Με εκπροσώπους φορέων συνεχίστηκε χθες το πρωί στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή η συζήτηση για τους νέους Κώδικες, που οδεύουν προς ψήφιση στην Ολομέλεια. Στο στόχαστρο της κριτικής βρέθηκαν οι «επικίνδυνες» ειδήσεις, η άκρατη αυστηροποίηση των ποινών, η ατιμωρησία του οικονομικού εγκλήματος και η λήψη DNA από κατηγορούμενους για αυτόφωρα εγκλήματα χωρίς τη δυνατότητά τους να ορίσουν τεχνικό σύμβουλο. Ολόθερμη υποδοχή στις αλλαγές διατύπωσε η Ενωση Ελλήνων Εισαγγελέων.
Fake news
Οι νέοι Κώδικες «ενισχύουν τον τιμωρητικό χαρακτήρα του ποινικού μας συστήματος με την αδικαιολόγητη αυστηροποίηση ποινών, τη διεύρυνση του αξιοποίνου, την επαναφορά αναχρονιστικών ποινών και εγκλημάτων», παρατήρησε ο εκπρόσωπος Τύπου της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Χαράλαμπος Σεβαστίδης, και έκανε εκτενή αναφορά στην τροποποίηση του άρθρου 191 για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, «καθώς διευρύνει το αξιόποινο, εισάγει και πάλι αφενός την υποκειμενική κρίση της προσφορότητας της είδησης να προκαλέσει ανησυχία ή φόβο και αφετέρου το στοιχείο του κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στη δημόσια τάξη, περιορίζοντας έτσι σημαντικά το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης».
Στο ζήτημα αυτό εστίασε την τοποθέτησή της η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, Μαρία Αντωνιάδου, σημειώνοντας ότι «η διατύπωση που περιέρχεται πλέον στην τροποποιημένη διάταξη, δηλαδή “ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στους πολίτες” κ.λπ. είναι ουσιαστικά αόριστη» και επισημαίνοντας ότι αυτό γίνεται σε μια χρονική περίοδο που οι αγωγές σε βάρος δημοσιογράφων έχουν πάρει μορφή χιονοστιβάδας.
Αστοχη αυστηροποίηση
Την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας εκπροσώπησε η πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, Νικολέττα Μπασδέκη, η οποία επισήμανε ότι «οι Κώδικες που είχαν ψηφιστεί αποτέλεσαν προϊόν μακράς διαβούλευσης, ανταλλαγής απόψεων και εναρμονισμού με την Ε.Ε. [...] αλλά δεν έχουν δημιουργήσει νομολογικά προηγούμενα και, ως εκ τούτου, η τρίτη τροποποίηση μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι άκυρη και άστοχη».
Αναφέρθηκε, επίσης, στην προσπάθεια της κυβέρνησης να εκμεταλλευθεί επικοινωνιακά κάποια εγκλήματα που σόκαραν την κοινή γνώμη για να προχωρήσει σε αυστηροποίηση των ποινών: «Θεωρούμε ότι το ποινικό μας δίκαιο είναι πλήρες να αντιμετωπίσει κάθε είδους αδίκημα, δεν μπορούμε όμως να νομοθετούμε υπό το καθεστώς των ΜΜΕ».
Στην αυστηροποίηση των ποινών αναφέρθηκε και η αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, Χριστίνα Ζαραφωνίτου, λέγοντας: «Δεδομένου ότι ο βασικός στόχος της ποινής δεν είναι η στείρα ανταπόδοση αλλά η κοινωνική επανένταξη του εγκληματία, είναι σημαντικό να προσφέρεται αυτή η δυνατότητα σε εκείνους που επιθυμούν να την αξιοποιήσουν. Ετσι, οι ποινές πρέπει να είναι ανάλογες της βαρύτητας των εγκλημάτων, να είναι ορθολογικές και να μην αντανακλούν ούτε υπέρμετρη τιμωρητικότητα ούτε και ατιμωρησία».
Οσο για το ποιες συνθήκες θα δημιουργηθούν στις ήδη ασφυκτικές φυλακές της χώρας, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Σωφρονιστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, Σπυρίδων Καρακίτσος, σχολίασε ότι «αμφιβάλλουμε εάν υπάρχει έστω και μία εκτίμηση ή μελέτη για τις συνέπειες που θα έχει η αυστηροποίηση των ποινών» και κάλεσε τον υπουργό Δικαιοσύνης να απαντήσει ξεκάθαρα «πού θα κρατηθούν αυτοί οι κρατούμενοι, ποιο προσωπικό θα τους φυλάσσει και θα τους εξυπηρετεί, μιας και το προσωπικό στις φυλακές είναι ήδη υποστελεχωμένο και σε πολλές περιπτώσεις διαλυμένο».
Λήψη DNA
Την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (1/2017), που επισημαίνει ότι η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος του κατηγορουμένου να διορίζει τεχνικό σύμβουλο στο αυτόφωρο έγκλημα υπερτερεί της ανάγκης ταχείας διεξαγωγής της διεκπεραίωσης της ποινικής υπόθεσης, θύμισε ο γενικός γραμματέας της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Αριστομένης Τζαννετής, τονίζοντας: «Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ενόψει του ότι η εξέταση DNA είναι ένα καθοριστικό στοιχείο για την έκβαση της ποινικής δίκης, η αποστέρηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου είναι δικαιοκρατικώς αμφιλεγόμενη επιλογή».
Γυναικοκτονίες
«Κάθε φόνος γυναίκας δεν είναι γυναικοκτονία. Μια γυναίκα μπορεί να σκοτωθεί σε ληστεία, σε εργατικό δυστύχημα. Αυτό δεν είναι γυναικοκτονία. Θέλουμε να ρίξουμε φως σε αυτό το στερεότυπο που κρατάει από παλιά και αυτή την κοινωνική αντίληψη ότι γυναικοκτονία είναι ο φόνος που γίνεται επειδή είναι γυναίκα. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι υπάρχει μια αντίληψη ιδιοκτησίας, μια αντίληψη εξουσίας», ανέφερε η συντονίστρια του Ελληνικού Δικτύου για τη Φεμινιστική Απεργία 8ης Μάρτη, Φωτεινή Σιάνου.
Οικονομικό έγκλημα
Την αντίθεση της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων με την κατάργηση της ατιμωρησίας του δράστη ενεργητικής δωροδοκίας (ο οποίος αποκαλύπτει την πράξη του με σκοπό να διωχθεί ο δωροδοκηθείς δημόσιος λειτουργός) διατύπωσε ακόμη μία φορά ο Αριστομένης Τζαννετής, σημειώνοντας: «Θεωρούμε ότι μόνο η ατιμωρησία είναι επαρκές κίνητρο για να σπάσει το πέπλο σιωπής ενώ μάλιστα είναι αξιοσημείωτο ότι η ατιμωρησία παραδόξως έχει διατηρηθεί για τον δράστη του εγκλήματος της ενεργητικής δωροδοκίας, ο οποίος προβαίνει σε αντίστοιχες αποκαλύψεις».
Καταγγελία για σκάνδαλο Novartis
Σφοδρές είναι οι αντιδράσεις που διατυπώνονται για την προσπάθεια της κυβέρνησης να αποκαλύψει την ταυτότητα προστατευόμενων μαρτύρων, χωρίς την εγγυητική παρεμβολή του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η αλλαγή αυτή επέρχεται με τροποποίηση του σχετικού άρθρου που αφορά το οικονομικό έγκλημα. Ουσιαστικά, αφού η κυβέρνηση κατάργησε την Εισαγγελία Διαφθοράς για να συστήσει δήθεν την πανίσχυρη Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος, τώρα αφαιρεί τη δυνατότητα εμπλοκής του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε μείζονες υποθέσεις.
«Με τη ρύθμιση αυτή εκτίθεται πολιτικά η κυβέρνηση καθώς μετά τις προηγούμενες δύο προσπάθειές της να αποκαλύψει την ταυτότητα των προστατευόμενων μαρτύρων στο σκάνδαλο Novartis, που έπεσαν στο κενό διότι υπήρχε η καθαρή απόφαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επανέρχεστε τώρα και με νομοθετική ρύθμιση επιτρέπετε την ποινική τους δίωξη για το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης. Δίνετε την αφετηρία να αρθεί η προστασία τους και αυτό το καταγγέλλουμε με στεντόρεια φωνή», τόνισε κατά τη διάρκεια της απογευματινής συνεδρίασης της επιτροπής ο τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., Θεόφιλος Ξανθόπουλος.
«Καταγγέλλω ευθέως την κυβέρνηση και το υπουργείο ότι από πρόθεση παρεμβαίνει σε δύο διατάξεις, το 263 Α’ του Ποινικού Κώδικα με τα ευνοϊκά μέτρα από τα οποία εξαιρεί για τον μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης και υπάγει την εποπτεία και τον χαρακτηρισμό του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που είναι το ανώτερο θεσμικό όργανο απλώς στον προϊστάμενο του Οικονομικού Εγκλήματος που απλώς είναι προϊστάμενος των Εισαγγελιών που διεξάγουν την έρευνα για τη διαφθορά. Και το συνδυάζω με το άρθρο 47 του Κώδικα Ποινικής. Γιατί το κάνετε; Φοβάστε τίποτα από τη Novartis;» ρώτησε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Σπύρος Λάππας.
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου