου ο χάρτης πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το επιχειρησιακό σχέδιο που αναπτύσσεται στο πεδίο.
Στην καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι το 2008, με τους 102 νεκρούς, ο χάρτης πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς ήταν στο 4 (με μέγιστο το 5). «Οι συνθήκες ήταν για δείκτη 5 τότε. Με δείκτη 4, το στάδιο ετοιμότητας της Πυροσβεστικής δεν ήταν το μέγιστο. Αν ήταν 5, η Πυροσβεστική θα έβγαζε επιπλέον 25 περιπολικά δασών, από τα 86 που είχε, ενώ θα στελεχώνονταν περισσότερα πυροφυλάκια για περισσότερες ώρες. Δηλαδή ο κόσμος θα ήταν σε μεγαλύτερη ετοιμότητα», εξηγεί ο κ. Γκουρμπάτσης, που είναι ειδικός εμπειρογνώμονας για τις φωτιές στο Μάτι (2018) και τη Βαρυμπόμπη (2021).
Οταν υπάρχει κατηγορία 4 ή 5 σε μια περιοχή, επιβάλλεται η Πυροσβεστική να σχεδιάσει επιτήρηση με εναέριο μέσο, που θα περιπολεί και, αν δει μια φωτιά, οφείλει να επέμβει αμέσως. Στην καταστροφική πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη, το καλοκαίρι του 2021, περιπολούσαν από τις 11 το πρωί δύο air-tractor στην περιοχή λόγω του δείκτη επικινδυνότητας. «Τότε στο Τατόι ο κ. Χαρδαλιάς (υφυπουργός Προστασίας του Πολίτης εκείνη την περίοδο) έδωσε εντολή στη 13.00 να προσγειωθούν για “να τα έχουμε αν χρειαστούνε”. Έλα που όμως στο ένα χιλιόμετρο από το αεροδρόμιο ξεσπά η φωτιά στη Βαρυμπόμπη. Μέχρι να σηκωθούν οι τράκτορες, οι οποίοι έχουν ετοιμότητα 20 λεπτά, χάθηκε πολύτιμος χρόνος», σημειώνει ο κ. Γκουρμπάτσης.
📍 Το άρθρο δημοσιεύεται στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου FIRE-RES, που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τελευταία δεν είναι με κανέναν τρόπο υπεύθυνη για τις πληροφορίες και τις απόψεις που εκφράζονται μέσα στο πλαίσιο του έργου. Η ευθύνη για το περιεχόμενο βαρύνει αποκλειστικά το ΕDJNET (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δημοσιογραφίας Δεδομένων).
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου