110 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ο δικηγόρος και διδάκτορας του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ κ.Αναστάσιος Βαβούσκος*, παρουσιάζει στο protothema.gr τη νομική διάσταση του κορυφαίου ιστορικού γεγονότος, εκτός από την πολιτική, ιστορική και διπλωματική του χροιά
Ο δικηγόρος και διδάκτορας του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ.
Βαβούσκος επικεντρώνεται σε δύο κομβικά ορόσημα, που σημάδεψαν τα
γεγονότα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης. Τη πολυσυζητημένη διαφωνία
Βενιζέλου – Κωνσταντίνου, ως προς την κατεύθυνση της προέλασης του
Ελληνικού Στρατού -προς Θεσσαλονίκη ή προς Μοναστήρι- καθώς και για την
είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη.
Το άρθρο του κ.Βαβούσκου έχει ως εξής:
Φέτος συμπληρώνονται 110 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Όλοι, λίγο ή πολύ, γνωρίζουμε τη στρατιωτική, την πολιτική και την διπλωματική διάσταση του σημαντικού αυτού γεγονότος. Όμως, το γεγονός αυτό έχει και τη νομική του διάσταση, διάσταση η οποία – εξ όσων γνωρίζω – δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας. Την διάσταση, λοιπόν, αυτή θα επιχειρήσω να δώσω μέσα από την νομική ανάλυση των δύο κομβικών ιστορικών γεγονότων, την διαφωνία Ε. Βενιζέλου – Κωνσταντίνου ως προς την κατεύθυνση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού (προς Θεσσαλονίκη ή προς Μοναστήρι) και την είσοδο του Στρατού μας στην Θεσσαλονίκη.
Α. Διαφωνία Βενιζέλου – Κωνσταντίνου.
Το ιστορικό πλαίσιο έχει ως εξής (1):
Στις 12 Οκτωβρίου, ο Ε. Βενιζέλος έχοντας πληροφορίες ότι οι Βούλγαροι σκοπεύουν να κατευθυνθούν προς την Θεσσαλονίκη, αποστέλλει τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο, ζητώντας του: α) να τον πληροφορήσει περί των σχεδίων του για την προέλαση του Στρατού και β) να έχει υπόψιν του: «ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσιν να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον είς Θεσσαλονίκην». Παρόμοιο δε τηλεγράφημα απέστειλε και ο Υπουργός Εξωτερικών Λ. Κορομηλάς.
Παρά ταύτα ο Κωνσταντίνος, έχοντας πληροφορίες ότι ο Τουρκικός Στρατός μετά την μάχη του Σαρανταπόρου είχε πρόθεση να κατευθυνθεί προς Μοναστήρι και μετά προς Βέροια- Θεσσαλονίκη, εξέδωσε και τις αντίστοιχες διαταγές προελάσεως και στις 13 Οκτωβρίου απέστειλε τηλεγράφημα στον Λ. Κορομηλά τονίζοντας στο τέλος: «Θα εξακολουθήσω με την αυτήν έντασιν δυνάμεων επιδιώκων την καταστροφήν του εχθρού επί τη βάσει του σχεδίου το οποίον προδιέγραψα και του οποίου τον αντικειμενικόν σκοπόν μόνος εγώ είμαι αρμόδιος και υπεύθυνος να κανονίζω. Παρακαλώ δε υμάς όπως, ευαρεστούμενος, μη προσπαθήτε όπως επηρεάζητε την διεύθυνσιν των επιχειρήσεων».
Εντωμεταξύ, οι πληροφορίες για την θέση του Τουρκικού Στρατού παρέμεναν συγκεχυμένες, λόγω της απουσίας της Ταξιαρχίας Ιππικού (οργάνου αναγνωρίσεως, το οποίο θα ήταν ξανά διαθέσιμο στις 18 Οκτωβρίου), οπότε ο Κωνσταντίνος έκρινε ότι ο Στρατός θα έπρεπε να κινηθεί προς περισσότερες κατευθύνσεις, για να καλύψει όλες τις πιθανές επιλογές του Τουρκικού Στρατού, συμπεριλαμβάνοντας και την προέλαση προς Θεσσαλονίκη.
Το άρθρο του κ.Βαβούσκου έχει ως εξής:
Φέτος συμπληρώνονται 110 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Όλοι, λίγο ή πολύ, γνωρίζουμε τη στρατιωτική, την πολιτική και την διπλωματική διάσταση του σημαντικού αυτού γεγονότος. Όμως, το γεγονός αυτό έχει και τη νομική του διάσταση, διάσταση η οποία – εξ όσων γνωρίζω – δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας. Την διάσταση, λοιπόν, αυτή θα επιχειρήσω να δώσω μέσα από την νομική ανάλυση των δύο κομβικών ιστορικών γεγονότων, την διαφωνία Ε. Βενιζέλου – Κωνσταντίνου ως προς την κατεύθυνση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού (προς Θεσσαλονίκη ή προς Μοναστήρι) και την είσοδο του Στρατού μας στην Θεσσαλονίκη.
Α. Διαφωνία Βενιζέλου – Κωνσταντίνου.
Το ιστορικό πλαίσιο έχει ως εξής (1):
Στις 12 Οκτωβρίου, ο Ε. Βενιζέλος έχοντας πληροφορίες ότι οι Βούλγαροι σκοπεύουν να κατευθυνθούν προς την Θεσσαλονίκη, αποστέλλει τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο, ζητώντας του: α) να τον πληροφορήσει περί των σχεδίων του για την προέλαση του Στρατού και β) να έχει υπόψιν του: «ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσιν να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον είς Θεσσαλονίκην». Παρόμοιο δε τηλεγράφημα απέστειλε και ο Υπουργός Εξωτερικών Λ. Κορομηλάς.
Παρά ταύτα ο Κωνσταντίνος, έχοντας πληροφορίες ότι ο Τουρκικός Στρατός μετά την μάχη του Σαρανταπόρου είχε πρόθεση να κατευθυνθεί προς Μοναστήρι και μετά προς Βέροια- Θεσσαλονίκη, εξέδωσε και τις αντίστοιχες διαταγές προελάσεως και στις 13 Οκτωβρίου απέστειλε τηλεγράφημα στον Λ. Κορομηλά τονίζοντας στο τέλος: «Θα εξακολουθήσω με την αυτήν έντασιν δυνάμεων επιδιώκων την καταστροφήν του εχθρού επί τη βάσει του σχεδίου το οποίον προδιέγραψα και του οποίου τον αντικειμενικόν σκοπόν μόνος εγώ είμαι αρμόδιος και υπεύθυνος να κανονίζω. Παρακαλώ δε υμάς όπως, ευαρεστούμενος, μη προσπαθήτε όπως επηρεάζητε την διεύθυνσιν των επιχειρήσεων».
Εντωμεταξύ, οι πληροφορίες για την θέση του Τουρκικού Στρατού παρέμεναν συγκεχυμένες, λόγω της απουσίας της Ταξιαρχίας Ιππικού (οργάνου αναγνωρίσεως, το οποίο θα ήταν ξανά διαθέσιμο στις 18 Οκτωβρίου), οπότε ο Κωνσταντίνος έκρινε ότι ο Στρατός θα έπρεπε να κινηθεί προς περισσότερες κατευθύνσεις, για να καλύψει όλες τις πιθανές επιλογές του Τουρκικού Στρατού, συμπεριλαμβάνοντας και την προέλαση προς Θεσσαλονίκη.
Μην γνωρίζοντας όμως η Κυβέρνηση τα τεκταινόμενα, ο Ε. Βενιζέλος απέστειλε στον Κωνσταντίνο τηλεγράφημα στις 02.30 το πρωΐ της 27ης Οκτωβρίου, με το οποίο τον διέταζε να αποδεχθεί την παράδοση της πόλεως και να εισέλθει σ’ αυτήν άνευ αναβολής, καθιστώντας τον υπεύθυνο «διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής». Πληροφορηθείς όμως εντωμεταξύ το επιτυχές αποτέλεσμα, ανεκάλεσε την διαταγή αλλά ήταν αργά. Ο Κωνσταντίνος είχε παραλάβει το τηλεγράφημα και ετοίμασε αναλόγου ύφους απάντηση. Αλλά αυτός τουλάχιστον, ενημερώθηκε εγκαίρως για την ανάκληση της διαταγής και δεν έστειλε τελικώς την δική του απάντηση και έτσι αποσοβήθηκαν τα χειρότερα.
Κατόπιν λοιπόν τούτων, θα απαντήσω στο ερώτημα: Ποιος είχε δίκιο από νομικής πλευράς. Ο Ε. Βενιζέλος ή ο Κωνσταντίνος;
Πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, οι κυρίαρχες προσωπικότητες είναι τρεις: Ο αρχηγός του Κράτους Βασιλέας Γεώργιος, ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών Ε. Βενιζέλος και ο Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού Διάδοχος Κωνσταντίνος. Εξετάζοντας τα δεδομένα, που προκύπτουν από το τότε ισχύον νομικό σύστημα, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις έκαστου εξ αυτών, θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε, αν η επιλογή της Θεσσαλονίκης ως κατευθύνσεως προελάσεως του Ελληνικού Στρατού ήταν αρμοδιότητα του Υπουργού Στρατιωτικών ή του Αρχηγού του στρατεύματος. Με άλλες λέξεις, από νομικής πλευράς, ποιος είχε την εξουσία να αποφασίσει, ο Βενιζέλος ή ο Κωνσταντίνος;
Λοιπόν, κατά την περίοδο, που εκτυλίσσονται τα γεγονότα, τα οποία θα οδηγήσουν στη συνέχεια στην είσοδο του Ελληνικού Στρατού στην Θεσσαλονίκη, ίσχυε το Σύνταγμα του 1911, από το οποίο απέρρεαν οι εξουσίες του Βασιλέα Γεωργίου.
Κατά το άρθρο 29 αυτού «Το πρόσωπον του Βασιλέως είναι ανεύθυνον και απαραβίαστον, οι δε Υπουργοί αυτού είναι υπεύθυνοι». Κατά την διάταξη αυτή, που υπήρχε και στο Σύνταγμα του 1864, ο Βασιλέας παύει να είναι το ανώτατο όργανο του κράτους και περιορίζεται στο αξίωμα του Ανώτατου Άρχοντα. Το δε «ανεύθυνον» του προσώπου του Βασιλέα αναφέρεται στην «πολιτική ανευθυνότητα», αφού πλέον ο Βασιλέας δεν φέρει πολιτική ευθύνη για τις πράξεις του, ενώ σύμφωνα με το α΄ εδάφιο του άρθρου 30 του Συντάγματος του 1911 «Ουδεμία πράξις του Βασιλέως ισχύει, ουδ’ εκτελείται, αν δεν είναι προσυπογεγραμμένη παρά του αρμοδίου Υπουργού, όστις διά μόνης της υπογραφής του καθίσταται υπεύθυνος». Συνεπώς, από συνταγματικής πλευράς, έχουμε ήδη από το Σύνταγμα του 1864 έναν πολιτικώς ανεύθυνο Βασιλέα και πολιτικώς υπεύθυνους Υπουργούς. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, όταν πολιτικώς υπεύθυνος Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών είναι ένας Ελευθέριος Βενιζέλος.
Περαιτέρω, κατά το ίδιο Σύνταγμα, και ειδικότερα κατά το άρθρο 31, ο Βασιλέας διόριζε και έπαυε τους Υπουργούς, εξουσία η οποία σήμαινε, ότι ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσε να παύσει τον Ε. Βενιζέλο από Υπουργό Στρατιωτικών.
Τέλος, κατά το άρθρο 32 του Συντάγματος, ο Βασιλέας ήταν και ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Βασιλέας Γεώργιος είχε εκ του τότε ισχύοντος Συντάγματος την εξουσία να ελέγχει τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ως Πρωθυπουργό και ως Υπουργό Στρατιωτικών επιβάλλοντας τη γνώμη του, αφού ο τελευταίος – τουλάχιστον ως Υπουργός – βρισκόταν υπό την εξουσία του.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά την κρίσιμη περίοδο είχε διπλή ιδιότητα. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1910 έχει σχηματίσει Κυβέρνηση και ο ίδιος ως Πρωθυπουργός κράτησε για τον εαυτό του και το Υπουργείο των Στρατιωτικών. Και υπό τις δύο ιδιότητες υπήγετο στην εξουσία του Βασιλέα Γεωργίου. Το ζήτημα, τώρα, είναι, ποια ήταν η νομική σχέση του με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο;
Μετά το κίνημα στου Γουδή, ψηφίσθηκαν δύο νόμοι, ο ν. ΓΤΟΑ΄/8 Οκτωβρίου 1909 και ο ν. ΓΤΟΒ΄/8 Οκτωβρίου 1909 (ΦΕΚ 231Α /9 Οκτωβρίου 1909). Με τις δύο αυτές νομοθετικές πρωτοβουλίες επήλθε μία σημαντική αναδιάρθρωση του Ελληνικού Στρατού. Καταργήθηκε η υφιστάμενη Γενική Διοίκηση Στρατού, απομακρύνθηκαν τόσο ο Διάδοχος Κωνσταντίνος όσο και οι πρίγκιπες από τις ηγετικές θέσεις που κατείχαν στο Στράτευμα και διαλύθηκε το Σώμα των Γενικών Επιτελών.
Στη συνέχεια, υπό την Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ψηφίσθηκε και καταρτίσθηκε νέος Οργανισμός του Στρατού, ο ν. ΓΦΝΣΤ΄/1910, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. ΓΨΠΘ΄/1911, κατά τον οποίο την πολιτική ευθύνη για την οργάνωση και ορθή λειτουργία του Στρατού εν καιρώ ειρήνης την είχε ο Υπουργός των Στρατιωτικών. Σε περίπτωση όμως καθολικής, κατά το άρθρο 10, επιστρατεύσεως την ανώτατη διοίκηση του Στρατού και την διεύθυνση των επιχειρήσεων την ανελάμβανε ο Αντιστράτηγος Πρόεδρος του Αναθεωρητικού.
Ενώ, όμως, μετά το κίνημα στου Γουδή, τα μέλη της βασιλικής οικογενείας είχαν απομακρυνθεί από το Στράτευμα, ο Ελ. Βενιζέλος ανέτρεψε νομοθετικώς την κατάσταση αυτή. Με τον ν. ΓΩΙΔ΄/1911 (ΦΕΚ 164Α΄/4 Ιουλίου 1911) «Περί συστάσεως θέσεως Γενικού Επιθεωρητού Στρατού» συνέστησε θέση Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, ο οποίος θα έφερε τον βαθμό του Αντιστρατήγου και θα ηπήγετο απευθείας στον Υπουργό των Στρατιωτικών. Στην θέση αυτή θα μπορούσε κατά τον νόμο (άρθρο 1 εδ. β΄) να διορισθεί και ο Αντιστράτηγος Διάδοχος του Θρόνου, μετά από την έκδοση σχετικού Βασιλικού Διατάγματος, το οποίο εξεδίδετο τη προτάσει του Υπουργού Στρατιωτικών. Και βέβαια, μετά από πρόταση του Ελ. Βενιζέλου, ο Διάδοχος Κωνσταντίνος διορίσθηκε Γενικός Επιθεωρητής Στρατού, αναλαμβάνοντας τις αρμοδιότητες, που είχε υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς ο καταργηθείς Αντιστράτηγος Πρόεδρος του Αναθεωρητικού. Εκ των οποίων αρμοδιοτήτων η ουσιωδέστερη ήταν η ανάληψη από τον ίδιο σε περίπτωση καθολικής επιστρατεύσεως της ανώτατης διοικήσεως του στρατού και την διεύθυνση των επιχειρήσεων (άρθρο 10 ν. ΓΦΝΣΤ/1911).
Εάν θα θέλαμε να συγκεφαλαιώσουμε τη νομική σχέση Βασιλέα Γεωργίου – Πρωθυπουργού και Υπουργού Στρατιωτικών Ελ. Βενιζέλου - Διαδόχου και Αρχηγού Στρατού Κωνσταντίνου θα λέγαμε, ότι:
α) ο Βασιλέας Γεώργιος, ως κατά το Σύνταγμα ανώτατος άρχοντας και αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, είχε υπό τον έλεγχο του τον Ελ. Βενιζέλο - τουλάχιστον ως Υπουργό Στρατιωτικών, τον οποίο κατά τις συνταγματικές εξουσίες του μπορούσε να παύσει οποτεδήποτε.
β) ο υπαγόμενος στον Βασιλέα Γεώργιο Ελ. Βενιζέλος είχε κατά νόμον – τουλάχιστον ως Υπουργός Στρατιωτικών - υπό την εξουσία του γιό του ανωτάτου άρχοντα τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, υπό την ιδιότητα όμως του Αρχηγού του Στρατού και όχι υπό την ιδιότητα του Διαδόχου του Θρόνου και
γ) ο υπαγόμενος κατά νόμον στον Υπουργό Στρατιωτικών Διάδοχος Κωνσταντίνος υπό την ιδιότητα του Αρχηγού του Στρατού είχε - επίσης κατά νόμον - σε περίπτωση καθολικής επιστρατεύσεως τον απόλυτο έλεγχο της διοικήσεως του Στρατού και τον απόλυτο έλεγχο στην διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Βάσει, λοιπόν, των παραπάνω εξουσιών, που το νομικό μας σύστημα αναγνώριζε στους τρεις αυτούς πόλους εξουσίας, τεκμαίρεται κατ’ αμάχητο τρόπο, ότι ο μόνος αρμόδιος - πάντοτε επαναλαμβάνω κατά νόμον - να αποφασίσει την κατεύθυνση προελάσεως του Στρατού ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ως Αρχηγός του στρατεύματος. Συνεπώς, από νομικής απόψεως, η οποιαδήποτε εντολή ή όπως αλλιώς θα την χαρακτήριζε κάποιος του Ελ. Βενιζέλου προς τον Αρχηγό του Στρατού, που θα αφορούσε την διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων (όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση) ουδεμία είχε ισχύ και ουδεμία υποχρέωση υπακοής δημιουργούσε για τον Κωνσταντίνο έναντι του πολιτικώς προϊσταμένου του Υπουργού Στρατιωτικών και Πρωθυπουργού.
Και όλα αυτά βεβαίως, εφόσον υπήρχε πράγματι διαφωνία μεταξύ Πρωθυπουργού - Υπουργού Στρατιωτικών και Διαδόχου – Αρχηγού του Στρατού Κωνσταντίνου. Διότι, εάν λάβουμε υπόψιν τα όσα περιγράφει στα Απομνημονεύματα του ο Υπασπιστής του Διαδόχου Συνταγματάρχης (και μετέπειτα Αντιστράτηγος) Β. Δούσμανης (βλ. Απομνημονεύματα, 46-47), θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι τελικώς ουδεμία διαφωνία υπήρχε μεταξύ Ελ. Βενιζέλου – Κωνσταντίνου ως προς την αναγκαιότητα κατεύθυνσης του Ελληνικού Στρατού προς Θεσσαλονίκη. Διότι, κατά τον Βίκτωρα Δούσμανη ο Κωνσταντίνος κατευθύνθηκε τελικώς προς την Θεσσαλονίκη, όχι γιατί υπέκυψε στην εντολή του Ε. Βενιζέλου αλλά γιατί σκοπός του ήταν η εκδίωξη του εχθρικού στρατού. Και αφού ο εχθρικός στρατός τελικώς κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά, λογικό ήταν για τον Κωνσταντίνο, εφόσον επεδίωκε την καταστροφή αυτού, να κατευθυνθεί προς την Θεσσαλονίκη.
Όπως σημειώνει ο Δούσμανης αυτολεξεί (2) : «Εννοείται ότι η ανάμιξις της Κυβερνήσεως εις τας σκέψεις και αποφάσεις της διοικήσεως της Στρατιάς, της υπευθύνως διοικούσης αυτήν, έκαμε την χειρίστην εντύπωσιν είς τον Αρχηγόν και το Επιτελείον αυτής, διότι ο σκοπός της εκστρατείας δεν ήτο ο γεωγραφικός πόλεμος, αλλ’ η καταστροφή του εχθρού. Εάν ο εχθρός είχεν υποχωρήσει προς βορράν, η θέσις της Στρατιάς, στρεφομένης όπως συναγωνισθή προς τους Βουλγάρους είς καταλήψεις πόλεων και είς τον αγώνα δρόμου περί του ποιος ήθελε πρωτοεισέλθει εις Θεσσαλονίκην, θα ήτο επικίνδυνος και αντιστρατιωτική ενέργεια. Διά τον λόγον τούτον η διαταγή της Κυβερνήσεως δεν ελήφθη υπόψιν».
Άλλωστε, κατά τον Β. Δούσμανη, ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος είχε υποστηρίξει προς τον Κωνσταντίνο και τους επιτελείς του, ότι δεν θα πρέπει να δώσουν βάρος στην κατάληψη πόλεων, ακόμη και της Θεσσαλονίκης. Όπως σημειώνει (3) : «Είχεν ειπεί (εννοείται ο Βενιζέλος) εις ημάς να μην καταγίνωμεν εις την κυρίευσιν πόλεων, ουδ’ αυτής της Θεσσαλονίκης εξαιρουμένης. Ταύτα είπε τότε ο Βενιζέλος».
Βάσει, λοιπόν, των όσων περιγράφει ο Β. Δούσμανης, Βενιζέλος και Κωνσταντίνος καταρχήν δεν είχαν διαφορετική άποψη. Στη συνέχεια, μάλλον ο Ελ. Βενιζέλος μετέβαλε γνώμη. Και όταν τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα, προς τα πού θα κατευθυνθεί ο Στρατός, ο Ελ. Βενιζέλος μεν εσφαλμένως αναμείχθηκε, όμως τελικώς - εκ του αποτελέσματος κρίνοντας - οι απόψεις αμφοτέρων συνέκλιναν – επαναλαμβάνω τελικώς – υπέρ της κατευθύνσεως του Στρατού προς την Θεσσαλονίκη Απλώς, ήταν διαφορετική η οπτική γωνία, από την οποία έβλεπαν τα πράγματα. Ο μεν Ελ. Βενιζέλος πολιτικώς, ο δε Κωνσταντίνος στρατιωτικώς. Το πρόβλημα όμως θα ήταν άλυτο, εάν ο Κωνσταντίνος έκρινε τελικώς ότι από στρατιωτικής πλευράς ήταν επιβεβλημένη η προέλαση του Στρατού προς το Μοναστήρι. Διότι τότε, ο μεν Κωνσταντίνος θα αποφάσιζε ορθώς από στρατιωτικής απόψεως αλλά και συμφώνως με τις κατά νόμον εξουσίες του. Ο δε Ελ. Βενιζέλος θα ενεργούσε αμιγώς πολιτικώς και όχι εντελώς συννόμως.
Β. Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ή στρατιωτική κατάληψη της;
Αναλυτική παράθεση των γεγονότων, που οδήγησαν στην παράδοση της Θεσσαλονίκης παρέχει ο συνταγματάρχης Β. Δούσμανης (4), ως ο χειριστής των διαπραγματεύσεων, αν και ο Ι. Μεταξάς υποστηρίζει, ότι αμφότεροι και από κοινού χειρίσθηκαν το ζήτημα (5).
Οι διαπραγματεύσεις, που θα οδηγούσαν στην είσοδο του Ελληνικού Στρατού στην Θεσσαλονίκη, άρχισαν μετά από παρέμβαση προς την τουρκική πλευρά των Προξένων της Θεσσαλονίκης, στις 05.00 το πρωΐ της 26ης Οκτωβρίου, όταν αφίχθησαν σιδηροδρομικώς στο Τοπσίν (νυν Γέφυρα), όπου βρισκόταν το Στρατηγείο και ο Διάδοχος και Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, οι απεσταλμένοι του Στρατηγού Χασάν Ταχσίν Πασά.
Ο Β. Δούσμανης είχε εντολή να επιτύχει την άνευ όρων παράδοση της Θεσσαλονίκης και την αιχμαλώτιση του Τουρκικού Στρατού. Οι απεσταλμένοι του Στρατηγού Χασάν Ταχσίν Πασά συμφωνούσαν να παραδώσουν την πόλη αλλά υπό όρους. Ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων δεν είχε αποτέλεσμα και η τουρκική πλευρά αναχώρησε, για να μεταφέρει τις θέσεις του Κωνσταντίνου, δεσμευόμενη να επιστρέψει το μεσημέρι της ίδιας ημέρας (δηλ. μεσημέρι 26ης Οκτωβρίου). Ανακοινώνοντας ο Δούσμανης στον Κωνσταντίνο τα αποτελέσματα της συναντήσεως, πήρε την εξής απάντηση (6) : «Αν έχεις όρεξι, περίμενέ τους, εγώ θα διατάξω την προχώρησιν».
Ο δεύτερος γύρος επίσης δεν είχε αποτέλεσμα, όμως οι Τούρκοι απεσταλμένοι άρχισαν αν κατανοούν το αδιέξοδο, που τους οδηγούσε η επιμονή τους στην παράδοση υπό όρους της Θεσσαλονίκης.
Την ίδια στιγμή, ο Κωνσταντίνος ξεκινούσε για την Θεσσαλονίκη, λαμβάνοντας ταυτοχρόνως επιστολή από τον Βούλγαρο Στρατηγό Θεοδορώφ, ότι σπεύδει και αυτός προς την Θεσσαλονίκη.
Εν τέλει, το απόγευμα της ίδιας ημέρας (26ης Οκτωβρίου), ο Στρατηγός Χασάν Ταχσίν Πασάς πληροφορηθείς την προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς Θεσσαλονίκη, απέστειλε κήρυκα με λευκή σημαία, διαμηνύοντας ότι επιθυμεί την άνευ όρων παράδοση της πόλης. Κατόπιν τούτου, ο Β. Δούσμανης, έχοντας εντολή από τον Κωνσταντίνο να συναντηθεί με τον Τούρκο Στρατηγό, πήρε μαζί του τον νεαρό τότε Λοχαγό Ι. Μεταξά και συνοδεία δύο στρατιωτών και δύο ακόμη εθελοντών κατευθύνθηκε προς τον αρχικό τόπο της συναντήσεως στο χωρίο Δαούτ – Μπαλή (το σημερινό Ωραιόκαστρο) και εν τέλει στην Θεσσαλονίκη.
Η δραματική αυτή συνάντηση κατέληξε σε συμφωνία, η οποία αποτυπώθηκε στο συνταχθέν Πρωτόκολλο Παραδόσεως της πόλεως, το οποίο κατά την διήγηση του Β. Δούσμανη, υπογράφτηκε στις 01.30 της 27ης Οκτωβρίου 1912 μεταξύ του Στρατηγού Χασάν Ταχσίν Πασά και του Διαδόχου και Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου εκπροσωπουμένου από τον Συνταγματάρχη Β. Δούσμανη και τον Λοχαγό Ι. Μεταξά. Με συμφωνία όμως αμφοτέρων των μερών, έγινε προχρονολόγηση της υπογραφής και ως ημερομηνία αυτής καταχωρήθηκε η 26η Οκτωβρίου, προφανώς για λόγους νομικούς, δηλαδή κατοχυρώσεως του προτερόχρονου της καταλήψεως της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό έναντι των Βουλγάρων αλλά και συμβολικούς.
Συμφώνως προς το ανωτέρω Πρωτόκολλο, το οποίο αποτελείται από 10 άρθρα:
1. Η Θεσσαλονίκη παρέδίδετο στον Ελληνικό Στρατό μέχρι τη σύναψη ειρήνης (άρθρο 3) και μέχρι τότε αυτός δεσμευόταν να τηρήσει και τους όρους του, όπως θα εκτεθούν αμέσως παρακάτω (άρθρο 9).
2. Ο οπλισμός των Τούρκων στρατιωτών θα παρέδιδετο προς φύλαξη στον Ελληνικό Στρατό (άρθρο 1), εντός δύο ημερών «από του Σαββάτου της αύριον 27ης Οκτωβρίου 1912» (άρθρο 8).
3. Οι Τούρκοι στρατιώτες θα εγκαθίσταντο σε συγκεκριμένους χώρους (Καραμπουρνού και Τοπσίν), όπου και θα σιτίζονταν από τις Αρχές της Θεσσαλονίκης (άρθρο 2).
4. Οι ανώτεροι στρατιωτικοί υπάλληλοι και οι αξιωματικοί θα διατηρούσαν τα ξίφη τους, και θα ήταν ελεύθεροι, δεσμευόμενοι αν απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια κατά του Ελληνικού Στρατού και των Συμμάχων του (άρθρο 4).
5. Οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι θα ήταν ελεύθεροι (άρθρο 5).
6. Αστυνομία και Χωροφυλακή θα έφεραν τον οπλισμό τους (άρθρο 6).
7. Οι Χωροφύλακες και η Τουρκική Αστυνομία θα συνέχιζαν την υπηρεσία τους μέχρι νεωτέρας.
8. Ο οπλισμός του φρουρίου του Καραμπουρνού θα παρεδίδετο στον Ελληνικό Στρατό (άρθρο 7).
Παραλλήλως, υπογράφηκε και Παράρτημα, το οποίο προέβλεπε:
1. Την είσοδο δύο ελληνικών ταγμάτων στην πόλη το απόγευμα (άρθρο 1). Πράγματι, το μεσημέρι εισήλθε το Απόσπασμα Ευζώνων με τμήμα Ιππικού. (7)
2. Την διατροφή του Τουρκικού Στρατού και των ίππων και ζώων με έξοδα της Ελληνικής Κυβερνήσεως (άρθρο 2).
3. Την διατήρηση 3.000 ενόπλων τούρκων στρατιωτών με υποχρέωση τον αφοπλισμό των υπολοίπων, οι οποίοι θα αφοπλίζονταν μετά την ολοκλήρωση της υποχρεώσεως τους (άρθρο 3).
4. Τον σεβασμό και προστασία της περιουσίας των χωρικών και των αφοπλισθέντων στρατιωτών (άρθρο 4).
5. Την προστασία της θρησκείας, των παραδόσεων και εθίμων των κατοίκων (άρθρο 5).
6. Την λειτουργία του Τελωνείου υπό τον έλεγχο της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Οθωμανικής Εταιρείας Μονοπωλίου καπνού «Regie», το ίδιο δε θα ίσχυε και για το δημόσιο χρέος.
Από τα δύο κείμενα, που συνιστούν διεθνείς πράξεις, προκύπτουν σαφώς τα κάτωθι:
Πρώτον, η πόλη παραδόθηκε στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος την κατέλαβε στρατιωτικώς. Συνεπώς, από νομικής πλευράς με τις ανωτέρω διεθνούς κύρους πράξεις ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε στρατιωτικώς την Θεσσαλονίκη και δεν απέκτησε την κυριαρχία επ’ αυτής.
Δεύτερον, για τον παραπάνω λόγο οι διατάξεις - τόσο του Πρωτοκόλλου όσο και του Παραρτήματος – αφορούν στο δίκαιο των αιχμαλώτων και στον σεβασμό των δικαίων του πληθυσμού και βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με την Σύμβαση της Χάγης του 1899 (που τροποποιήθηκε ελάχιστα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1909), και ιδίως με την ειδικότερη Σύμβαση αυτής σχετικά με τους νόμους και τα έθιμα του χερσαίου πολέμου, που καθορίζει την μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου, την μεταχείριση των τραυματιών κ.λ.π.
Στο καθεστώς αυτό στρατιωτικής καταλήψεως της Θεσσαλονίκης, οφείλονται και όλες οι ενέργειες που ακολούθησαν και θα εκτεθούν παρακάτω.
Ο Διάδοχος και Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος διόρισε τον Πρίγκηπα Νικόλαο ως Στρατιωτικό Διοικητή της περιφέρειας Θεσσαλονίκης και αντιπρόσωπό του ως Αρχιστρατήγου, εφόσον βρίσκεται στο μέτωπο (8), ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του την 1η Νοεμβρίου 1912 (9).
Οι εντολές, που εγγράφως έλαβε με τον διορισμό του ο Πρίγκηπας Νικόλαος, ήταν:
1. Εξασφάλιση της κατοχής της χώρας.
2. Επίβλεψη της εφαρμογής των συμφωνιών περί παραδόσεως του Τουρκικού Στρατού της Θεσσαλονίκης.
3. Εξασφάλιση τάξεως και ασφάλειας και ομαλής λειτουργίας των Πολιτικών Αρχών.
4. Προστασία των πολιτών ανεξαρτήτως φυλής ή θρησκεύματος, τιμωρία των παρεκτρεπομένων Ελλήνων και Βουλγάρων Στρατιωτών και διασφάλιση της συμμορφώσεως του Βουλγαρικού Στρατού ως φιλοξενουμένου Στρατού.
Προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι νέες συνθήκες, που δημιουργήθηκαν από την στρατιωτική κατάληψη νέων περιοχών, εκδόθηκε ο ν. ΔΡΛΔ/1913 (41Α΄/14.11.1913) «Περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών», ο οποίος ρύθμισε την μετάβαση από την στρατιωτική διοίκηση – λόγω της καταλήψεως – στην πολιτική διοίκηση, προβλέποντας (άρθρο 1) τον διορισμό με Βασιλικό Διάταγμα Πολιτικού Διοικητή, ο οποίος θα έφερε τον τίτλο του Γενικού Διοικητή ή του Γενικού Διοικητικού Επιτρόπου.
Κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω νόμου, εκδόθηκε του από 31 Οκτωβρίου 1912 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ 337Α΄/31.10.1912 με το οποίο ο Βασιλέας Γεώργιος προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου ανέθεσε στον Υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Ρακτιβάν: «όπως, ως αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, κανονίση τα της προσωρινής διοικήσεως των καταληφθεισών χωρών». Ο δε Κ. Ρακτιβάν, αφού ανέλαβε τα καθήκοντα του προχώρησε, αρχής γενομένης από τις 14 Νοεμβρίου 1912 μέχρι και τον Ιανουάριο του 1913 στην έκδοση μιας σειράς εγκυκλίων για την οργάνωση και την διοίκηση «εν ταις υπό του Ελληνικού Στρατού καταληφθείσαις Μακεδονικαίς περιοχαίς», όπως αναφέρεται στον τίτλο της εκδόσεως των εγκυκλίων αυτών (10).
Είναι χαρακτηριστική η αρχή της πρώτης Εγκυκλίου της 14ης Νοεμβρίου (11): «Έχοντες υπ’ όψει α΄) το από 31ης Οκτωβρίου ε.ε. Β. Διάταγμα δι’ ού ανετέθη ημίν η οργάνωσις της προσωρινής διοικήσεως των υπό του Ελληνικού Στρατού καταληφθεισών χωρών, β΄) το δόγμα του διεθνούς δικαίου ως διατυπούται εν άρθρω 43 των κανονισμών της Χάγης, καθ’ ό επί χώρας στρατιωτικώς κατεχομένης διατηρούνται οι υφιστάμενοι νόμοι…».
Από όλα τα στοιχεία, που προαναφέρθηκαν, νομίζω, ότι από νομικής πλευράς, η υπογραφή του Πρωτοκόλλου Παραδόσεως της πόλεως και η είσοδος του Ελληνικού Στρατού στην Θεσσαλονίκη είναι σαφώς πράξεις στρατιωτικής καταλήψεως, όχι μόνον της Θεσσαλονίκης αλλά και της Μακεδονίας.
Η πραγματική από νομικής πλευράς απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της Μακεδονίας, έλαβε χώρα με την από 14 Νοεμβρίου 1913 Συνθήκη των Αθηνών, που υπογράφηκε μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδος και η οποία κυρώθηκε με τον ν. ΔΣΗ΄/14.11.1913 (ΦΕΚ Α΄/14.11.1913). Με την Σύμβαση αυτή αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο συμβαλλομένων Μερών και με το άρθρο 15 Ελλάδα και Τουρκία υπόσχονταν αμοιβαίως, πως θα τηρήσουν τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, η οποία δεν είχε επικυρωθεί λόγω της εμπλοκής των πρώην Βαλκάνιων συμμάχων στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ενώ με το άρθρο 4 παράγραφος 1 αυτής ορίσθηκε σαφώς: «Οι κατοικούντες εν ταις οθωμανικαίς χώραις ταις περιερχομέναις εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος καθίστανται Έλληνες».
Η δε επισφράγιση της ενσωματώσεως ήρθε με την ψήφιση του ν. 524/1914 (ΦΕΚ 404Α΄/31.12.1914 «Περί διοικητικής διαιρέσεως και διοικήσεως των νέων χωρών», με τον οποίο οι ανήκουσες πλέον στην Ελλάδα «Νέες Χώρες» διαιρέθηκαν διοικητικώς σε Γενικές Διοικήσεις και νομούς.
Έτσι έχει το γεγονός της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης ως νομικό γεγονός. Αλλά θα ήθελα, ολοκληρώνοντας αυτό το άρθρο - και αφού εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου στην Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, της οποίας τα στελέχη ευχαρίστως έκαναν δεκτό το αίτημα μου και μου χορήγησαν αντίγραφα των ιστορικής σημασίας εγγράφων, που μνημονεύονται στο άρθρο - να επισημάνω το εξής:
Πέραν όλων αυτών, που εκτέθηκαν παραπάνω, στις καρδιές όλων μας, η υπογραφή του Πρωτοκόλλου Παραδόσεως της Θεσσαλονίκης την 26η προς την 27η Οκτωβρίου και η είσοδος την 27η του Ελληνικού Στρατού στην πόλη, σηματοδοτούν την ουσιαστική απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Και αυτό έχω την αίσθηση, ότι δεν μπορούν να το αλλάξουν ούτε η διπλωματία, ούτε οι στρατιωτικοί κανόνες ούτε βεβαίως το Δίκαιο.
* Ο Αναστάσιος Βαβούσκος είναι Δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Διδάκτορας του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Από το 2008 μέχρι το 2013 δίδαξε στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης με την ιδιότητα του Εκτάκτου Επικούρου Καθηγητή Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Κανονικό Δίκαιο, Νομική προστασία Εκκλησιαστικών Κειμηλίων και Ερμηνευτική προσέγγιση ιερών κανόνων.
Είναι συγγραφέας βιβλίων και επιστημονικών άρθρων και έχει συμμετάσχει σε συνέδρια και ημερίδες πάντοτε στα γνωστικά αντικείμενα του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου
Είναι Διδάσκαλος Ορθοδόξου Θεολογίας και Αναγνώστης της Ιεράς Μητροπόλεως Ελβετίας.
Στις 21 Νοεμβρίου 2019 ως αναγνώριση της προσφοράς στην προάσπιση των δικαίων του Οικουμενικού Θρόνου αλλά και του εν γένει επιστημονικού έργου του, η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Β΄ τον τίμησε με την απονομή του οφφικίου του Άρχοντα Ασηκρήτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Βλ. Βικ. Δούσμανη, Απομνημονεύματα. Ιστορικαί σελίδες τας οποίας έζησα, εκδοτικός οίκος Π. Δημητράκου, Αθήναι 1946, 46επ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, εκδ. Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1987, 33επ.
2. Βλ. Βικ. Δούσμανη, ο.π., 46.
3. Βλ. Βικ. Δούσμανη, ο.π., 48.
4. Βλ. Δούσμανη, ο.π., 53επ. Βλ. και Επίτομη Ιστορία, ο.π., 57επ., όπου υπάρχει διαφοροποίηση σε μερικά επιμέρους στοιχεία των γεγονότων, όπως ότι η υπογραφή του Πρωτοκόλλου έγινε στις 23.00 της 26ης και όχι το πρωΐ της 27ης με προχρονολόγηση, χρόνος στον οποίο τοποθετείται η υπογραφή του Παραρτήματος. Όπως, όμως, προκύπτει από το αντίγραφο, που τηρείται στο Αρχείο της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού με αριθμό ταξινομήσεως Φ. 1603/Α/11, το Παράρτημα είναι ηνωμένο με το Πρωτόκολλο, άρα υπογράφτηκαν αμφότερα την ίδια στιγμή, δηλαδή πράγματι στις 27 Οκτωβρίου 1912 και ως ημερομηνία καταχωρήθηκε και για τα δύο η 26η Οκτωβρίου. Πρβλ. και Ι. Μεταξά, Το προσωπικό του Ημερολόγιο, Τόμος δεύτερος, Εκδόσεις Γκοβόστη, 174-175, κατά τον οποίο η παράδοση της πόλεως ξεκίνησε στις 26 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1912.
5. Βλ. Ι. Μεταξά, ο.π., 175.
6. Βλ. Δούσμανη, ο.π., 54.
7. Βλ. Επίτομη Ιστορία, ο.π., 62
8. Βλ. αντίγραφο της Πράξης Διορισμού, που φυλάσσεται στο Αρχείο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού με αριθμό ταξινομήσεως Φ.1684/Δ/33.
9. Βλ. την αναφορά σχετικώς με την ανάληψη υπηρεσίας του Πρίγκηπα Νικολάου ως Στρατιωτικού Διοικητή Θεσσαλονίκης και των πέριξ, που φυλάσσεται στο Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού με αριθμό ταξινομήσεως Φ. 1633/Α/1/19/γ13.
10. Βλ. Οργανικαί διατάξεις, εγκύκλιοι και οδηγίαι του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού ως Αντιπρόσωπος της Ελλ. Κυβερνήσεως εν ταις υπό του Ελληνικού Στρατού καταληφθείσαις Μακεδονικαίς Χώραις, Εν Θεσσαλονίκη, 1913.
11. Βλ. Οργανικαί διατάξεις, ο.π., 8.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου