Αλλού κατεβαίνουν στο δρόμο για την ακρίβεια, εδώ μούγκα…
του Χρήστου Ξανθάκη
Όταν ήμουνα πιτσιρικάς και δεν υπήρχε δεκάρα τσακιστή στο σπίτι, η γιαγιά μου η Μίνα ζούσε μ’ ένα όνειρο. Ότι θα πούλαγε ένα σπουδαίο έργο του Γύζη που είχε στην κατοχή της και θα κονομάγαμε και θα πλουτίζαμε και θα τρώγαμε με χρυσά κουτάλια. Ώσπου μια μέρα τα πήρε κρανίο ο πατέρας μου που της είχε πολλά φυλαγμένα και το πήρε στα χέρια του το έργο και το έκανε χίλια κομμάτια. Γιατί δεν ήταν τίποτε άλλο από μια φτηνή αφισέτα, ένα αντίτυπο της κακιάς ώρας. Και η γιαγιά μου, πρώην πλουσιόπαιδο στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας που έχασε τα πάντα με την καταστροφή, είχε γαντζωθεί επάνω του με τζούφιες ελπίδες…
Αυτή την ιστοριούλα μου θύμισαν οι χθεσινές δηλώσεις του υπουργού άνευ Αρμοδιοτήτων στον ΣΚΑΪ, όπου γύρισε χαλαρός, άνετος και μαυροτσούκαλο από τις πολυήμερες διακοπές του και βάλθηκε να μας βγάλει όλους τρελούς. Με την ρήτρα αναπροσαρμογής που φτιάχτηκε για την προστασία του κοσμάκη όχι για να θησαυρίζουν οι εταιρείες ενέργειας, με τον πόλεμο που φταίει για όλα διότι πάντοτε για όλα φταίνε οι πόλεμοι και το πιο γαμάτο, το πιο δυνατό, το πιο τσίλικο ότι, δηλαδή, άμα φυτρώσουν παντού αιολικά πάρκα, άμα βάλουμε παντού ανεμογεννήτριες θα έχουμε τζάμπα ρεύμα!
Κάτι σαν το έργο του Γύζη και τη γιαγιά μου, ένα πράγμα. Μην κοιτάς τώρα που έχεις εξωτερική τουαλέτα και ξυλόσομπα και μπαλώνεις τα ρούχα των παιδιών, μην κοιτάς που σου ήρθε το ρεύμα τετραψήφιο νούμερο, μην κοιτάς που δεν έχεις για θέρμανση, μην κοιτάς που βάζεις να βράσεις μακαρόνια κι ανεβάζεις σφυγμούς, θα έρθει μια μέρα που θα κυλιέσαι στα βελούδα και θα πίνεις τα ποτά σου στα κρύσταλλα και θ’ ανοίγεις Γενάρη καιρό τα παράθυρα να δροσίσει λίγο γιατί σου ξεραίνει την επιδερμίδα η πολλή η ζέστα. Αυτά σου πουλάνε οι διαχειριστές της εξουσίας, ζήσε Μάη μου, καλή ώρα, να φας τριφύλλι.
του Χρήστου Ξανθάκη
Όταν ήμουνα πιτσιρικάς και δεν υπήρχε δεκάρα τσακιστή στο σπίτι, η γιαγιά μου η Μίνα ζούσε μ’ ένα όνειρο. Ότι θα πούλαγε ένα σπουδαίο έργο του Γύζη που είχε στην κατοχή της και θα κονομάγαμε και θα πλουτίζαμε και θα τρώγαμε με χρυσά κουτάλια. Ώσπου μια μέρα τα πήρε κρανίο ο πατέρας μου που της είχε πολλά φυλαγμένα και το πήρε στα χέρια του το έργο και το έκανε χίλια κομμάτια. Γιατί δεν ήταν τίποτε άλλο από μια φτηνή αφισέτα, ένα αντίτυπο της κακιάς ώρας. Και η γιαγιά μου, πρώην πλουσιόπαιδο στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας που έχασε τα πάντα με την καταστροφή, είχε γαντζωθεί επάνω του με τζούφιες ελπίδες…
Αυτή την ιστοριούλα μου θύμισαν οι χθεσινές δηλώσεις του υπουργού άνευ Αρμοδιοτήτων στον ΣΚΑΪ, όπου γύρισε χαλαρός, άνετος και μαυροτσούκαλο από τις πολυήμερες διακοπές του και βάλθηκε να μας βγάλει όλους τρελούς. Με την ρήτρα αναπροσαρμογής που φτιάχτηκε για την προστασία του κοσμάκη όχι για να θησαυρίζουν οι εταιρείες ενέργειας, με τον πόλεμο που φταίει για όλα διότι πάντοτε για όλα φταίνε οι πόλεμοι και το πιο γαμάτο, το πιο δυνατό, το πιο τσίλικο ότι, δηλαδή, άμα φυτρώσουν παντού αιολικά πάρκα, άμα βάλουμε παντού ανεμογεννήτριες θα έχουμε τζάμπα ρεύμα!
Κάτι σαν το έργο του Γύζη και τη γιαγιά μου, ένα πράγμα. Μην κοιτάς τώρα που έχεις εξωτερική τουαλέτα και ξυλόσομπα και μπαλώνεις τα ρούχα των παιδιών, μην κοιτάς που σου ήρθε το ρεύμα τετραψήφιο νούμερο, μην κοιτάς που δεν έχεις για θέρμανση, μην κοιτάς που βάζεις να βράσεις μακαρόνια κι ανεβάζεις σφυγμούς, θα έρθει μια μέρα που θα κυλιέσαι στα βελούδα και θα πίνεις τα ποτά σου στα κρύσταλλα και θ’ ανοίγεις Γενάρη καιρό τα παράθυρα να δροσίσει λίγο γιατί σου ξεραίνει την επιδερμίδα η πολλή η ζέστα. Αυτά σου πουλάνε οι διαχειριστές της εξουσίας, ζήσε Μάη μου, καλή ώρα, να φας τριφύλλι.
Θα
γίνει το θαύμα, μην φοβάσαι και μην αγχώνεσαι, θα έρθει εκείνη η μέρα
που θα μεταμορφωθείς σε έναν μικρό Ωνάση, άντε έναν μικρό Έλον Μασκ. Μια
φορά πλασιέ για πάντα πλασιέ ρε φίλε, είτε βιβλία πουλάς, είτε
νανογιλέκα, είτε ανεμογεννήτριες…
Βρίσκουν όμως και τα λένε. Βρίσκουν και τις αμολάνε τις παρόλες τις νόστιμες, βρίσκουν και πουλάνε την παραμύθα την ταξιδιάρα. Γιατί όλο γκρίνια ακούγεται από δεξιά και αριστερά, όλο κλαυθμός, όλο οδυρμός, αλλά δεν βγήκαν όσοι και όσες υποφέρουν στους δρόμους να δείξουν στο γκουβέρνο ότι δεν πάει άλλο. Ότι σκάσανε, ότι μπαφιάσανε, ότι βελάξανε και φτάσανε στο χείλος του γκρεμού και μισό βηματάκι ακόμη ίσον αντίο ζωή. Και ότι δεν είναι φιλοτιμία να κάνεις το σκατό σου παξιμάδι για να πληρώσεις το ρεύμα, έρεβος είναι και όνειδος. Γκαντάμιτ, αν ζούσαμε στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα μιλιούνια θα κοπανιότανε στους δρόμους της Αθήνα, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, του Βόλου, του Ηρακλείου, των Ιωαννίνων, παντού τι να σε λέω τώρα.
Όπως έγινε στη Βρετανία, όχι μία, όχι δύο, αλλά ουκ ολίγες φορές φέτος. Μιλιούνια μπορεί να μην ήταν, αλλά ήταν μπόλικοι και οργισμένοι και έτοιμοι για καυγά οι διαδηλωτές. Με συνθήματα όπως «παγώστε την κρίση, όχι τους φτωχούς», «βάλτε φόρους στους πλούσιους», «δεν θα πληρώσουμε εμείς για την κρίση» και πάρε και δώσε και κράτα να σου βρίσκονται. Και δεν τους λες τον πιο εξαγριωμένο λαό του κόσμου, δεν τους λες. Ενώ εδώ πέρα, που κλείσαμε και διακόσια χρόνια επαναστατικού βίου, κοιμόμαστε ακόμη τον ύπνο του δικαίου και περιμένουμε κάνα διακοσάρι απ’ τον Κυριάκο μπας και βγει η βδομάδα. Καραϊσκάκηδες κατά τ’ άλλα και στα δύσκολα «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω»…
Βρίσκουν όμως και τα λένε. Βρίσκουν και τις αμολάνε τις παρόλες τις νόστιμες, βρίσκουν και πουλάνε την παραμύθα την ταξιδιάρα. Γιατί όλο γκρίνια ακούγεται από δεξιά και αριστερά, όλο κλαυθμός, όλο οδυρμός, αλλά δεν βγήκαν όσοι και όσες υποφέρουν στους δρόμους να δείξουν στο γκουβέρνο ότι δεν πάει άλλο. Ότι σκάσανε, ότι μπαφιάσανε, ότι βελάξανε και φτάσανε στο χείλος του γκρεμού και μισό βηματάκι ακόμη ίσον αντίο ζωή. Και ότι δεν είναι φιλοτιμία να κάνεις το σκατό σου παξιμάδι για να πληρώσεις το ρεύμα, έρεβος είναι και όνειδος. Γκαντάμιτ, αν ζούσαμε στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα μιλιούνια θα κοπανιότανε στους δρόμους της Αθήνα, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, του Βόλου, του Ηρακλείου, των Ιωαννίνων, παντού τι να σε λέω τώρα.
Όπως έγινε στη Βρετανία, όχι μία, όχι δύο, αλλά ουκ ολίγες φορές φέτος. Μιλιούνια μπορεί να μην ήταν, αλλά ήταν μπόλικοι και οργισμένοι και έτοιμοι για καυγά οι διαδηλωτές. Με συνθήματα όπως «παγώστε την κρίση, όχι τους φτωχούς», «βάλτε φόρους στους πλούσιους», «δεν θα πληρώσουμε εμείς για την κρίση» και πάρε και δώσε και κράτα να σου βρίσκονται. Και δεν τους λες τον πιο εξαγριωμένο λαό του κόσμου, δεν τους λες. Ενώ εδώ πέρα, που κλείσαμε και διακόσια χρόνια επαναστατικού βίου, κοιμόμαστε ακόμη τον ύπνο του δικαίου και περιμένουμε κάνα διακοσάρι απ’ τον Κυριάκο μπας και βγει η βδομάδα. Καραϊσκάκηδες κατά τ’ άλλα και στα δύσκολα «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω»…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost
Τι ψηφίσατε ρε ζώα!
ΑπάντησηΔιαγραφή