Πρόκειται για τον άνθρωπο που κάλεσε ο Αλέξης Τσίπρας μετά την τραγωδία στο Μάτι για να εντοπίσει τα λάθη που γίνονται, αλλά και για να κάνει προτάσεις. Αυτό που διαπίστωσε ήταν παντελής έλλειψη ενιαίου σχεδιασμού για την πρόληψη των πυρκαγιών και μεγάλα κενά στην λειτουργία των φορέων που σχετίζονται με την πυροπροστασία, κάτι που προφανώς ισχύει και σήμερα, ενώ το σχέδιο του μπήκε απλά σε ένα συρτάρι.
Είτε στα Βαλκάνια, την Ελλάδα, την Τουρκία ή την Ιταλία, η πυροσβεστική και οι κάτοικοι μάχονται με τις πυρκαγιές σε πολλά μέρη, ωστόσο συχνά μάταια. Οι καταστροφικές πυρκαγιές στα δάση τροφοδοτούνται από τους καύσωνες, την ακραία ξηρασία και τους ισχυρούς ανέμους.
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο συχνά εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και σε περιοχές που μέχρι τώρα είχαν γλυτώσει. Ο αυξημένος κίνδυνος δασικών πυρκαγιών δεν οφείλεται όμως μόνο στην κλιματική αλλαγή, λέει ο οικολόγος πυρκαγιών Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ, επικεφαλής του Κέντρου Παγκόσμιας Παρακολούθησης Πυρκαγιών, σε συνέντευξή του στην DW. Ειδικότερα στην περιοχή της Μεσογείου, το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά σε πολλά μέρη ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης φυγής από την ύπαιθρο με μοιραίες συνέπειες.
DW: Κύριε καθηγητά, υπήρχαν πάντα σοβαρές δασικές πυρκαγιές στην περιοχή της Μεσογείου. Γιατί η εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών αυξάνει τον κίνδυνο;
Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ: Στα Βαλκάνια, την Ελλάδα και την Τουρκία η αστυφιλία συνεχίζεται ακάθεκτη. Η νέα γενιά μετακομίζει στις πόλεις για να βρει δουλειά και καλύτερη ποιότητα ζωής εκεί. Με τους νέους να απομακρύνονται, οι αγροτικές περιοχές γερνάνε. Τα χωριά και οι παλιοί οικισμοί σιγά-σιγά εξαφανίζονται. Αυτό σημαίνει ότι η παραδοσιακά πολύ εντατική χρήση της γης θα πάψει να υπάρχει εκεί. Στη γη που δεν καλλιεργείται, σταδιακά εμφανίζονται αγριόχορτα, θάμνοι, μεμονωμένα δέντρα και τέλος δάση, τα οποία παρέχουν στη φωτιά περισσότερη τροφή από τις εντατικά καλλιεργούμενες γεωργικές περιοχές ή βοσκότοπους. Εάν κάποιος θέλει να κάνει κάτι ενάντια στον κίνδυνο αύξησης των πυρκαγιών, θα πρέπει να εστίασει στη νότια Ευρώπη, στα μέτρα που αντισταθμίζουν την έξοδο από τις αγροτικές περιοχές.
DW: Oρισμένες χώρες έχουν προχωρήσει σε αναδασώσεις με στοχευμένο τρόπο ως αντιστάθμισμα στην εγκατάλειψη της γης από τους αγρότες. Είναι αυτός ένας σωστός τρόπος;
Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ: Αυτό εξαρτάται πολύ από το πώς γίνεται η αναδάσωση. Στην Πορτογαλία, για παράδειγμα, τα ταχέως αναπτυσσόμενα είδη δέντρων καλλιεργούνται σε μεγάλες εκτάσεις για παραγωγή χαρτοπολτού και ξύλου. Είναι πεύκα και ευκάλυπτος, τα οποία κινδυνεύουν ιδιαίτερα επειδή είναι πολύ εύφλεκτα, σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς ελαιώνες ή τις βελανιδιές. Στην Τουρκία, αναδασωμένες περιοχές με πεύκο καίγονται αυτή τη στιγμή. Οι πυρκαγιές σε αυτά τα δάση είναι πολύ δύσκολο να καταπολεμηθούν. Με ισχυρούς, ξηρούς ανέμους είναι μερικές φορές αδύνατο να σταματήσει μια φωτιά.
DW: Εκτός από αυτή τη μονοκαλλιέργεια αναδάσωσης, υπάρχει επίσης η επιθυμία σε πολλά μέρη να αφήσουμε τα δάση όσο το δυνατόν πιο ανέγγιχτα. Είναι τα «φυσικά» δάση πιο ανθεκτικά σε ακραίες καιρικές συνθήκες και τη φωτιά;
Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ: Σε ένα ανέγγιχτο δάσος υπάρχει μεγάλη ποικιλία ιθαγενών φυτών και εντόμων αλλά και πολύ νεκρό ξύλο. Σε περίπτωση καύσωνα ή πυρκαγιών, ένα τέτοιο δάσος κινδυνεύει εξαιρετικά. Προκειμένου να καταστούν τα δάση λιγότερο ευαίσθητα στη φωτιά, θα πρέπει να σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η φωτιά να βρίσκει λιγότερη τροφή εκεί και επομένως να μπορεί να ελεγχθεί ευκολότερα. Αυτό είναι δυνατό πάνω απ όλα μέσω της εντατικής γεωργίας και της ελεγχόμενης βοσκής στα δάση.
DW: Τα ακραία καιρικά φαινόμενα εκδηλώνονται τώρα, όχι μόνο στην περιοχή της Μεσογείου, αλλά σε όλο τον κόσμο λόγω της κλιματικής αλλαγής. Πώς πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα;
Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ: Μόλις βιώσαμε εξαιρετικά έντονες βροχοπτώσεις και πλημμύρες εδώ στη Γερμανία. Επιπλέον, υπάρχουν ακραία φαινόμενα ισχυρών ανέμων, συμπεριλαμβανομένων των ανεμοστρόβιλων που δεν είχαμε ποτέ πριν ή μεγάλες εποχές ξηρασίας και πυρκαγιών. Φυσικά, όλα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στα δάση. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο πρέπει να αποχαιρετήσουμε την εικόνα που είχαμε για τα δάση, όταν κάποτε μπορούσαν να αναπτυχθούν σε ένα πολύ ισορροπημένο κλίμα, στο οποίο τέτοια ακραία φαινόμενα δεν εκδηλώνονταν ή εκδηλώνονταν σπάνια. Εάν στο μέλλον έχουμε γενικά κλιματολογικές συνθήκες όπως στη Μεσόγειο ή στις υποτροπικές περιοχές, τότε θα πρέπει να κοιτάξουμε τα δάση εκεί. Πώς είναι; Είναι εξίσου πυκνά, ψηλά και πλούσια σε βιομάζα όπως τα δάση ερυθρελάτης, ελάτης και της οξιάς μας; Οχι! Πρόκειται για ανοιχτά δάση με σχετικά λίγα δέντρα. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν περισσότερο έδαφος να αναπτυχθούν, περισσότερο νερό ενώ οι ρίζες τους απλώνονται πιο βαθιά. Κι αυτή η ανθεκτικότητα τα βοηθα απένανατι σε ακραίες ξηρασίες και ανέμους.
Το πόρισμα για την Ελλάδα
Παντελής έλλειψη ενιαίου σχεδιασμού για την πρόληψη των πυρκαγιών και μεγάλα κενά στην λειτουργία των φορέων που σχετίζονται με την πυροπροστασία διαπίστωσε η επιτροπή υπό τον καθηγητή Γιόχαν Γκόλνταμερ που συστάθηκε με εντολή του Αλέξη Τσίπρα το 2018.
Το πόρισμα παρέλαβε και έδωσε στην δημοσιότητα ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης.
Στην έκθεση των 150 σελίδων αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι στην πρόληψη δασικών πυρκαγιών συμμετέχουν 45 συναρμόδιοι φορείς χωρίς όμως να μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι η Δασική Υπηρεσία που είναι τυπικά επιφορτισμένη με τον συντονιστικό ρόλο στον τομέα της πρόληψης αδυνατεί να εκτελέσει πλήρως τα καθήκοντα της λόγω νομικού κενού. Στον τομέα της κατάσβεσης η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, αλλά και εκεί δραστηριοποιούνται πολλοί φορείς, δεκαεπτά στον αριθμό, οι οποίοι υπάγονται σε έξι διαφορετικά υπουργεία και ασκούν 11 διαφορετικές αρμοδιότητες.
Σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπής σημειώνεται αύξηση του αριθμού των δασικών πυρκαγιών και των καμένων δασικών εκτάσεων στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’80 και μετά, φθάνοντας μάλιστα τα 2.700.000 καμένα στρέμματα κατά τη δραματική χρονιά του 20070 περίπου πενταπλάσια του μέσου όρου των τελευταίων σαράντα ετών.
Όσον αφορά τους λόγους για την επιδείνωση του προβλήματος, σημαντικό ρόλο παίζει η αύξηση της ποσότητας της καύσιμης ύλης, εξαιτίας της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της ελλιπούς διαχείρισης των δασών λόγω περιορισμού των διαθέσιμων κονδυλίων, αλλά και η άνευ σχεδιασμού, οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη πολλών περιοχών. Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης και εξάπλωσης πυρκαγιών στις παρυφές των αστικών περιοχών, των οικισμών της υπαίθρου, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και των τουριστικών περιοχών.
Όπως τονίζεται στο πόρισμα, οι αδυναμίες στο κομμάτι της αποτελεσματικής πρόληψης, μπορούν να αποδοθούν, μεταξύ άλλων, «στην έλλειψη ενιαίου και κοινού σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας, στην απουσία εγκεκριμένων και τεκμηριωμένων τοπικών αντιπυρικών σχεδίων, στη δυσκολία να υιοθετηθεί η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων και επιστημονικών μεθόδων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, στην άναρχη και απρογραμμάτιστη δόμηση δασικών εκτάσεων και τη δημιουργία ζωνών μείξης δασών οικισμών γύρω από μεγάλα αστικά και τουριστικά κέντρα. Επίσης, στην περιστασιακή ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών και την αναποτελεσματική οργάνωση του εθελοντισμού, αλλά και στη μεγάλη δυσαρμονία των κονδυλίων που διατίθενται για την πρόληψη σε σχέση με τα πολλαπλάσια κονδύλια που δαπανώνται για την καταστολή των πυρκαγιών».
Για το θέμα της καταστολής, το πόρισμα της επιτροπής επισημαίνει ότι «τα αυξανόμενα κονδύλια της τελευταίας εικοσαετίας δεν οδήγησαν σε αντίστοιχη αύξηση στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του μηχανισμού», ενώ «τα επί μέρους προβλήματα αφορούν τόσο τις δυνάμεις και τα μέσα (επίγεια, εναέρια), όσο και τον τρόπο συνεργασίας των φορέων μεταξύ τους».
Η επιτροπή προτείνει την αντιμετώπιση των πυρκαγιών από την πολιτεία «ενιαία, μέσα από ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου, και όχι με μεμονωμένες και ασύνδετες υπηρεσίες και δράσεις πρόληψης ή καταστολής. Ο συνολικός και ενιαίος σχεδιασμός θα πρέπει να αφορά την πρόληψη και καταστολή των πυρκαγιών, καθώς και την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων σε μία λυσιτελή διαδικασία με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητας όλων των παραγόντων που πρέπει να προστατευτούν (κοινωνία, οικονομία, περιβάλλον). Είναι ανάγκη να αξιοποιούνται οι νομοθετικές προβλέψεις, με την ενσωμάτωσή τους στον επιχειρησιακό σχεδιασμό στο πλαίσιο ενός ενιαίου εθνικού σχεδίου προστασίας και ασφάλειας από τις πυρκαγιές δασών και υπαίθρου. Η αντιμετώπιση όλων των παραπάνω ζητημάτων θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενός επιστημονικού, συμβουλευτικού και συντονιστικού οργανισμού για τη συστηματική οργάνωση της διαχείρισης των Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου (ΟΔΙΠΥ) σε εθνικό επίπεδο. Ο οργανισμός αυτός θα πρέπει να λειτουργεί επιτελικά και συνεργατικά με τους άλλους αρμόδιους φορείς έχοντας ρόλο συμβουλευτικό, συντονιστικό και επιτελικό σε θέματα διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στη χώρα και την αποστολή να σχεδιάζει, να παρακολουθεί και να δίνει ρυθμό στο επιχειρησιακό έργο της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου».
Οι επιστήμονες της έκθεσης καθιστούν σαφές ότι «χωρίς έναν τέτοιο μηχανισμό δεν θα είναι δυνατό να επιτευχθεί, ούτε η συνεχής και ουσιαστική προσπάθεια για την πρόληψη, ούτε το απαραίτητο κλίμα και πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς».
Όπως τονίζεται στο πόρισμα, η λειτουργία του ΟΔΙΠΥ θα πρέπει να διέπεται από διεπιστημονικότητα και καινοτομία, ολιστική, ολοκληρωμένη προσέγγιση, συνοχή, συνεκτικότητα και συντονισμό, καθώς η εφαρμογή των δράσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Πυρκαγιών θα πρέπει να συντονίζεται συστηματικά και αποτελεσματικά.
Αναρτήθηκε από: ieidiseis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου