Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Το μακεδονικό αντάρτικο ενός ερευνητή






Το μακεδονικό αντάρτικο ενός ερευνητή

Ο Γιώργος Πετσίβας   (Από την Αριδαία)

Το μακεδονικό αντάρτικο ενός ερευνητή

 

Το ’χει φαίνεται η μοίρα της νεοελληνικής Ιστορίας, οι κρίσιμες πηγές για τη συγγραφή των δύσκολων σελίδων της να βγαίνουν στο φως όχι από τους επίσημους εθνικούς ιστορικούς αλλά από παθιασμένους «ερασιτέχνες».

Στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν ένας «αιώνιος φοιτητής» της Φιλοσοφικής, ο «ιστοριοδίφης» Γιάννης Βλαχογιάννης, αυτός που διέσωσε, επιμελήθηκε και δημοσίευσε τα πολύτιμα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και του Κασομούλη, μαζί με πλήθος άλλα πρωτογενή τεκμήρια για την εθνεγερσία του Εικοσιένα.
Στις μέρες μας, εποχή αυτολογοκρισίας και ιστοριογραφικών στρογγυλεμάτων κυρίως για «λεπτά» εθνικά ζητήματα, όπως το Μακεδονικό, αντίστοιχα σημαντική -αν και όχι ακόμη πλήρως αναγνωρισμένη- δραστηριότητα ανέπτυξε ένας άλλος ακούραστος ερευνητής, που έφυγε από κοντά μας πριν από έναν ακριβώς χρόνο (28/7/2018), σε ηλικία 72 ετών: ο Γιώργος Πετσίβας.
Με τα δέκα έργα που επιμελήθηκε κι εξέδωσε σε δεκατρείς τόμους μεταξύ 1994 και 2010, από τα άγνωστα ημερολόγια του Ιωνα Δραγούμη την εποχή της θητείας του ως διπλωμάτη στη Μακεδονία μέχρι τα μνημειώδη καθημερινά ημερολόγια του επικεφαλής των Μακεδονομάχων, η εικόνα μας για την εποχή και τους ανθρώπους της αναθεωρήθηκε δραστικά σε σχέση με τα εθνικά κεκτημένα του προηγούμενου αιώνα.
Από τους επίσημους βέβαια ταγούς της ιστοριογραφικής εθνικής ορθοδοξίας όλη αυτή η πνευματική παραγωγή θεωρείται απλώς ανύπαρκτη από τη στιγμή που πραγματοποιήθηκε εκτός των τειχών του ακαδημαϊκού γκέτο.
«Οι Νέοι Μακεδονομάχοι οργανώνονται σε φάλαγγες. Προηγούνται οι ιστορικοί και ακολουθούν οι νονοί, που βαφτίζουν τον δύστροπο γείτονα»
Γ. Πετσίβας, «Ο νέος Μακεδονικός Αγών» (2008)
Εν έτει 2010, βιβλιογραφικός οδηγός περί Μακεδονικού, διά χειρός Βορειοελλαδίτη πανεπιστημιακού, ισχυριζόταν έτσι με κάθε σοβαρότητα ότι, από το 1990 και δώθε, «η νέα παραγωγή [βιβλίων για το ζήτημα] δεν έκανε εκτενή χρήση του διαθέσιμου αρχειακού υλικού ούτε προχώρησε σε σημαντική αναθεώρηση» του παρελθόντος, καθώς «ο Μακεδονικός Αγώνας αποτελούσε ήδη ένα αναγνωρισμένο σύμβολο εθνικής αφοσίωσης, σύμβολο από αυτά που δεν επιδέχονται ιδιαίτερες αναλύσεις και αποκλίσεις» (Β.Κ. Γούναρης, «Το Μακεδονικό Ζήτημα από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα. Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις», Αθήνα 2010, σ. 117-8).
Οσοι έχουν μια στοιχειώδη έστω εικόνα της σχετικής βιβλιοπαραγωγής των τελευταίων τριών δεκαετιών γνωρίζουν πολύ καλά πόσο ευσταθούν διατυπώσεις όπως οι παραπάνω -και πόσο τραγικό είναι να υπογράφονται όχι από κάποιους γραφικούς χουλιγκάνους των γνωστών συλλαλητηρίων, αλλά από καθ' ύλην ειδικευμένους επιστήμονες.
Ενας λόγος λοιπόν παραπάνω να αποτίσουμε εδώ τον οφειλόμενο φόρο τιμής σ' έναν άνθρωπο χαμηλών δημόσιων τόνων, το έργο του οποίου πρόσφερε στον Ελληνα αναγνώστη απείρως περισσότερα κλειδιά για την κατανόηση του πολύπλοκου και συσκοτισμένου μακεδονικού ζητήματος απ' ό,τι σύμπασα η εθνικά ορθή λογιοσύνη μας.

Από τις ταινίες στα αρχεία






Ο Γιώργος Πετσίβας γεννήθηκε στις 8/3/1946 στην Αριδαία, από γονείς ντόπιους Μακεδόνες με εθνικά άψογο βιογραφικό. Ο πατέρας του προερχόταν από γνωστή οικογένεια Μακεδονομάχων των Γιαννιτσών (γιος του Κωνσταντίνου Πετσίβα, στελέχους της εγχώριας «Ελληνομακεδονικής Αμυνας») και, όπως μας πληροφορεί η σύζυγος του Γιώργου, Νίκη Πετσίβα, εργαζόταν ως διερμηνέας «του ιδιώματος» (δηλαδή της μακεδονικής γλώσσας) των ντόπιων χωρικών στο τοπικό επαρχείο. Η μητέρα του ήταν δασκάλα, κόρη προσφύγων από τη Στρώμνιτσα της Βόρειας Μακεδονίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1956, θα έρθει με τη μητέρα του σε ηλικία 16 ετών στην Αθήνα.
Τα πρώτα του βήματα δεν προδίκαζαν τη μετέπειτα σταδιοδρομία του ως ιστορικού ερευνητή και εκδότη. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και συνέχισε με το ίδιο αντικείμενο στη Σχολή Κινηματογράφου της Ρουμανίας· για την εποχή εκείνη, των σπουδών του στο Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, καταθέτει παραδίπλα τις δικές του αναμνήσεις ο συνάδελφος Νικόλας Ζηργάνος.
Στο μεσοδιάστημα, ο Γιώργος Πετσίβας μετείχε ως ηθοποιός στον θίασο της Τζένης Καρέζη («Ασπασία» 1971, «Κυριακάτικος περίπατος» 1972-1973) και ως φωτογράφος σε ταινίες μικρού μήκους («Το κάστρο» 1970, «Γεύση από τζιν» 1973). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, εργάστηκε ως συμβασιούχος σκηνοθέτης στην ΕΡΤ, γυρίζοντας διάφορα ντοκιμαντέρ με θέματα μακεδονικά («Γεωργικός Συνεταιρισμός Εδεσσας», «Οδοιπορικό Παύλου Μελά» κ.λπ.) αλλά όχι μόνο: η σύζυγός του θυμάται πόσο τον είχε τραυματίσει η επαφή με τον κόσμο του «σωφρονιστικού» εγκλεισμού, όταν γύριζε τις «Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού».
Σαφώς πιο ανώδυνη υπήρξε η βιοποριστική σχέση του με τη λαϊκή κωμωδία, όπως διαπιστώνουμε από τη βιντεοταινία «Οι σκληροί του Μπραχάμι», που σκηνοθέτησε το 1986.
Οπως ο ίδιος έλεγε, σκηνοθετικοί λόγοι επέβαλαν και την αρχική ουσιαστική επαφή του με την ιστορία του Μακεδονικού, που αποδείχθηκε εν τέλει καθοριστική. Ονειρό του ήταν να γυρίσει μια ταινία μυθοπλασίας με αντικείμενο τη ζωή και δράση του «πρώτου μακεδονομάχου» καπετάν Κώττα (Κότε Ρίστοφ Σάροσκι) από τη Ρούλια των Κορεστίων· ταινία βασισμένη στα πραγματικά περιστατικά, όπως θα προέκυπταν από την έρευνά του στις πρωτογενείς πηγές, με πλήρη ανασύσταση του αυθεντικού τοπίου και περίγυρου της εποχής −των μητρικών γλωσσών του τοπικού πληθυσμού συμπεριλαμβανομένων.
Για τον σκοπό αυτό ξεκίνησε εξαντλητική έρευνα σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία, τελικό αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε μια ριζική αλλαγή επαγγελματικής δραστηριότητας: η επίμαχη ταινία δεν γυρίστηκε μεν ποτέ, ο επίδοξος όμως δημιουργός της πέρασε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που έβγαλε τους πρώτους σκελετούς από την ντουλάπα του Μακεδονικού.
Προϊόν της εξονυχιστικής αυτής έρευνάς του υπήρξε η συγκέντρωση ενός τεράστιου αρχειακού υλικού, μέρος του οποίου θα είχε πιθανότατα χαθεί για πάντα αν δεν το εντόπιζε σε διάφορα ιδιωτικά, ενίοτε και δημόσια αρχεία. Ο γράφων γνωρίστηκε μαζί του κατά την παράλληλη έρευνά μας στο δυσπροσπέλαστο (τότε και τώρα) Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ εν έτει 1996.
Από τα χρόνια που περάσαμε γύρω από το ίδιο τραπέζι, αποδελτιώνοντας ογκώδεις φακέλους, έχω συγκρατήσει δύο κυρίως πράγματα. Πρώτον, την απλοχεριά του −την προθυμία του να μοιραστεί με τους άλλους τα δικά του ευρήματα, τόσο διαφορετική από τις συνήθεις «ιδιοκτησιακές» πρακτικές του σιναφιού. Δεύτερον, τον αυτοσαρκαστικό χαρακτηρισμό «ευχή και κατάρα» που επιφύλασσε σε κάθε καινούργια μας ανακάλυψη: «ευχή» για την αξία του ευρήματος, «κατάρα» επειδή έπρεπε να περάσουμε βδομάδες ολόκληρες αντιγράφοντας λέξη λέξη με το χέρι, καθώς ο κανονισμός του ΥΠΕΞ δεν επέτρεπε τη φωτοτύπηση περισσότερων από 50 σελίδες για κάθε έρευνα!

Τρία εκδοτικά ορόσημα

Το πρώτο συγγραφικό προϊόν του Πετσίβα (Ιωάννου Καραβίτη, «Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα», Αθήνα 1994) θα δώσει και το στίγμα της μελλοντικής δουλειάς του. Τυπικά, επρόκειτο για ακόμη μια έκδοση των αναμνήσεων ενός μακεδονομάχου οπλαρχηγού, πρωτοδημοσιευμένων σε 236 συνέχειες στον εμφυλιοπολεμικό «Ελληνικό Βορρά» της Θεσσαλονίκης (1949-1950).
Στην πραγματικότητα, ο εκπληκτικός υπομνηματισμός τους από τον επιμελητή και εκδότη ισοδυναμεί με ουσιαστικό ξαναγράψιμό τους, με τρόπο που θυμίζει τον κινηματογραφικό «Ρασομόν» του Κουροσάβα: σχεδόν κάθε σημείο της αφήγησης του Καραβίτη συνοδεύεται από μια πλειάδα υποσημειώσεων με τις αντίστοιχες αναμνήσεις συντρόφων, ανταγωνιστών, αντιπάλων ή απλών παρατηρητών για το ίδιο συμβάν −συμπλήρωση και διόρθωση που πιστοποιεί με τον πειστικότερο δυνατό τρόπο την υποκειμενικότητα των προσωπικών μαρτυριών, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τις δομικές αδυναμίες της κυρίαρχης ιστοριογραφίας για την εποχή και τους ανθρώπους της. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και το εκτενές παράρτημα με δημοσιευμένα και (κυρίως) αδημοσίευτα τεκμήρια, τα περισσότερα από τα οποία -μολονότι προερχόμενα από πηγές υπεράνω πάσης υποψίας- θα ήταν αδύνατο να βρουν κάποια θέση σε κάποια εθνικώς ορθή έκδοση.
Στη δική του εισαγωγή, ο Πετσίβας αναπαράγει μεν τα συνήθη στερεότυπα της κυρίαρχης ιστοριογραφίας περί Μακεδονικού Αγώνα, την ίδια στιγμή όμως τα υπονομεύει δραστικά με μια σειρά από εικονοκλαστικές επισημάνσεις: από τον χαρακτηρισμό του Μακεδονικού Αγώνα ως εμφύλιου πολέμου μέχρι τη σαφή και κατηγορηματική σκιαγράφηση του μόνιμου φόβου που ενστάλαξαν στις ψυχές του ντόπιου πληθυσμού η κρατική καταπίεση και οι διωγμοί των επόμενων δεκαετιών.
Με τον δικό του αυθόρμητο τρόπο και ύφος εισάγει έτσι στον χώρο της δημόσιας ιστοριογραφίας το διάχυτο παράπονο των σλαβόφωνων Μακεδόνων, του βασικού δηλαδή υποκειμένου της υπό εξέταση ιστορίας, για τη μεταχείριση που τους επιφύλαξε το ελληνικό κράτος μετά την Απελευθέρωση. Διάσταση που δεν πέρασε, φυσικά, καθόλου απαρατήρητη από τους θεματοφύλακες της εγχώριας εθνικοφροσύνης: κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στην 21η ταξιαρχία τεθωρακισμένων στην Κομοτηνή, ο γράφων έπεσε το 1995 πάνω σε έγγραφο του 3ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ που απαγόρευε την προμήθεια των συγκεκριμένων απομνημονευμάτων (και μόνο αυτών) από τις στρατιωτικές βιβλιοθήκες, με την καταφανώς προσχηματική αιτιολογία ότι «το θέμα [=το Μακεδονικό] έχει εξαντληθεί»!





Ακολούθησε η μνημειώδης έκδοση δύο κομβικών αρχειακών συλλογών, η πρόσβαση στις οποίες ανέτρεψε εκ βάθρων τα μέχρι τότε δεδομένα για την εξιστόρηση του Μακεδονικού Αγώνα.
Η πρώτη ήταν «Τα τετράδια του Ιλιντεν» του Ιωνα Δραγούμη (2000), έργο περίπου 850 σελίδων, που απαρτίζεται από τρία μέρη: (α) το υπηρεσιακό «ημερολόγιο συμβάντων» του Δραγούμη, συνταγμένο καθημερινά κατά τη θητεία του ως προξενικού γραμματέα στο Μοναστήρι και τις Σέρρες, μεταξύ Δεκεμβρίου 1902 και Απριλίου 1904· (β) την αλληλογραφία του Δραγούμη με τον Παύλο Μελά και άλλα μέλη της οικογένειάς του και τότε συνεργάτες του, σε συνδυασμό με εγγραφές του προσωπικού ημερολογίου του κατά το ίδιο διάστημα· (γ) συμπληρωματικό αρχειακό υλικό και παρεμφερή τεκμήρια από τον Τύπο της εποχής (όπως η άγνωστη μέχρι τότε συνέντευξη προς την αθηναϊκή «Ακρόπολι» του σοσιαλιστή κομιτατζή Νίκολα Κάρεφ, μετέπειτα προέδρου της επαναστατικής κυβέρνησης του Κρούσοβο κατά την εξέγερση του Ιλιντεν, κείμενο εξαιρετικά διαφωτιστικό για τα πολιτικοϊδεολογικά συμφραζόμενα του πρώιμου μακεδονισμού). Για την καλύτερη παρακολούθηση των εξελίξεων από τον αναγνώστη, οι εγγραφές του «ημερολογίου συμβάντων» ξετυλίγονται στις αριστερές σελίδες του βιβλίου, ενώ τις αντικριστές δεξιές καταλαμβάνουν τα σύγχρονά τους τεκμήρια της δεύτερης κατηγορίας.
Το συνολικό αποτέλεσμα υπήρξε από κάθε άποψη πρωτοποριακό, καθώς φωτίζει με μοναδικό τρόπο την πιο κρίσιμη και συνάμα παραγνωρισμένη πτυχή του Μακεδονικού Αγώνα: τη δράση των κομιτατζήδων και την αντιοθωμανική εξέγερση του 1903, που πυροδότησαν την ελληνική επέμβαση των επόμενων χρόνων. Η σημασία του ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι, αμέσως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο κύριος όγκος των οικείων φακέλων του ΥΠΕΞ (φ. 50.β'-γ') έπαψε να είναι προσβάσιμος στους ερευνητές.
Ακόμη σημαντικότερη συμβολή του Πετσίβα στην ελληνική ιστοριογραφία θα αποτελέσει η τρίτομη έκδοση (1.400 σελίδες) του ογκώδους ημερολογίου του ηγέτη των μακεδονομάχων στο βιλαέτι Μοναστηρίου, ανθυπολοχαγού Γεωργίου Τσόντου Βάρδα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ένοπλης ελληνικής εξόρμησης (3/11/1904 - 10/11/1907).
Η πυκνότητα και ο άκρως λεπτομερειακός χαρακτήρας των καθημερινών εγγραφών του Βάρδα καθιστούν αυτό το ντοκουμέντο μοναδικό για τη μελέτη όχι μόνο των γεγονότων αλλά και της τοπικής κοινωνίας, των νοοτροπιών και πλήθους άλλων δεδομένων της εποχής· παρέμενε όμως ουσιαστικά αναξιοποίητο (και λίγο-πολύ απροσπέλαστο) για περισσότερο από μισό αιώνα, αφότου είχε κατατεθεί το 1950 στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ο Πετσίβας το φωτοτύπησε, μετέγραψε υπομονετικά όσα αποσπάσματά του ήταν γραμμένα με μια πληθώρα από εναλλασσόμενους κρυπτογραφικούς κώδικες και το παρέδωσε στη δημοσιότητα (και την ιστορική έρευνα) το 2003, εννιά χρόνια μετά τη μυστηριώδη «εξαφάνιση» του πρωτοτύπου από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Με το περιεχόμενο αυτής της έκδοσης έχουμε ασχοληθεί εκτενώς σε παλιότερο δημοσίευμα του «Ιού», στο οποίο μπορεί να ανατρέξει κάθε ενδιαφερόμενος («Ο αυθεντικός Μακεδονικός Αγώνας», «Ελευθεροτυπία» / περ. «Βιβλιοθήκη», 5/11/2004, σελ. 18-19).

Η φωνή των άλλων

Η πρωτοπόρα αυτή εκδοτική δραστηριότητα συμπληρώθηκε με την κυκλοφορία, για πρώτη φορά στην ελληνόγλωσση βιβλιαγορά, κομβικών αφηγήσεων και τεκμηρίων της αντίπαλης όχθης: του επαναστατικού κινήματος των κομιτατζήδων και των πρώτων εκφάνσεων του (σλαβο)μακεδονικού εθνικισμού.
Το πιο ευανάγνωστο απ’ αυτά τα βιβλία είναι δίχως άλλο οι γλαφυρές αναμνήσεις του Αμερικανού δημοσιογράφου (και αριστερού ακτιβιστή) Αλμπερτ Σόνισεν από την πολύμηνη διαβίωσή του το 1906 με ανταρτοομάδες και παράνομες οργανώσεις των κομιτατζήδων σε μεγάλο μέρος της μακεδονικής ενδοχώρας, έργο που πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1909 στη Ν. Υόρκη («Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη», Αθήνα 2004).
Η ματιά του Σόνισεν, του μόνου ξένου δημοσιογράφου που γνώρισε τη Μακεδονία εκ των ένδον και επί μακρόν ως συνοδός παράνομων επαναστατικών ομάδων, αποδεικνύεται εξαιρετικά διαφωτιστική για τον Ελληνα αναγνώστη. Τόσο ως αντίστιξη στην κυρίαρχη καθ’ ημάς εικόνα (χαρακτηριστική η περιγραφή της ζωής του με τους κομιτατζήδες στον Βάλτο των Γιαννιτσών, τον τόσο γνώριμο στα καθ’ ημάς από τα κείμενα της Πηνελόπης Δέλτα), όσο και ως ενδελεχής σκιαγράφηση των εσωτερικών αντιθέσεων της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης, μεταξύ φιλοβουλγαρικής Δεξιάς και αυτονομιστικής Αριστεράς, όπως τις αναλύουν εν θερμώ στον συγγραφέα τα μέλη και στελέχη των αντίπαλων φραξιών που αλληλοσκοτώνονται στο Μοναστήρι.
Φιλοσοσιαλιστής και ταυτόχρονα προσωπικός φίλος των ηγετικών στελεχών της φιλοβουλγαρικής Δεξιάς, χάρη στις συστάσεις των οποίων κινείται στη μακεδονική ενδοχώρα, ο Σόνισεν δεν κρύβει την αμηχανία του για τα τεκταινόμενα· η αφήγησή του αποτελεί, ωστόσο, τη διαφωτιστικότερη πηγή που διαθέτουμε για τις επαναστατικές απαρχές της μακεδονικής εθνογένεσης.
Εξίσου σημαντική πηγή, αν και δομικά διαφορετική, αποτελεί το τελευταίο βιβλίο των εκδόσεων Πετσίβα: το «Ημερολόγιο του Ιλιντεν» του διάσημου οπλαρχηγού των κομιτατζήδων της Καστοριάς, Βασίλ Τσακαλάροφ (Αθήνα 2010). Η πρωτότυπη μορφή του εκδόθηκε το 2003 στη Σόφια με βάση ένα ανέκδοτο δακτυλόγραφο του 1947· η ελληνική δε έκδοσή του ήρθε να συμπληρώσει τα προαναφερθέντα κείμενα του Ιωνα Δραγούμη από τη διαμετρικά αντίθετη εθνική και κοινωνική σκοπιά, διαφωτίζοντάς μας για πάμπολλες πτυχές του επίμαχου αυτονομιστικού κινήματος −από τις σχέσεις του με τις επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες κι εθνικές οντότητες των σημερινών νομών Φλώρινας-Καστοριάς, μέχρι την πρακτική εφαρμογή της επαναστατικής τρομοκρατίας σε βάρος των πραγματικών ή εικαζόμενων εχθρών του.
Το τρίτο βιβλίο αυτής της κατηγορίας είναι το περίφημο δοκίμιο του Κάρστε Πέτκοφ Μισίρκοφ, με το οποίο διατυπώθηκαν για πρώτη φορά ολοκληρωμένα το 1903 οι θεωρητικές βάσεις της (σλαβο)μακεδονικής εθνογένεσης («Μακεδονικές Υποθέσεις», Αθήνα 2003). Πολιτικός αντίπαλος των κομιτατζήδων στενά σχετιζόμενος με τη ρωσική πολιτική (και τη συντηρητική εκδοχή εθνοτικού μακεδονισμού που αυτή προωθούσε ως αντίπαλο δέος στον επαναστατικό αυτονομισμό), ο Μισίρκοφ εξέδωσε το βιβλίο του στη Σόφια αμέσως μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Ιλιντεν, ως εναλλακτικό σχέδιο εθνικής χειραφέτησης των ηττημένων. Η επιχειρηματολογία του, που προκάλεσε την απροκάλυπτη εχθρότητα των μηχανισμών και των υποστηρικτών του βουλγαρικού εθνικισμού, προσφέρει στον Ελληνα αναγνώστη μια σπάνια ματιά στις ενδοσλαβικές ζυμώσεις και αντιπαραθέσεις της εποχής, πολύτιμη για την κατανόηση των μετέπειτα εξελίξεων.
Διαφορετικής τάξης είναι το τέταρτο σχετικό βιβλίο των εκδόσεων Πετσίβα: οι «Κομιτατζήδες» του διάσημου Γάλλου δημοσιογράφου Αλμπέρ Λοντρ (Αθήνα 2008, πρώτη έκδοση Παρίσι 1932). Πρόκειται για μια γλαφυρή -αν και όχι ιδιαίτερα εμβριθή- εξιστόρηση της εκτροπής της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης κατά τον Μεσοπόλεμο σε μια πλειάδα από αλληλοσπαρασσόμενες φράξιες που διασταύρωναν τα ξίφη, τις βόμβες και περίστροφά τους, με βασικό διακύβευμα τον έλεγχο του άτυπου βουλγαρομακεδονικού «κράτους εν κράτει» που είχε εγκαθιδρυθεί στην περιοχή του Πιρίν.

Μακεδονομάχοι του 1992






Προτελευταίο έργο του Γιώργου Πετσίβα, με έντονη τούτη τη φορά την προσωπική του σφραγίδα, υπήρξε μια ογκώδης έκδοση με τίτλο «Ο νέος Μακεδονικός Αγών» (2008) και αντικείμενο την αυθόρμητη «λαϊκή διπλωματία» της πρώτης πενταετίας του «Σκοπιανού»: 500 επιστολές αναγνωστών σε επτά εφημερίδες κι ένα περιοδικό της Αθήνας, με κάθε λογής αναλύσεις και -κυρίως- «εποικοδομητικές προτάσεις» για τη βολικότερη μετονομασία των βόρειων γειτόνων μας.
Αποτέλεσμα μιας απίστευτης δουλειάς μυρμηγκιού στα ψιλά του καθημερινού Τύπου, η συλλογή αυτή αποτυπώνει με τον διαυγέστερο δυνατό τρόπο τη συλλογική ψύχωση που κατέλαβε ξαφνικά το 1991-1992 ένα κοινό ντοπαρισμένο από σχολικό μεγαλοϊδεατισμό και τη συνακόλουθη μικροϊμπεριαλιστική ρατσίλα, η συντριπτική πλειονότητα του οποίου απλώς επιδείκνυε την παχυλότατη άγνοιά της για την πραγματική ιστορία και την ουσία του ζητήματος.
Για τη διευκόλυνση του αναγνώστη, ο επιμελητής κατάρτισε μάλιστα ειδικό κατάλογο των προτεινόμενων ονομασιών, με τα ονοματεπώνυμα των αντίστοιχων «νονών». Στον πρόλογό του, ο αυτοσαρκασμός δεν κρύβεται πλέον: «Οι Νέοι Μακεδονομάχοι οργανώνονται σε “φάλαγγες”. Προηγούνται οι ιστορικοί και ακολουθούν οι νονοί, που βαφτίζουν τον δύστροπο γείτονα [...]. Στα όρια της “φάλαγγας” κονταρομαχούν ολιγάριθμοι γηγενείς, υπέρμαχοι των δικαίων της φυλής τους, που για 100 χρόνια τους φώναζαν υποτιμητικά Βουλγάρους και τώρα ονομάζονται υπερήφανα Μακεδόνες» (σελ.κα'-κβ').
Οπως και στα υπόλοιπα έργα του Πετσίβα, τον βασικό κορμό του έργου συμπληρώνει και εδώ ένα παράρτημα 40 διαφορετικών τεκμηρίων, που περιλαμβάνει από παλιότερα ντοκουμέντα (1880-1959) μέχρι πρόσφατα δημοσιογραφικά κείμενα. Ξεχωρίζουμε τη δίγλωσση (ελληνόγλωσση και σλαβόγλωσση) προκήρυξη του Μακεδονικού Κομιτάτου της Αθήνας «προς τους αδελφούς Μακεδόνας» με τα βασικά επιχειρήματα για τον προσεταιρισμό τους στην ελληνική εθνότητα (1905) και τις πλαστές «Προφητείες του Μεγαλέξανδρου» (σλαβιστί: «Πρεσκαζάνιε να Γκόλεμ Αλεξάντρ») που μοίραζαν οι μακεδονομάχοι στον ίδιο πληθυσμό (1907).
Ολο αυτό το έργο υπήρξε προϊόν της δουλειάς ενός και μόνο ανθρώπου: ο Γιώργος Πετσίβας δεν συγκέντρωνε μόνο ως ερευνητής το υλικό και οργάνωνε το περιεχόμενο των βιβλίων του· φρόντιζε επίσης αυτοπροσώπως όλη τη διαδικασία της υλικής παραγωγής τους, που μετέτρεπε τις δέσμες από χαοτικά χειρόγραφα και φωτοτυπίες σε προσεγμένους, καλαίσθητους τόμους. Μαζί με την αχώριστη σύντροφό του, Νίκη, όργωναν κατόπιν την Ελλάδα για τη διακίνησή τους σε μικρά και μεγάλα βιβλιοπωλεία, από τη Μακεδονία ίσαμε την Κρήτη.

Οσα δεν πρόφτασε

Η ανέκδοτη συνέχεια των απομνημονευμάτων του Καραβίτη, από τους Βαλκανικούς Πολέμους και το Βορειοηπειρωτικό Κίνημα μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο, και του ημερολογίου του Βάρδα κατά τη βαθιά παρανομία του στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού (4/6/1917-29/9/1920), αποτέλεσε ακόμη μια μέριμνα του Πετσίβα. Τελικά πρόλαβε να εκδώσει μόνο το πρώτο («Ο Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος», Αθήνα 2001) και το τελευταίο («Η βενιζελική τυραννία», Αθήνα 2006).
Ανέκδοτα έμειναν, ως απλές εξαγγελίες, οι υπόλοιπες δύο αναμνήσεις του Καραβίτη και ακόμη δύο έργα-συλλογές ντοκουμέντων με θέμα ισάριθμους επώνυμους μακεδονομάχους και τίτλους ηθελημένα ειρωνικούς: «Η τεράστια συμβολή του χαφιέ στην ιστορική επιστήμη. Η περίπτωση του παπα-Σταύρου» και «Εγώ ο Κότε γράφω».
Στην τελευταία περίπτωση, εξηγούσε, ο τίτλος που επέλεξε (ακροτελεύτια φράση μιας επιστολής που ο αγράμματος Μακεδόνας οπλαρχηγός υπαγόρευσε στον γραμματικό του) θα λειτουργούσε ως υπενθύμιση της μοίρας που η Ιστορία επιφύλαξε στους εκπροσώπους εκείνους ενός παραδοσιακού κόσμου που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να αφουγκραστούν τα νεωτερικά κελεύσματα της εποχής τους: στην πραγματικότητα, οι πάντες έγραψαν για τον Κότε Ρίστοφ (ή «καπετάν Κώττα») εκτός από τον ίδιο...
Ενα εγκεφαλικό επεισόδιο, στις αρχές του 2011, έβαλε τέλος σ’ αυτή την πληθωρική, πολλά υποσχόμενη δραστηριότητα. Υστερα από προσπάθειες μηνών, ο Γιώργος Πετσίβας ανέκτησε ξανά μεγάλο μέρος των διανοητικών λειτουργιών του, όχι όμως και τις κινητικές.
Την τελευταία επταετία της ζωής του θα απολαμβάνει κάθε καινούργια μέρα σαν να ’ναι μοναδική, με την πολύτιμη συμπαράσταση της Νίκης. Ωσπου, στις 28 Ιουλίου 2018, μια πολύμηνη πνευμονία έφερε το τέλος.
Μας έμεινε το έργο του, καθοριστική τομή στην προσπάθεια να φωτιστεί η πιο παραχαραγμένη πτυχή της Ιστορίας του τόπου μας. Για την εσωτερική φλόγα που τον κινούσε, αποκαλυπτικό είναι πάλι το τσιτάτο του Μίλαν Κούντερα, με το οποίο είχε στολίσει το γραφείο του: «Οι άνθρωποι δεν εκτιμούν τους ήρωες που μάχονται και θριαμβεύουν αλλά τους μάρτυρες, γιατί αυτοί τους καθησυχάζουν επικροτώντας την έντιμη αδράνειά τους και τους αποδεικνύουν ότι η ζωή δεν προσφέρει παρά μια μονάχα εναλλακτική λύση: να παραδοθείς στον δήμιο ή να υπακούσεις».
Φως φανάρι ότι, ανάμεσα στην υποταγή και την αυτοθυσία, ο ίδιος είχε επιλέξει μια ευέλικτη -πλην αποτελεσματική- ανυπακοή.

Στο Βουκουρέστι του 1979

Του Νικόλα Ζηργάνου
Τον Γιώργο Πετσίβα τον συνάντησα το 1979 στο Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου. Τότε σπούδαζε στη σχολή κινηματογράφου. Ενα απόγευμα με χιόνι βρεθήκαμε στο μοναδικό σινεμά που έπαιζε «δυτικά» έργα, όλα ανώδυνα, γαλλικές ταινίες με τον Μπελμοντό και τον Λουί ντε Φινές, αλλά και ελληνικά. Πήραμε εισιτήρια από τη μαύρη αγορά, γιατί είχε ουρά. Είδαμε το «Κοινωνία ώρα μηδέν» χωρίς υπότιτλους, με έναν ελληνομαθή να είναι ανεβασμένος πάνω στη σκηνή με μικρόφωνο στο χέρι και να μεταφράζει στα ρουμάνικα όλους τους διαλόγους. Ακόμη και ο Κούρκουλος ήταν τότε μια ανάσα κινηματογραφικής ελευθερίας.
Ο Γιώργος χαρακτηριζόταν από το ιδιότυπο χιούμορ του και την ελεύθερη σκέψη του. Ενα βράδυ στη σχολή του τα έχασε και τα δύο, ευτυχώς πρόσκαιρα. Οι λίγοι φοιτητές της σχολής κινηματογράφου είχαν το προνόμιο να παρακολουθούν, στο τελευταίο έτος, ξένες ταινίες, που φυσικά δεν προβάλλονταν στα τοπικά σινεμά. Ηταν μια εκπαιδευτική ανάγκη, για να γνωρίσουν οι νέοι Ρουμάνοι σκηνοθέτες σύγχρονους κινηματογραφιστές, να πάρουν μια μυρωδιά από ταινίες πέρα από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό.
Ο Γιώργος μού διηγήθηκε πως έφεραν στη σχολή τον «Ανθρωπο από μάρμαρο» του Αντρέι Βάιντα. Ηταν η εποχή της Σολινταρνόσκ και του Βαλέσα. Λίγα λεπτά μετά την έναρξη της προβολής, στην ειδική αίθουσα μόνο για τους φοιτητές της σχολής, άναψαν τα φώτα και μπήκαν μέσα κάποιοι άντρες με μακριά, μαύρα δερμάτινα παλτά και καπέλα, το απόλυτο στερεότυπο του ασφαλίτη. Δεν μίλησαν σε κανέναν, απλά πήραν την κόπια και έφυγαν μέσα στη σιωπή. Ελεγε αργότερα πως παίχτηκε ζωντανά ένα έργο μέσα στο έργο, πως με λογοκρισία και αστυνομοκρατία δεν υπάρχει σινεμά.
Μετά χαθήκαμε, αλλά ποτέ δεν ξέχασα την τόσο παραστατική διήγηση του Πετσίβα, τους ασφαλίτες που συνέλαβαν τον Βάιντα, τη σιωπή που ακολούθησε. Και τώρα, πάλι, σιωπή.



 

1 σχόλιο:

  1. Αρκετοί από την Αριδαία, έτυχε να τον γνωρίσουν και να συζητήσουν μαζί του επί σειράς ζητημάτων. Νομίζω ότι οι απόψεις που περιγράφονται στο κείμενο, διαφέρουν από τις θέσεις που εξέφραζε στις συζητήσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

(3)