Λοιπόν, από τα μέσα του 19ου αιώνα, μέχρι και τις αρχές του 20ού, οι εκλογές γίνονταν πολύ διαφορετικά, αλλά ήταν σαφώς θεαματικότερες. Κάθε υποψήφιος βουλευτής έβαζε και τη δική του κάλπη, η οποία ήταν χωρισμένη στα δυο – στο λευκό μέρος και στο μαύρο. Η δε ψήφος που έριχνε ο ψηφοφόρος ήταν ένα μολύβδινο σφαιρίδιο – ένα χοντρό σκάγι.
Εάν η ψήφος ήταν θετική, ο πολίτης έριχνε το μολυβένιο του μπαλάκι στο λευκό τμήμα της κάλπης. Εάν όμως ήθελε να καταψηφίσει τον υποψήφιο, το έριχνε στο μαύρο μέρος, δηλαδή τον «μαύριζε».
Τώρα, εάν ο έχων δικαίωμα ψήφου ήταν πολύ φανατικά εναντίον του υποψήφιου σωτήρα του έθνους, εάν δεν τον γούσταρε καθόλου, πριν ρίξει το σφαιρίδιο το δάγκωνε με μανία, για να δώσει έμφαση στην πράξη του, και το έριχνε στην κάλπη – δηλαδή έριχνε μαύρο δαγκωτό.
Εντάξει, το μολύβι είναι μαλακό μέταλλο, και αν έχεις γερά δόντια, ας πούμε ότι μπορείς να το δαγκώσεις, αλλά πώς εκδήλωναν οι φαφούτηδες ψηφοφόροι το μένος τους εναντίον κάποιων υποψηφίων όταν έφταναν στην κάλπη;
Και μια που το ’φερε η κουβέντα, το ότι η κάλπη, το ξύλινο ή πλαστικό κιβώτιο εντός του οποίου ρίχνουν τα ψηφοδέλτιά τους οι ψηφοφόροι, ακούγεται σχεδόν το ίδιο με τον κάλπη, τον απατεώνα, τον αναξιόπιστο, είναι κάτι εντελώς τυχαίο – δεν έχουν καμιά ετυμολογική ή νοηματική σχέση.
Πράγματι, η ψηφοδόχος, για να την πούμε χαριτωμένα, η κάλπη, παράγεται από το αρχαίο «κάλπις», που σημαίνει «στάμνα, δοχείο». Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας αναφέρει ότι είναι αβέβαιου ετύμου.
Ο κάλπης, από την άλλη, που μας έχει δώσει και το δυστυχώς πολυχρησιμοποιημένο επίθετο «κάλπικος», προέρχεται από τον τουρκικό όρο «kalp», που δηλώνει τον πλαστό, τον παραχαραγμένο, τον ψεύτικο, τον ανειλικρινή, τον υποκριτή, τον διπρόσωπο...
Βέβαια, και τέτοιοι κάλπηδες καμιά φορά προκύπτουν και από τις κάλπες, παρά το μαύρο δαγκωτό που τους ρίχνουμε κάποιοι, αλλά τι να κάνουμε, αυτό είναι το θαύμα της δημοκρατίας...
Παύλος Μεθενίτης
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου