Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Πληθαίνουν οι αντιδράσεις για το νερό-Οι ενστάσεις του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής

 

 
Κλείνει τα αυτιά της η κυβέρνηση σε κόμματα, πολίτες και Δικαιοσύνη, ενώ το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής επισημαίνει ζητήματα αντίθεσης στο Σύνταγμα και τις ευρωπαϊκές οδηγίες.

Την ώρα που είναι σε εξέλιξη η έντονη συζήτηση στη βουλή και τα κόμματα έχουν διατυπώσει την μεγάλη τους αντίδραση στο νομοσχέδιο που αποτελεί προοίμιο ιδιωτικοποίησης του νερού η κυβέρνηση επιμένει στον δικό της αυταρχικό δρόμο απορρίπτοντας την κριτική, αλλά και τις σοβαρές προεκτάσεις που έχουν αναδειχθεί.

Πέρα από το «ηχηρό» ράπισμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, εμμέσως πλην σαφώς, ζητά άμεση συμμόρφωση με την απόφαση κατοχύρωσης του δημοσίου ελέγχου στο νερό, σοβαρές είναι και οι ενστάσεις από το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής.

Σε μια έκθεση 64 σελίδων υπογραμμίζει ότι το νερό δεν είναι εµπορικό προϊόν και πως η ύδρευση συνιστά υπηρεσία κοινής ωφέλειας. Το Επιστημονικό Συμβούλιο παραθέτει το κοινοτικό πλαίσιο για την πολιτική ύδατος και τη νομολογία του ΣτΕ και, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ότι «τίθεται το ερώτηµα αν και κατά πόσον οι µεταβιβαζόµενες µε τον παρόν νοµοσχέδιο αρµοδιότητες στη Ρ.Α.Α.Ε.Υ. συµβαδίζουν µε τη νομολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας».

Συνοπτικά, σύμφωνα με την έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου:

  • Η Οδηγία 2000/60/ΕΚ, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τοµέα της πολιτικής των υδάτων, έθεσε το νοµοθετικό πλαίσιο για την ορθή διαχείριση και προστασία των υδατικών πόρων και την αποτροπή της περαιτέρω υποβάθµισής τους. Στο Προοίµιό της αναφέρεται ότι «το ύδωρ δεν είναι εµπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονοµιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης µεταχείρισης», καθώς και ότι «η ύδρευση συνιστά υπηρεσία κοινής ωφέλειας».
  • Σε εφαρμογή των προβλέψεων της Οδηγίας, ψηφίστηκε το 2003 νόμος με τον οποίο συστάθηκε η Εθνική Επιτροπή Υδάτων. Η Εθνική Επιτροπή Υδάτων καταργείται με το νόμο που εισάγεται σήμερα στην Ολομέλεια.
  • Από την Εθνική Επιτροπή Υδάτων η οποία χαράσσει την πολιτική για την προστασία και διαχείριση των υδάτων, είχε εκδοθεί απόφαση, όπως προέβλεπε ο νόμος 3199/2003, για την «Έγκριση γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιµολόγησης υπηρεσιών ύδατος. Μέθοδος και διαδικασίες για την ανάκτηση κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις του». Ωστόσο, δεν προχώρησε η εφαρμογή ενιαίου πλαισίου τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος για τις διάφορες χρήσεις του. Το κενό αυτό επιχειρείται να καλυφθεί με το σημερινό σχέδιο νόμου που αναθέτει την εποπτεία και την παρακολούθηση των υπηρεσιών ύδατος στην ανεξάρτητη αρχή.
  • Με το υφιστάμενο πλαίσιο, κατά τον προσδιορισµό του κόστους των υπηρεσιών ύδατος λαµβάνονται υπόψη τρεις συνιστώσες: το χρηµατοοικονοµικό κόστος του παρόχου (σ.σ. επενδυτικό, λειτουργικό, δαπάνες συντήρησης, κόστος δανεισµού κ.λπ.), το περιβαλλοντικό κόστος, το οποίο συνίσταται στο κόστος της απόκλισης της κατάστασης των υδάτων από την (προστατευόµενη) καλή κατάστασή τους, και το κόστος φυσικού πόρου (που συνθέτουν το περιβαλλοντικό κόστος), δηλαδή το κόστος άλλων εναλλακτικών χρήσεων του ύδατος, οι οποίες είναι αναγκαίες σε περίπτωση που το υδατικό σύστηµα χρησιµοποιείται πέραν του ρυθµού της φυσικής του αναπλήρωσης.
  • «Υπό το φως των ανωτέρω, διατυπώνεται προβληµατισµός κατά πόσον οι προτεινόµενοι στα υπό ψήφιση άρθρα ορισµοί και διαδικασίες κοστολόγησης και τιµολόγησης των υπηρεσιών ύδατος εκπληρώνουν την απαίτηση για προηγούµενη οικονοµική ανάλυση, η οποία αποτελεί τη νόµιµη προϋπόθεση και το αιτιολογικό έρεισµα της τιµολογιακής πολιτικής, στηρίζεται στην ανάλυση των χαρακτηριστικών συγκεκριµένης περιοχής και διέπεται από την αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει", κατανέµει, δηλαδή, τα οικονοµικά βάρη στους χρήστες των υπηρεσιών ύδατος µε γνώµονα τις προκαλούµενες από τις δραστηριότητές τους επιπτώσεις στην κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, κατά τρόπον ώστε, µέσω της τιµολόγησης των εν λόγω υπηρεσιών, να προστατεύονται κατά τρόπον αποτελεσµατικό οι υδατικοί πόροι και να ελέγχεται η υπερβολική κατανάλωση του ύδατος», αναφέρει το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής και υπενθυμίζει ότι σύμφωνα με το ΣτΕ πρέπει να λαµβάνονται υπόψιν, κατά την ανάκτηση του κόστους, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής λεκάνης απορροής, οι κρατούσες γεωγραφικές και κλιµατολογικές συνθήκες και τα δεδοµένα που προκύπτουν από την οικονοµική ανάλυση της χρήσης του ύδατος.
  • «Εν προκειµένω δεν θεσπίζονται συγκεκριµένοι κανόνες και διαδικασίες µε τις οποίες να διασφαλίζεται ότι οι πάροχοι των υπηρεσιών ύδατος προσαρµόζουν την τιµολογιακή τους πολιτική στα δεδοµένα που προκύπτουν από τα εγκεκριµένα σχέδια διαχείρισης των λεκανών απορροής ποταµών ούτε προβλέπεται ότι, κατά την έγκριση των τιµολογίων των παρόχων από τις αρµόδιες αρχές, ελέγχεται η τήρηση των κατευθύνσεων που τίθενται στα σχέδια διαχείρισης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η τιµολογιακή πολιτική διαµορφώνεται κατά τρόπο σύµφωνο προς τις ανωτέρω επιταγές του νόµου και της οδηγίας, κατ' εκτίµηση των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονοµικών αποτελεσµάτων της ανάκτησης και της αρχής "ο ρυπαίνων πληρώνει"», σημειώνει το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής.
  • Περαιτέρω δεν προσδιορίζονται συγκεκριµένες παράµετροι, κατ' εκτίµηση των οποίων πρέπει να καθορίζεται το επίπεδο ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις, σύµφωνα µε τα κριτήρια που µνηµονεύονται στο άρθρο 12 του ν. 3199/2003».
  • σύμφωνα με το ΣτΕ, η εθνική πολιτική παροχής υπηρεσιών ύδρευσης, συµπεριλαµβανοµένης και της τιµολόγησης αυτών, σχεδιάζεται από τα κράτη µέλη ως πολιτική παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, µε βασικό κριτήριο την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.
  • έχει κριθεί ότι οι διατάξεις του νόμου που αφορά στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, είναι διατάξεις που υπαγορεύονται από λόγους δηµοσίου συµφέροντος, που συνίστανται στην ανάπτυξη της αγοράς ενέργειας και στην προστασία και προαγωγή του ελεύθερου υγιούς ανταγωνισµού στον τοµέα αυτό προς όφελος των καταναλωτών.
  • «Τίθεται το ερώτηµα αν και κατά πόσον οι µεταβιβαζόµενες µε τον παρόν νοµοσχέδιο αρµοδιότητες στη Ρ.Α.Α.Ε.Υ. συµβαδίζουν µε τη νομολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας», σύμφωνα με το οποίο η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας και δύναται να ανατίθεται σε δηµόσια επιχείρηση υπό µορφή ανώνυµης εταιρείας, όπως η ΕΥΔΑΠ ΑΕ, η οποία παρέχει υπηρεσίες κοινής ωφέλειας απολύτως ζωτικής σηµασίας.
  • Δεδομένης της νομολογίας του ΣτΕ είναι συνταγµατικώς επιβεβληµένος ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ ΑΕ από το Ελληνικό Δηµόσιο, όχι απλώς µε την άσκηση εποπτείας επ' αυτής, αλλά και διά του µετοχικού της κεφαλαίου. (σ.σ. με το άρθρο 27 του σχεδίου νόμου, «η εποπτεία της «Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε.» και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΓΙΩΝ Ε.ΥΔ.Α.Π.» μεταφέρεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας»).

Πηγή: efsyn.gr

1 σχόλιο:

  1. Δεν φτάνει να πεινάς σέ θέλουν και να δειψας εεεεεεεεσηκωθειτε

    ΑπάντησηΔιαγραφή

(3)