"Το φορολογούμενο - διοικούμενο πρόσωπο κατά κανόνα στερείται της ειδικής σχετικής γνώσης, η τυχόν συνδρομή ή οφειλομένη συνδρομή της οποίας και μόνον θα μπορούσε να επαχθεί, δικαιοπολιτικώς παραδεκτώς, την επιβολή υποχρέωσης ορθής εν τοις πράγμασιν εφαρμογής του σχετικού νόμου και, συνεπώς, την θεμελίωση αντίστοιχης σχετικής ευθύνης του επί τυχόν παραβίασης, ήτοι πλημμελούς εκπλήρωσής της" επισημαίνει ο κύριος Μπούτος.
Αναφορικώς με το ζήτημα της θέσπισης της υποβολής «ηλεκτρονικών δηλώσεων Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων», την οποία -μέσα στην συνήθη άγνοιά τους- τα Μ.Μ.Ε. της χώρας έχουν στην συντριπτική τους πλειονότητα φροντίσει να υποδεχθούν με διθυραμβικά σχόλια, και εν όψει της εισαγωγής της υπ’ αριθμόν 1031/2021 αποφάσεως του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., δυνάμει της οποίας αφ’ ενός μεν ανατίθενται στους Συμβολαιογράφους της χώρας νέα δημοσιονομικής φύσεως και δη αναφερόμενα στο πεδίο της Φορολογίας Κεφαλαίου καθήκοντα, συνδεόμενα με τον εκ μέρους των ως άνω αμίσθων δημοσίων λειτουργών της Δικαιοσύνης
α. υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας των σχετικώς μεταβιβαζομένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων,
β. τον, κατ’ ακολουθίαν και επί τη βάσει του προηγουμένου, υπολογισμό και αυτού του κατ’ αρχάς (!) καταβλητέου Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων και
γ. τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων για την χορήγηση απαλλαγής από τον ως άνω σχετικό φόρο λόγω απόκτησης πρώτης κατοικίας, αφ’ ετέρου δε επαυξάνεται η ευθύνη των υποβαλλόντων δήλωση Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων, κατατίθενται οι κατωτέρω πρώτες σκέψεις – παρατηρήσεις, κατά το δυνατόν πλέον συνοπτικώς:
Α. Χρόνος φορολογίας, στο πεδίο του Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων [Φ.Μ.Α.], είναι -κατ’ αρχήν- ο χρόνος κατάρτισης της αντίστοιχης σύμβασης πώλησης [άρθρο 3§1 περ. ε΄ Ν. 1587/1950].
Ως εκ τούτου, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το εξής γεγονός:
Καθ’ ό μέτρο, όπως η ως άνω υπ΄ αριθμόν Α.1031/2021 Α.Α.Δ.Ε. καινοτομώντας επιβάλλει, το φορολογούμενο – διοικούμενο (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο αγνοεί το ακριβές μέτρο της φορολογικής του υποχρέωσης ήδη πριν την κατάρτιση μίας σύμβασης ή την καθ’ οιοδήποτε τρόπο εμπλοκή του σε μία αστική ή εμπορική συναλλαγή ή επένδυση, παραβιάζονται βασικές αρχές του Κράτους Δικαίου και εκφάνσεις θεμελιωδών κατά το Σύνταγμα δικαιωμάτων, συναρτώμενες πρωτίστως προς την διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου, της προστατευομένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και του σχετικώς αναπτυσσομένου έναντι του Κράτους status negativus και τασσόμενες υπέρ της κατοχύρωσης της νόμιμης δυνατότητας λήψεως υπ’ όψιν εκ μέρους του σχετικώς ενδιαφερομένου, ήδη προ της διενέργειάς της, των εννόμων συνεπειών μίας πράξεως και δη απευθυνομένης προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Β. Ομοίως, αντιβαίνει προς θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου η, κατά τις επίσης ρηξικέλευθες προβλέψεις της ως άνω υπ’ αριθμόν Α.1031/2021 Α.Α.Δ.Ε [βλ. ιδίως §§ 2,3], επιβάρυνση του φορολογουμένου – διοικουμένου προσώπου με το βάρος της ευθύνης για την ακρίβεια –όχι απλώς, όπως μέχρι σήμερα [βλ. άρθρο 7§§5 και 3 στοιχ. στ’ Ν. 1587/1950], του προσδιορισμού των περιγραφικών στοιχείων του οικείου ακινήτου, ήτοι περί της συνδρομής ενός πραγματικού γεγονότος, θεωρητικώς, έστω, εμπίπτοντος στο εν δυνάμει γνωστικό του πεδίο, ως θεωρητικώς, έστω, καταγωγικώς συναρτωμένου προς αντικειμενικές δυνατότητες των αισθήσεών του, αλλά– του υπολογισμού της αντικειμενικής αξίας εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί του άνω ακινήτου και του σχετικώς κατά νόμον καταβλητέου φόρου [Φ.Μ.Α.] ως και για την συνδρομή των προϋποθέσεων για την χορήγηση απαλλαγής λόγω απόκτησης πρώτης κατοικίας, ήτοι περί της συνδρομής, αδιαμφισβήτητα, νομικών γεγονότων, φορολογικού, κυρίως, δικαίου, αλλά, οπωσδήποτε, με αναφορές και συνδέσεις με διατάξεις αστικού, πολεοδομικού και δασικού δικαίου. Και τούτο, για δύο πρωτίστως λόγους, ήτοι:
α. Το μεν,
επειδή, κατά γενικό κανόνα που συγκροτεί την ίδια την έννοια
της ευθύνης σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας των θεσμών και της
δράσης ενός πολίτη και εν γένει διοικουμένου στο πεδίο της δημόσιας
διοίκησης, η επίρριψη – ανάληψη οιασδήποτε ευθύνης παραπέμπει
αναγκαστικώς σε παραβίαση σχετικής υποχρέωσης, η δε επιβολή
σχετικής υποχρέωσης προϋποθέτε
Το φορολογούμενο – διοικούμενο πρόσωπο κατά κανόνα στερείται της ειδικής σχετικής γνώσης, η τυχόν συνδρομή ή οφειλομένη συνδρομή της οποίας και μόνον θα μπορούσε να επαχθεί, δικαιοπολιτικώς παραδεκτώς, την επιβολή υποχρέωσης ορθής εν τοις πράγμασιν εφαρμογής του σχετικού νόμου και, συνεπώς, την θεμελίωση αντίστοιχης σχετικής ευθύνης του επί τυχόν παραβίασης, ήτοι πλημμελούς εκπλήρωσής της.
β. Το δε, επειδή στους ως άνω σχετικούς υπολογισμούς όσο και στον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων χορήγησης της κατά ως άνω απαλλαγής δεν προβαίνει καν αυτό το φορολογούμενο – διοικούμενο, αλλά τρίτο πρόσωπο, ήτοι ο λαβών την σχετική εντολή Συμβολαιογράφος [βλ. § 3 της Α. 1031/2021 Α.Α.Δ.Ε.], για τις τυχόν πλημμέλειες των ενεργειών του οποίου και προβάλλει νομικώς και λογικώς αδιανόητο να ευθύνεται -και δη έναντι του Δημοσίου- οιοσδήποτε άλλος, πλην ασφαλώς αυτού του ιδίου.
Δηλαδή, προβάλλει νομικώς και λογικώς απαράδεκτο, να τίθεται ζήτημα ευθύνης του φορολογουμένου – διοικουμένου προσώπου και δη ενός πολίτη –και ουχί υπηκόου βγαλμένου από την «Δίκη» του Κάφκα– καθ’ ο μέτρο ελλείπει παντελώς το στοιχείο του «άλλως δύνασθαι πράττειν», όπως ακριβώς, βεβαίως, και συμβαίνει εν προκειμένω. Και τούτο, διότι κατά τα ανωτέρω και πλην εξαιρετικώς σπανίων περιπτώσεων, ουδόλως συντρέχει στο πρόσωπο του φορολογουμένου – διοικουμένου τόσο μεν η ειδική σχετική γνώση όσον δε και η εν τοις πράγμασιν -εν όψει ακριβώς της πρώτης- δυνατότητα διορθωτικής τυχόν επέμβασης στο έργο τού, προσωρινώς έστω, υπολογίζοντος τις σχετικές αντικειμενικές αξίες και του σχετικώς κατ’ αρχάς καταβλητέου και κατ’ αρχάς καταβαλλομένου φόρου όσο και αποφαινομένου περί της χορήγησης της κατά τα ως άνω απαλλαγής Συμβολαιογράφου.
Γ. Σε περίπτωση δε τυχόν, κατά την οποία εκ των υστέρων, ήτοι μετά την επέλευση του σχετικού χρόνου φορολογίας, ήτοι μετά την κατάρτιση του σχετικού πωλητηρίου συμβολαίου, ήτοι μετά την καταβολή του σχετικού Φ.Μ.Α. ή και την μη καταβολή του ένεκα της νομιζομένης συνδρομής των όρων της κατά τα ως άνω απαλλαγής επί τη βάσει των σχετικών εκ μέρους του Συμβολαιογράφου διενεργηθέντων προσωρινών υπολογισμών ή κρίσεων υπέρ της συνδρομής των όρων της κατά τα ως άνω απαλλαγής, η Διοίκηση προβεί σε διάφορο και δη πλέον επαχθή για τον φορολογούμενο οριστικό προσδιορισμό της σχετικής φορολογικής του υποχρέωσης, ήτοι σε διάφορο και πλέον επαχθή οριστικό προσδιορισμό του ύψους των σχετικών αντικειμενικών αξιών και του σχετικώς καταβλητέου φόρου ή τυχόν (και) σε αρνητική απόφανση περί της συνδρομής των όρων της κατά τα ως άνω απαλλαγής, ο λαβών εντολή προς -ασφαλώς, καλή και επιμελή- εκτέλεση της ως άνω σχετικής υπηρεσίας Συμβολαιογράφος θα προβάλλει άνευ ετέρου ως εκτελέσας αυτήν πλημμελώς.
Ως αποτέλεσμα, θα προβάλλει ως περίπου αυτονόητη η δυνατότητα καταλογισμού αντίστοιχης σχετικής αστικής –και δη και εκ βαρείας ακόμη αμελείας– ευθύνης εις βάρος τού πλέον υποχρέου στην ειδική σχετική γνώση Συμβολαιογράφου, κατόπιν ασκήσεως αντίστοιχης σχετικής αγωγής κακοδικίας εκ μέρους του εντολέως του και υπό τους όρους της ΕισΝΚΠολΔ73, δίχως, σημειωτέον, εν όψει και όσων αμέσως ανωτέρω εξετέθησαν, να δύναται προφανώς να αντιταχθεί έναντι του -κατά τ’ άλλα ευθυνομένου- εντολέως η περί συνδρομής «οικείου» πταίσματος αντίστοιχη σχετική ένσταση [Α.Κ. 300].
Πλέον δε τούτων, είναι σαφές, ότι η αναγωγή των ως άνω σχετικών ενεργειών στον κύκλο καθηκόντων του Συμβολαιογράφου προφανώς και διανοίγει την αντικειμενική δυνατότητα εκ μέρους του διάπραξης αντιστοίχου σχετικού πταίσματος κατά την ενάσκησή τους και, συνεπώς θεμελίωσης και αντίστοιχης σχετικής πειθαρχικής ευθύνης του, γεννωμένης, ως γνωστόν, και εξ αμελείας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 42επ. Ν. 2830/2000, δίχως, πάντως, να αποκλείεται και το ενδεχόμενο καταλογισμού και σχετικής ποινικής ευθύνης του, συνδεομένης ιδίως με την τυχόν εκ δόλου -αλλά, πάντως, όχι αναγκαίως εκ dolus malus- διάπραξη του αδικήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, κατά την Π.Κ. 242.
Τα ανωτέρω ασφαλώς και δεν σημειώνονται, προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάγκη καθιέρωσης του τυχόν «ανευθύνου» του Συμβολαιογράφου κατά την άσκηση των νεοεισαχθέντων σχετικών καθηκόντων του, λαμβανομένου, μάλιστα, υπ’ όψιν, ότι πρόκειται για το βαρυνόμενο με το πλέον εκτεταμένο και επαχθές πλέγμα ευθυνών νομικό λειτούργημα – επάγγελμα, αλλά προκειμένου να καταδειχθεί το απολύτως άτοπο της -αφελώς ή και δολίως- υποστηριζομένης άποψης, ότι, υπό το φώς της ως άνω υπ’ αριθμόν Α.1031/2021 Α.Α.Δ.Ε., η συνδεομένη με το συγκεκριμένο τμήμα της Φορολογίας Κεφαλαίου ευθύνη συγκεντρώνεται αποκλειστικώς στο πρόσωπο του υποβάλλοντος την σχετική δήλωση Φ.Μ.Α. φορολογουμένου και, πάντως, κατ’ ουδένα τρόπον σε εκείνο του συντάξαντος αυτήν Συμβολαιογράφου.
Δ. Σε κάθε δε περίπτωση, στην πραγματικότητα, η κατ’ αποτέλεσμα -αν όχι ευθεία- επίρριψη της ως άνω σχετικής ευθύνης εις βάρος του Συμβολαιογράφου παραβιάζει επίσης τους κατά τα ανωτέρω συμφώνους προς την αρχή του Κράτους Δικαίου στοιχειώδεις όρους για την θεμελίωση ευθύνης εις βάρος ενός οιουδήποτε προσώπου. Και τούτο, διότι ο Συμβολαιογράφος επίσης κατά το μάλλον στερείται της ειδικής σχετικής γνώσης και δη σε βαθμό, τουλάχιστον, τέτοιο που θα δικαιολογούσε νομικώς και λογικώς την επιβολή σχετικής νόμιμης υποχρέωσης εφαρμογής των σχετικων διατάξεων και, συνεπώς, την αναγνώριση αντίστοιχης σχετικής ευθύνης:
Ο Συμβολαιογράφος ούτε τυγχάνει ούτε και, πρωτίστως, οφείλει να τυγχάνει απόλυτος, εξειδικευμένος γνώστης της σχετικής εξόχως ειδικής, εξαιρετικής, συχνά αντιφατικής όσο και εγκατεσπαρμένης σε πάμπολλα νομοθετήματα φορολογικής νομοθεσίας περί προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας ακινήτων όσο και του σχετικώς καταβλητέου (ή μη) φόρου, ώστε, περαιτέρω, να καλείται ευλόγως –όχι να υποβάλλει, όπως ακριβώς μέχρι τούδε, πρόταση περί της δέουσας υπό της Φορολογούσας Αρχής εφαρμογής της, αλλά– να την εφαρμόζει, όπως ακριβώς εφ’ εξής, σύμφωνα το νέο νομοθετικό καθεστώς.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται αντικειμενικώς και άνευ της παραμικρής αμφιβολίας εν όψει:
αφ’ ενός μεν του γεγονότος, ότι η σχετική αρμοδιότητα, ως ανήκουσα, αυτονόητα, εν όψει θεμελιωδών σταθμίσεων του Συντάγματός μας επί τη βάσει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, στον σκληρό πυρήνα της Εκτελεστικής Εξουσίας [και, πάντως, όχι της Δικαστικής Εξουσίας, στην οποία και ανήκει ο Συμβολαιογράφος (92 Σ)], ασκείτο διαχρονικώς και αποκλειστικώς εκ μέρους της εκάστοτε αρμοδίας Φορολογούσας Αρχής, ήτοι εκ μέρους των κατά τόπων Δ.Ο.Υ. της ελληνικής επικράτειας, του μεν Κράτους υπέχοντος τυχόν σχετική αστική ευθύνη, των δε σχετικώς αρμοδίων –και εξειδικευμένων αποκλειστικώς στο συγκεκριμένο και μόνον αντικείμενο– υπαλλήλων του υπεχόντων τυχόν (και) σχετική πειθαρχική ευθύνη, επιλαμβανομένων δε σχετικώς και των αρμοδίων Διοικητικών Δικαστηρίων [βλ. και ΣτΕ 770/2013], αφ’ ετέρου δε του γεγονότος, ότι το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο ουδόλως απαντάνται τόσο μεν στην διδακτέα ύλη των Νομικών Σχολών της επικράτειας όσον δε και στην –σημειωτέον, εξαιρετικά εκτεταμένη στο πεδίο τόσο του Ιδιωτικού όσο και του Δημοσίου Δικαίου– εξεταστέα ύλη για την πρόσβαση στο σώμα των Ελλήνων Συμβολαιογράφων, δεδομένου, προφανώς, ότι διαθέτει κατ’ εξοχήν οικονομολογικό χαρακτήρα, απευθυνόμενο, ως εκ τούτου, στην καλύτερη περίπτωση, σε φοιτητές Σχολών των Οικονομικών Επιστημών, αν όχι το πρώτον σε παρακολουθούντες σχετικά εξειδικευμένα σεμινάρια, διοριζομένους στα Τμήματα Κεφαλαίου των Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών της επικρατείας δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι και αναλαμβάνουν το συγκεκριμένο αντικείμενο, κατ’ αποκλειστική, μάλιστα, ενασχόληση, γεγονός, προφανώς, δηλωτικό της ευρύτητάς του.
Ώστε,
δεν χωρεί αμφιβολία, ότι προβάλλει νομικώς και λογικώς απαράδεκτο, το
αντικείμενο αρμοδιότητας όσο και, συνεπώς, ευθύνης τού –κατά τ’ άλλα,
βεβαίως, επιφορτισμένου με πολλαπλά καθήκοντα ελέγχου νομιμότητας και
εφαρμογής του νόμου και δη επί ποινή βαρυτάτων κυρώσεων σε πλείονα
δικαιϊκά πεδία [αστικού, αστικού δικονομικου,
εταιρικού, κτηματολογικού, εποικιστικού,
Ε. Συναφώς, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η ιδιότητα του Συμβολαιογράφου ως δημοσίου λειτουργού και δη ενεργούντος στο πεδίο της Δικαστικής Λειτουργίας, ως judex chartularius, οργάνου της Εξωδικαστικής Εκουσίας Δικαιοδοσίας, θεσμού της Προληπτικής Δικαιοσύνης και εγγυητή της ασφάλειας δικαίου και των συναλλαγών, από την άσκηση του λειτουργήματος του οποίου και απορρέει ένα ιδιαιτέρως εκτεταμένο πλέγμα τόσο εννόμων όσο και πραγματικών συνεπειών, τόσο σε προσωπικό όσο και σε περιουσιακό επίπεδο, τόσο για τους κατ’ ιδίαν διοικουμένους και το εν γένει κοινωνικό σύνολο όσο και για σημαντικούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, αδιαμφισβήτητα απαγορεύει την ανάθεση σε αυτόν αρμοδιοτήτων, οι οποίες κείνται εκτός του πεδίου της επιστημονικής του αναφοράς και κατεύθυνσης.
Και τούτο, όχι μόνον για λόγους, οι οποίοι συνδέονται αποκλειστικώς με την, προφανώς, δικαιοπολιτικώς αυτονόητη απόρριψη της ιδέας περί τυχόν αναγκαστικής –κατά πιθανή παραβίαση και του Συντάγματος [βλ. 22§4 Σ]– διά νόμου επιφόρτισης οιουδήποτε -και δη αμίσθου- δημοσίου λειτουργού με καθήκοντα, ως προς τα οποία να μην δύναται εξ αντικειμένου να ανταποκριθεί με τον δέοντα και ευλόγως προφανώς αναμενόμενο τρόπο και, συνεπώς, για λόγους που συνδέονται αποκλειστικώς με την ανάγκη εύλογης προστασίας της προσωπικότητάς του.
Αλλά, πρωτίστως, διότι η τυχόν ανταπόκριση του συγκεκριμένου δημοσίου λειτουργού σε αυτά κατά τρόπο κατά το μάλλον ανεπιτυχή, πλημμελή και εν γένει προβληματικό και δη σε σημαντική κλίμακα δεν επάγεται τις -κατά κανόνα- περιορισμένες συνέπειες της τυχόν πλημμελούς εκπλήρωσης μίας οιασδήποτε ακόμη συμβατικής υποχρέωσης στο πεδίο της εν γένει συναλλακτικής δραστηριότητας ή τυχόν «της ανάληψης ενός εγχειρήματος» παρά την μη συνδρομή των σχετικώς απαιτουμένων δυνατοτήτων και δεξιοτήτων στο πρόσωπο του σχετικώς αμερίμνως επιχειρούντος, ο οποίος, ως εκ τούτου, και επιδεικνύει σχετικώς ανεπίτρεπτη «αμέλεια».
Αλλά, αντιθέτως, προκαλεί ένα σημαντικό οικονομικό, κοινωνικό αλλά και δικαιικό αντίκτυπο, καθώς επάγεται την διάπλαση ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο όχι μόνον δεν υπηρετεί αποτελεσματικά τον πολίτη αλλά και υπονομεύει την δυνατότητά του να αναπτύσσει οικονομική δραστηριότητα όσον, βεβαίως, και εκφάνσεις της προσωπικότητάς του με όρους ασφάλειας δικαίου, προστατευομένης εμπιστοσύνης και, συνεπώς, σεβασμού της αξιοπρέπειάς του ως προσώπου, ως πολίτη, ως φορολογικού υποκειμένου και ως οικονομικού παράγοντα επί τη βάσει των αρχών του Κράτους Δικαίου [πρβλ. ένα Κράτος, το οποίο θα διόριζε σε οργανικές θέσεις Οφθαλμιάτρων σε Δημόσια Νοσοκομεία, επιλαχόντες Αγγειοχειρουργούς].
ΣΤ’. Εν όψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές, ότι η εκ μέρους των Συμβολαιογράφων ανάληψη της σχετικής αρμοδιότητας, αντικείμενο της οποίας και δεν αποτελεί παρά το νομικό εξάμβλωμα μίας de facto προσωρινής βεβαίωσης φόρου επί τη βάσει ενός προσωρινού υπολογισμού της αντικειμενικής -και ουχί, βεβαίως, της τυχόν προτεινομένης ως αγοραίας- αξίας των σχετικών εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων εν συνδυασμώ με προσωρινές τυχόν αποφάνσεις περί της συνδρομής των προϋποθέσεων της κατά τα ως άνω απαλλαγής λόγω απόκτησης πρώτης κατοικίας, θεμελιώνεται σε προδήλως αντισυνταγματική ρύθμιση, ως αντιβαίνουσας στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Και τούτο, διότι η κατά τα ανωτέρω –εν μέρει de jure εν μέρει de facto (!)- ανάθεση της εφαρμογής του ως άνω εξόχως ειδικού και όλως εξαιρετικού -κατά τις στοχεύσεις και την καταγωγική αφετηρία του- τμήματος της Φορολογίας Κεφαλαίου στους Συμβολαιογράφους δεν δύναται παρά να απορριφθεί ως από πάσης απόψεως απαράδεκτη, δεδομένου ότι, όπως άλλωστε γινόταν de lege lata διαχρονικώς δεκτό, η σχετική αρμοδιότητα εμπίπτει στο αποκλειστικό πεδίο καθηκόντων του στενού πυρήνα της Εκτελεστικής Εξουσίας, διά των σχετικώς αρμοδίων οργάνων της.
Ομοίως δε και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό, ότι ακόμη και αν πρέπει οπωσδήποτε –κατά τον πραγματικά απολύτως ακατανόητο σχετικό προσανατολισμό του επίκαιρου φορολογικού νομοθέτη– να θεσμοθετηθεί ένα πρώτο στάδιο για
α. την προσωρινή επιλογή των κρισίμων φορολογικών συντελεστών που διαμορφώνουν την φορολογητέα αξία εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων,
β. τον προσωρινό προσδιορισμό και την προσωρινή βεβαίωση, εν όψει ακριβώς της αμέσως προηγουμένης προσωρινής επιλογής, του κατ’ αρχάς καταβλητέου –όσο και πράγματι, προ του οριστικού προσδιορισμού της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, κατ’ αρχάς καταβαλλομένου– Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων και
γ. την προσωρινή κατάφαση της τυχόν συνδρομής των προϋποθέσεων για την χορήγηση της κατά τα ως άνω απαλλαγής από τον ως άνω σχετικό φόρο, το σύνολο των ανωτέρω καθηκόντων δεν δύναται παρά να ανάγεται στο αποκλειστικό πεδίο αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας και δη σε εκείνην του Υπουργείου Οικονομικών.
Συγκεφαλαιώνοντας δε, επισημαίνεται, ότι υπό το φώς της ως άνω υπ’ αριθμ. Α. 1031/2021 Α.Α.Δ.Ε.:
α. ο μεν προσωρινός υπολογισμό
β. ο δε οριστικός αντίστοιχος σχετικός υπολογισμός όσον δε και η οριστική αντίστοιχη σχετική κρίση ανατίθεται σε άλλα (!) πρόσωπα, ήτοι σε (διοικητικά) όργανα του Κράτους, τις κατά τόπον αρμόδιες Δ.Ο.Υ., οι οποίες και υπάγονται στην Εκτελεστική Εξουσία,
γ. ο δε χρόνος φορολογίας, ήτοι ο χρόνος σύνταξης της αντίστοιχης σχετικής συμβολαιογραφικής πράξεως, εντοπίζεται σε ενδιάμεσο σχετικό χρονικό σημείο (!).
Συνεπώς, μάλλον εθελοτυφλεί όποιος, πέραν όλων των άλλων, αγνοεί, ότι η εν λόγω νομοθέτηση κατατείνει στην δημιουργία ενός πρωτόγνωρου όσο και οπωσδήποτε αποκρουστικού οργανικού μορφώματος, το οποίο γεννά η προδήλως αντισυνταγματική σύμπηξη της Εκτελεστικής και της Δικαστικής Εξουσίας και δη κατά τρόπο ώστε να διαστρέφεται -κατ’ απόλυτη αντιστροφή των ρόλων τους- η σύμφωνη προς την νομική τους φύση θεσμική λειτουργία των οργάνων μίας εκάστης:
το μεν όργανο της Δικαστικής Εξουσίας καταλήγει να ενεργεί ως de facto όργανο της Εκτελεστικής Εξουσίας, τα δε όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας (Δ.Ο.Υ.) καταλήγουν να ενεργούν ως de facto όργανα της Δικαστικής Εξουσίας, ήτοι ως ασκούντα έλεγχο νομιμότητας επί των σχετικών ενεργειών των σχετικώς επιληφθέντων -δίκην οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας- Συμβολαιογράφων.
Ζ. Εν όψει των ανωτέρω, προβάλλει νομίζω σαφές, ότι οι όποιες -κατ’ αρχήν καλοδεχούμενες- προσπάθειες ψηφιακού εκσυγχρονισμού της διαδικασίας υποβολής των δηλώσεων Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων όσο και σχετικώς πρόσφορης τροποποίησης των αντιστοίχων διατάξεων της Φορολογίας Κεφαλαίου, θα πρέπει, συμφώνως προς συνταγματικές επιταγές όσο και εύλογες δικαιοπολιτικέσταθμίσεις, να λαμβάνει αφετηριακώς υπ’ όψιν, ότι το σχετικό πλέγμα ευθυνών θα πρέπει να διαγράφεται εντός των κατωτέρω –όσο και προσδιοριζομένων παγίως υφ’ οιουδήποτε προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος– ορίων:
α. Ευθύνη δηλούντων – φορολογουμένων προσώπων:
περί της ανταπόκρισης τών εκ μέρους των δηλουμένων σχετικών στοιχείων προς την πραγματική κατάσταση των οικείων ακινήτων.
β. Ευθύνη Συμβολαιογράφου:
περί της κατά περιεχόμενο ταύτισης της σχετικής δηλώσεως Φ.Μ.Α. και του αντιστοίχου συμβολαιογραφικού εγγράφου, αναφορικώς με τα σχετικώς κρίσιμα περιγραφικά στοιχεία του οικείου ακινήτου όσον βεβαίως και τα σχετικά φορολογικά υποκείμενα – συμβαλλομένους.
γ. Ευθύνη του σχετικώς επιλαμβανομένου και ενεργούντος στο ψηφιακό πεδίο υπαλλήλου Δ.Ο.Υ.:
περί τού εκ μέρους του ελέγχου της ορθότητας τής εκ μέρους των δηλούντων υποβολής της σχετικής δηλώσεως Φ.Μ.Α., περί τού εκ μέρους του οριστικού υπολογισμού των σχετικών αντικειμενικών αξιών –συνεπώς δε και περί τής εκ μέρους του επιλογής (κατ’ αποδοχή ή μη των υπό των δηλούντων προταθέντων) φορολογικών συντελεστών του οικείου φύλλου υπολογισμού αξίας ακινήτων, επί τη βάσει των σχετικών περιγραφικών στοιχείων των διαλαμβανομένων στην αντίστοιχη σχετική δήλωση Φ.Μ.Α. όσο και των σχετικώς προσκομιζομένων στοιχείων– καθώς και περί τής εκ μέρους του βεβαιώσεως τού κατά νόμον σχετικώς καταβλητέου Φ.Μ.Α. και δη κατά χρόνον ήδη προ της επελεύσεως του σχετικού χρόνου φορολογίας, ήτοι προ του χρόνου κατάρτισης του αντιστοίχου σχετικού συμβολαίου [βλ. και ΣτΕ 770/2013].
Καταληκτικώς δε, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι κομβικό σημείο αδυναμίας της συγκεκριμένης νομοθετικής παρέμβασης αποτελεί η πραγματικά ακατανόητη επιλογή της χρονικής πρόταξης της κατάρτισης της αντίστοιχης συμβολαιογραφικής πράξεως έναντι του οριστικού υπολογισμού των σχετικών αντικειμενικών αξιών και, κατ’ ακολουθίαν, της βεβαιώσεως του τελικώς καταβλητέου φόρου, η οποία, πέραν όσο και εν όψει όσων ανωτέρω εξετέθησαν, φαίνεται πως καταλήγει να μην λαμβάνει υπ’ όψιν τον πυρήνα της δικαιοπολιτικής, την «δικαιοπολιτική πυξίδα», η οποία και συνίσταται στην εξής αρχή: στα κράτη δικαίου, όλες οι μορφές δημόσιας εξουσίας λειτουργούν και υπηρετούν την πραγματική απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. σχετικώς Β. Τζέμο, Ευρωπαϊκή Ένωση και Δικαιοπολιτική, ΘΠΔΔ 2/2015, 97)
Του Βασιλείου Χρ. Μπούτου, Συμβολαιογράφου Πειραιώς, Μ.Δ. Εμπορικού Δικαίου
Πηγή: dikastiko.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου