Γράφει ο Περικλής Δ. Καπετανόπουλος*
Πριν 54 χρόνια, εκείνο το πρωινό της 21η Απριλίου 1967 το ραδιόφωνο δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το τι είχε συμβεί. Στο σπίτι πάντα ακούγαμε το πρωί ραδιόφωνο, πριν σκορπίσει ο καθένας για.. τις δουλειές της ημέρας. Ο πατέρας στο μαγαζί, εμείς στο σχολείο, η μάνα και η γιαγιά με τη λάτρα του σπιτιού.
Σήμερα όμως ήταν μια διαφορετική μέρα. Ο πατέρας πίνοντας τον καφέ του, δεν είπε κουβέντα σε μας. Μάθαμε αργότερα, ότι είπε στη μάνα να του ετοιμάσει το μικρό βαλιτσάκι με τα απαραίτητα και μια κουβέρτα. Ήταν βέβαιος ότι θα έρχονταν. Είχε πείρα από προηγούμενα χρόνια.
Εγώ και ο μικρότερος αδελφός μου ο Κώστας, πήραμε το δρόμο για το σχολείο. Μόνο που μετά την πρωινή προσευχή, ο διευθυντής Νίκος Α. παλιός ΕΑΜίτης, μας είπε να γυρίσουμε στα σπίτια μας.
Στο γυρισμό είδαμε τις γνωστές ανθρώπινες φιγούρες της μικρής μας πόλης να κινούνται πιο βιαστικά, πιο νευρικά σαν κάτι αόρατο να τους απειλούσε. Στα μαγαζιά που είχαν ανοίξει σιγά-σιγά, ήταν όλοι γύρω από τον ραδιόφωνο. Περνώντας από την αγορά είδαμε ότι περιπολούσαν ένοπλοι χωροφύλακες. Γυρίζοντας στο σπίτι άνοιξα πάλι το παλιό singer ραδιόφωνο. Έπαιζε εμβατήρια και δημοτικά. Η φωνή του εκφωνητή, επαναλάμβανε με μια απόκοσμη χροιά μας την ανακοίνωση : «Εν Αθήναις σήμερον την 21η Απριλίου 1967...Αποφασίζομεν και Διατάσσομεν...».
Βγήκα από το σπίτι και πήγα στο μαγαζί του πατέρα, ένα μικρό εστιατόριο στο κέντρο της αγοράς της μικρής μας πόλης. Ελάχιστοι οι θαμώνες. Ο παλιός ΕΛΑΣιτης, ο Σ.Κ, όπως πάντα στην γωνιά του, έπινε το κατοσταράκι του, χωρίς να έχει αγγίξει το πιάτο με την μισή μερίδα βραστό που είχε μπροστά του. Το παλιό ραδιόφωνο με τις λυχνίες, τοποθετημένο ψηλά στο ράφι, μετέδιδε την ίδια μουσική, δημοτικά και εμβατήρια. Ο «καλός πολίτης» στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπως πάντα στη θέση του, παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι τους «τολμηρούς» που περνούσαν την παλιά ξύλινη τζαμόπορτα. Πέρασα γρήγορα τη μακρόστενη σάλα και βγήκα στην πίσω αυλή με την παλιά κληματαριά και τις θεόρατες μουριές. Στην αυλή ήταν μόνο ο Κ.Σ (Κωτσανέλος), ανήσυχος και λιγομίλητος.
Το βράδυ ο πατέρας έκλεισε νωρίτερα το μαγαζί, απ΄ ότι συνήθως. Ήρθε στο σπίτι και περίμενε. Ο πατέρας ήταν πάντα ενεργός πολίτης. Με την συγκρότηση της Ε.Δ.Α μπήκε στο γραφείο της μικρής μας πόλης. ΕΠΟΝίτης στη Κατοχή, τα «πέτρινα χρόνια» που ακολούθησαν έμεινε στον τόπο του και έδινε καθημερινά τη δική του μάχη. Είχε μάθει ότι άρχισαν οι συλλήψεις στην Αμαλιάδα και τον Πύργο. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα. Τα μέλη της Νομαρχιακής Επιτροπής της Ε.Δ.Α και των Επιτροπών Πύργου και Αμαλιάδας γνώρισαν πρώτα την «φιλοξενία» της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής (Ε.Β.Χ).
Το ρόπτρο της εξώπορτας χτύπησε στις 10 το βράδυ της 21ης Απριλίου. Ο πατέρας δεν είχε ξαπλώσει. Περίμενε ντυμένος στην τραπεζαρία. Κατέβηκε την ξύλινη εσωτερική σκάλα και άνοιξε. Ήταν τρείς ένοπλοι χωροφύλακες . Ο επικεφαλής ενωμοτάρχης Τρύφωνας του διάβασε την διαταγή για την σύλληψη του. Του είπε να πάρει μια κουβέρτα και λίγα ρούχα και να τους ακολουθήσει στο τμήμα.
«Τα έχω έτοιμα» απάντησε ο πατέρας. Η μάνα έκλαιγε καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται μέσα στο σκοτάδι συνοδεία των χωροφυλάκων.
Στη χωροφυλακή είχαν φέρει ήδη τον Νίκο Τ. και Νίκο Γ. Σε λίγο έφεραν τον Πέτρο Φ. και Χρήστο Κ. το σύνολο πέντε, όλο το γραφείο της ΕΔΑ Ανδραβίδας. Όταν συμπληρώθηκε ο αριθμός των συλλήψεων των "επικινδύνων ανατρεπτικών στοιχείων" τους επιβίβασαν στο ταξί του Ανδρέα Μπ. και τους μετέφεραν από την Ανδραβίδα στα Λεχαινά, στο παλιό δημοτικό σχολείο, το οποίο είχαν μετατρέψει σε προσωρινό δεσμωτήριο. Εκεί μάζεψαν τους «ύποπτους» για αντίσταση στην δικτατορία από όλη την περιφέρεια του παλιού Δήμου Μυρτουντίων, δηλαδή την περιοχή ευθύνης της Ασφάλειας Λεχαινών. Την άλλη μέρα το πρωί τους φόρτωσαν σε στρατιωτικά καμιόνια για το Γυμνάσιο Αρρένων του Πύργου που είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Εκεί όμως δεν χωρούσαν και τους μετέφεραν στις φυλακές. Τους στοίβαξαν ασφυκτικά σαν σαρδέλες στο θάλαμο του 1ου ορόφου. Οι κρατούμενοι ήταν ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς να μένει ούτε μια πιθαμή άδειος τόπος Το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας "κατά λάθος" φαντάρος από το ισόγειο πυροβόλησε με το τουφέκι του, σύμφωνα με την εκδοχή του διευθυντή της φυλακής. Η σφαίρα τρύπησε το ξύλινο πάτωμα, πέρασε ανάμεσα από τα πόδια ενός κρατούμενου και σφηνώθηκε στο ταβάνι χωρίς να σκοτώσει η να τραυματίσει κανέναν, από τους 200 φυλακισμένους.
Η μεγάλη νύχτα, που ξεκίνησε την 21η Απριλίου 1967 και θα κρατούσε 2.651 μερόνυχτα, μόλις είχε αρχίσει...
*Αυτές τις γραμμές τις αφιερώνω στη μνήμη του πατέρα μου Δημήτρη Π. Καπετανόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου