Του Γ. Λακόπουλου
Ο τίτλος είναι δανεικός από το «Ζoοrnalistas. com», που αναφέρεται στη συνέντευξη του Γιάννη Παντελάκη στον Βασίλη
Βενιζέλο της Athens Voice – με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Η Χαμένη Τιμή της Δημοσιογραφίας / 20 + 1 ιστορίες κιτρινισμού»» από τις εκδόσεις Θεμέλιo -στην οποία περιγράφει εύστοχα το πρόβλημα.
«Δεν είμαστε όλοι οι δημοσιογράφοι ίδιοι» λέει αυτή τη συνέντευξη ο Γιάννης.
Έτσι αναδεικνύει έναν από τους λόγους της καθίζησης -ίσως τον σημαντικότερο: την ποιότητα του δημοσιογραφικού σώματος και συνεπώς και του δημοσιογραφικού προϊόντος.
Σήμερα δημοσιογράφος είναι όποιος δηλώνει δημοσιογράφος. Ακόμη και αν ασκεί δημοσιογραφία των υπονόμων, της χυδαιότητας, της αρπαχτής, του εύκολου πλουτισμού και των διαμεσολαβήσεων ή αν κάνει και άλλη δουλειά.
Αυτό συνδέεται με μια παραδοσιακή κακοδαιμονία του ελληνικού Τύπου. Δημοσιογράφος γίνεται όποιος προσλαμβάνεται από ένα ιδιοκτήτη ΜΜΕ ως δημοσιογράφος. Η πρακτική συνεχίζεται παρότι υπάρχουν τρεις πανεπιστημιακές σχολές δημοσιογραφίας. Ακόμη και η παλιά αυστηρή εξεταστική διαδικασία εγγραφής στην ΕΣΗΕΑ με εξετάσεις, που ήταν ένα φίλτρο, υπονομεύθηκε από μέσα και έγινε τυπική υπόθεση.
Έτσι είδαμε να γίνονται δημοσιογράφοι άνθρωποι που δεν μπορούσαν γίνουν τίποτε άλλο. Χωρίς προσόντα, χωρίς ήθος, χωρίς ικανότητες στο λόγο και τη γραφή- και χωρίς διάθεση να αποκτήσουν. Αντίθετα ο τίτλος του δημοσιογράφου ωθούσε στην εξαχρείωση.
Κάποιοι από όσους μπήκαν στο επάγγελμα με αυτόν τον τρόπο έγιναν στη συνέχεια διευθυντικά στελέχη. Και όπως ήταν φυσικό αναπαρήγαγαν το είδος τους στις εφημερίδες. Έτσι φτάσαμε στον διαχωρισμό που ορθά κάνει ο Παντελάκης. Ο Χατζηδάκης, το έλεγε αλλιώς: «Μερικοί κύριοι νομίζουν ότι είμαστε συνάδελφοι».
Οι εκδότες συνήθως αποδίδουν την συρρίκνωση των κυκλοφοριών -ενώ η συρρίκνωση αφορά την επιρροή γενικότερα, όχι μόνο τις κυκλοφορίες- στον ανταγωνισμό από την τηλεόραση και τώρα από το Διαδίκτυο. Δεν είναι έτσι. Η συρρίκνωση των κυκλοφοριών ακολουθεί τη συρρίκνωση της ποιότητας των εφημερίδων σε όλα τα επίπεδα.
Τη θέση του παραδοσιακού εκδότη, που επιβίωνε από την κυκλοφορία, πήρε ο επιχειρηματίας που αγοράζει και μια εφημερίδα για να στηρίξει τα κέρδη από άλλες δραστηριότητες, με την άσκηση πολιτικής πίεσης. Αν δούμε ποιοι πήραν τη θέση του Λαμπράκη, της Βλάχου, του Τεγοπούλου, του Μπότση, του Παπαγεωργίου, του Βελίδη, θα δούμε ποσό μικρή είναι η απόσταση από την εκδοτική δραστηριότητα ως τον υπόκοσμο.
Ποτέ άλλοτε ίσως και πουθενά αλλού στον κόσμο δεν ελέγχουν την ενημέρωση πρόσωπα που σχετίζονται με τον μισό ποινικό κώδικα. Κάποτε οι άνθρωποι του Τύπου καλούνταν στα ανακριτικά γραφεία και πήγαιναν στα δικαστήρια γι’ αυτά που έγραφαν. Τώρα πηγαίνουν γι’ αυτά που κάνουν: φοροδιαφυγή, ξέπλυμα , πλαστογραφίες, μίζες, εκβιασμούς και πάσης φύσεως κομπίνες,
Τη θέση του δημοσιογράφου που έπαιρνε πόδι αν νταραβεριζόταν επ’ ωφελεία του με επιχειρηματίες, μπήκε αυτός που έχει τη εφημερίδα ως πάρεργο και εργαλείο για εξυπηρετήσεις, ή και εκβιασμούς για να τα κονομήσει. Δεν είναι τυχαία η εξάπλωση της λέξης «λαμόγιο» στο δημοσιογραφικό πληθυσμό. Και δεν έγινε τυχαία κακόφημο το δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Τη θέση του αρχισυντάκτη που διάβαζε και διόρθωνε το κείμενο, έλεγχε την εγκυρότητά του, ζητώντας στοιχεία και ντοκουμέντα «για να μην φάμε καμία μήνυση και μας κοπούν την ατέλεια», μπήκε ένας αδιάφορος διεκπεραιωτής, που δεν είναι σε θέση να στείλει πίσω ένα κείμενο για να ξαναγραφεί.
Κάποτε διευθυντές γίνονταν δημοσιογράφοι με κατάρτιση, κουλτούρα και κύρος -και πάντως επιτυχημένοι συντάκτες. Τώρα οι ιδιοκτήτες διορίζουν ακόμη και τους κηπουρούς τους.
Στη θέση του ταλαντούχου γραφιά που είχε το κοινό του μπήκε ένας ημιμαθής, προχειρολόγος και κακογράφος. Εφημερίδες σαν την «Καθημερινή» και το «Βήμα» ήταν σχολεία εκμάθησης της σωστής ελληνικής γλώσσας. Σήμερα κανένας Ζενάκος σε καμιά εφημερίδα δεν ελέγχει την γραφή κανενός.
Στη θέση του ρεπόρτερ που έψαχνε την αλήθεια, αγωνιούσε και εξαντλούσε κάθε περιθώριο με κόπο και ξενύχτι μπήκε ο μιλημένος αποδέκτης του «δελτίου τύπου», των υποδείξεων -με το αζημίωτο συχνά-και των non papers.
Ποιος ανταγωνισμός από το διαδίκτυο και την τηλεόραση; Κανένα από αυτά τα μέσα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί ένα καλογραμμένο κείμενο με μια αξιόπιστη υπογραφή. Γιατί αυτό που μετράει στην ενημέρωση είναι το προϊόν όχι το είδος και η τεχνική της διάθεσης του στο κοινό.
Οι πηγές της κακοδαιμονίας
Έβλαψαν πολύ τη δημοσιογραφία δυο σχολές -που καθιέρωσαν παλαιότερα δυο συγκεκριμένοι «μεγάλοι» δημοσιογράφοι σε μεγάλες εφημερίδες. Η μια εισήγαγε την ανωνυμογραφία. Δεν μιλάμε για εφημερίδες που επιλέγουν να μην υπογράφονται τα κείμενά τους, – όπως π.χ. το Ποντίκι- αλλά για τις περίφημες «παραπολιτικές» στήλες. Εκεί γράφει καθένας- χωρίς να αναλαμβάνει καμία ευθύνη έναντι του κοινού- ό,τι του κατέβαινε- αγιογραφικό ή δηλητηριώδες.
Είναι στήλες χαμηλής ποιότητας και συνήθως παράγονται με… έρανο που κάνει ο υπεύθυνος στους άλλους συντάκτες, που καθίστανται έτσι δυο φορές ανεύθυνοι. Και ενίοτε χρησιμοποιούνται από τον συντάκτη η από τον εκδότη για … άλλες δουλειές.
Η άλλη σχολή ήταν χειρότερη. Έπαιρνε ανθρώπους από το δρόμο και τους έκανε δημοσιογράφους. Τους εκπαίδευε εξ αρχής στον κιτρινισμό και την εντυπωσιοθηρία. Όταν υπήρχε π.χ. ένα ατύχημα στην εθνική οδό, ο συντάκτης δεν έσπευδε επιτόπου , αλλά πήγαινε στα σπίτια των θυμάτων για να βρει π.χ. φωτογραφία μιας συγγενούς με μπικίνι. Και την επομένη να βρεθεί πρωτοσέλιδο:» η αδελφή του θύματος».
Οι εφημερίδες ακολούθησαν την πολιτική και οι δημοσιογράφοι τους πολιτικούς σε εκπτώσεις και έτσι έφτασαν στην ίδια κρίση αξιοπιστίας. Γι’ αυτό δεν πουλάνε. Για τον ίδιο λόγο που δεν ψηφίζονται και οι πολιτικοί. Όπως ο πολίτης δεν εμπιστεύεται για την εκπροσώπηση του τον βουλευτή: τον ψήφισε για τα εκπροσωπεί τα συμφέροντα, αλλά διαπιστώνει ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα άλλων και τα δικά του.
Έτσι και ο αναγνώστης: δεν εμπιστεύεται την εφημερίδα για να ενημερωθεί γιατί διαπιστώνει ότι προσπαθεί να τον παραπλανήσει. Κάποιοι δημοσιογράφοι προσπαθούν να «παίξουν ρόλο» -πάλι με το αζημίωτο -και αντί για πληροφορίες και σχόλια κάνουν υποδείξεις και μαθήματα πολιτική συμπεριφοράς. Αντί να πληροφορούν και να κρίνουν, χειραγωγούν.
Εξ ίσου έβλαψαν οι « προσφορές» που δεν ήταν καθόλου προσφορές. Στην αρχή οι αναγνώστες αγόραζαν -συνήθως κακής ποιότητάς είδη -όσα τους πλάσαραν τάχα δωρεάν με κουπόνια. Αλλά και όταν έφυγαν τα κουπόνια οι προσφορές χρησιμοποιούνταν για … κλέβει την εφημερίδα το «μάνατζμεντ» – για να το πούμε κομψά -και την εφορία ο ιδιοκτήτης. Αυτή η πρακτική αλλοίωσε στη σχέση εφημερίδας -αναγνώστη που ήταν κατά βάση σχέση πολιτικής, περιεχομένου, αισθητικής και παράδοσης.
Εξωθήθηκε να μην αγοράζει εφημερίδα που τον κάλυπτε, αλλά την οποία είχε την ελκυστικότερη προσφορά. Το φαινόμενο της ζελατίνας που σκίζει ο αναγνώστης επί τόπου, για να κρατήσει τη προσφορά και να πετάξει την εφημερίδα, συμβολίζει τον απόλυτο εξευτελισμό για μέσο ενημέρωσης. Αν οι εφημερίδες ξαναγίνουν εφημερίδες θα βρουν αναγνώστες. Ως τότε τα πολλά ξερά θα συμπαρασύρουν στην πυρά και τα λίγα χλωρά…
Δεν ήταν άγιοι οι παλιοί δημοσιογράφοι. Πάντα υπήρχαν άνθη του κακού. Άλλα υπήρχαν κανόνες, συνήθως άγραφοι και όλοι τους τηρούσαν. Ήταν ντροπή να κάνει κάποιος γκάφα ή να διαψευστεί- χώρια που έχανε και τη δουλειά του αν ήταν υπότροπος. Η εσωτερική ιεραρχία στις εφημερίδες λειτουργούσε εκπαιδευτικά για τους νεοεισερχομένους που άρχιζαν πάντα από το «μονόστηλο» και ήταν ο γιος του εκδότη.
Οι δημοσιογράφοι ακόμη και όταν πληρώνονταν με… «υποσχετικές» ήταν δημοσιογράφοι και δεν άπλωναν το χέρι στη μίζα, ούτε δέχονταν να γίνουν «βαποράκια» -που λέει θυμόσοφα και ο Βασίλης Σκουρής. Όλα ήταν δημοσιογραφία για τον αναγνώστη- ακόμη και τα αρνητικά, τα περίεργα και τα άσχημα. Όποιος παρακολουθεί στο FB τις ιστορίες από τα παλιά που διηγείται ο Άρης Σκιαδοπουλος καταλαβαίνει.
Πηγή: anoixtoparathyro.gr
Αναρτήθηκε από το zoornalistas.com
Αναρτήθηκε από το zoornalistas.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου