Από τον Νίκο Βόλτση
Δυο «αναστάσιμα» περιστατικά στη μνήμη των: Δημήτρη Μπίτσου
και Γιώργου Ίσκου.
Βράδυ της Ανάστασης. Μετά το «Δεύτε λάβετε φως» οι πιστοί
έβγαιναν έξω στην αυλή της εκκλησίας.
Εμείς τα παιδιά είχαμε «οπλισμένα» τα πιστόλια με τις τάπες
και περιμέναμε το σύνθημα. Με το «Χριστός Ανέστη» σηκώναμε ψηλά το χέρι με το
πιστόλι και πατούσαμε τη σκανδάλη. Πολλά «μπαμ» ακούγονταν ταυτόχρονα και
επαναλαμβάνονταν μέχρι να τελειώσουν όλες οι τάπες.
Βέβαια δεν ήταν λίγες οι τάπες που πάθαιναν αφλογιστία.
Εμείς όμως ως προνοητικοί είχαμε μεριμνήσει και γι’ αυτό. Είχαμε μαζί μας ένα
καρφί για να αδειάσουμε το πιστόλι μας από την άσκαστη τάπα.
Η «μεγάλη τάπα» όπως την ονόμασε ο Γιώργος Σπρίτας ακουγόταν
λίγη ώρα μετά το «Χριστός Ανέστη». Ήταν η έκρηξη ενός μεγάλου βλήματος, που
τοποθετούσαν στη φωτιά νέοι του χωριού. Τα βλήματα τα έπαιρναν από ένα σωρό,
που ήταν εγκαταλειμμένα έξω από το χωριό, κατάλοιπα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Βρίσκονταν κάτω από έναν πλάτανο όπου είναι σήμερα το σπίτι του Τσάπα κοντά στο
γήπεδο.
Ο Δημήτρης Μπίτσος μου αφηγήθηκε το εξής περιστατικό:
Ένα Μεγάλο Σάββατο μέσα σε μια ρεματιά κοντά στα αλώνια, ο
Δημήτρης νέος τότε, ετοίμασε τα ξύλα για τη φωτιά όπου θα έβαζε το βλήμα για να
εκραγεί.
Πριν την Ανάσταση, πήγε, έβαλε φωτιά στα ξύλα, έριξε το
βλήμα πάνω στη φωτιά και ξεκίνησε να απομακρυνθεί. Εννοείται ότι όλα αυτά
γίνονταν κρυφά, γιατί ήταν επικίνδυνα και παράνομα.
Σε μικρή απόσταση όμως βρισκόταν η κόφτρα που ποτίζαμε για
το «Μπελοπόλε». Εκεί μέσα στο σκοτάδι άκουσε κάποιον που μετακινούσε τις
πέτρες, για να στείλει το νερό προς το χωράφι του.
Τότε ο Δημήτρης πάγωσε. Αντιλαμβανόταν ότι κάποιος
συγχωριανός του θα κινδύνευε από τα θραύσματα του βλήματος. Δεν μπορούσε όμως
να τον προειδοποιήσει φανερά, γιατί φοβόταν και τις συνέπειες του νόμου αν
τυχόν γινόταν καταγγελία. Μπρος άνθρωπος και πίσω βλήμα.
Τότε του ήρθε μια σωτήρια έμπνευση. Άρχισε να πετροβολά προς
το συγχωριανό. Εκείνος πάλι νομίζοντας ότι τον πετροβολά κάποιος που ήδη είχε
το νερό και πότιζε, το ’βαλε στα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι προς το «Ξερό
Πηγάδι». Ο Δημήτρης τον ακολούθησε πετροβολώντας τον. Όταν έφθασε στο «Ξερό
Πηγάδι» ακούστηκε η έκρηξη του βλήματος και ο Δημήτρης ανακουφισμένος τον
εγκατέλειψε.
Την Ανάσταση του 1972 με τον Τάκη Δήμτση και το Γιώργο Ίσκο
κάναμε κάτι πιο ειρηνικό και ακίνδυνο. Κατασκευάσαμε ένα αερόστατο. Ο Τάκης και
ο Γιώργος έβαλαν τα υλικά (ψιλά χαρτιά και κόλλες) κι εγώ έβαλα την τέχνη.
Το αερόστατο θα πετούσε σύμφωνα με τη θεωρία που λέει ότι ο
ζεστός αέρας είναι ελαφρύτερος από τον κρύο και γι’ αυτό ανεβαίνει ψηλότερα από
τον κρύο.
Κατασκευάσαμε, με χαρτιά και σκελετό από λεπτό καλάμι, έναν
κύλινδρο με ύψος 1,70 μέτρα και διάμετρο 1 μέτρο. Από την κάτω βάση τον αφήσαμε
ανοιχτό και στο κέντρο της στερεώσαμε με ψιλό σύρμα ένα στουπί στο οποίο θα
βάζαμε φωτιά για να γεμίσει τον κύλινδρο με ζεστό αέρα.
Πριν την Ανάσταση και ενώ ο κόσμος έβγαινε από την εκκλησία,
μεταφέραμε το αερόστατο από το σπίτι μου στο οικόπεδο, όπου σήμερα είναι
χτισμένο το καινούριο σχολείο.
Πριν ο ιερέας ψάλει το «Χριστός Ανέστη» εμείς βάλαμε φωτιά
στο στουπί. Δεν είχαμε πειραματιστεί άλλη φορά και δεν ξέραμε αν θα σηκωθεί.
Και ξαφνικά άρχισε να σηκώνεται μόνο του, με το αναμμένο στουπί να θερμαίνει
τον αέρα του αερόστατου.
Το αφήσαμε και υψώθηκε ίσα με δέκα μέτρα ψηλά. Ένα αεράκι
που φύσηξε το έκανε να γείρει αρκετά πλάγια με αποτέλεσμα η φλόγα του στουπιού
να γλείψει το χαρτί του αερόστατου. Και πριν ο ιερέας ψάλει το «Χριστός Ανέστη»
το αερόστατό μας έγινε πυροτέχνημα πέφτοντας στο διπλανό νεκροταφείο.
Νίκος Βόλτσης
Κομοτηνή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου