Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

Κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα - «Αδικαιολόγητη κάθε καθυστέρηση» στην αύξησή του

Κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα - «Αδικαιολόγητη κάθε καθυστέρηση» στην αύξησή του

 

Tην αύξηση του κατώτατου μισθού στο ύψος των 751 ευρώ - για το τελευταίο τρίμηνο του 2021 - και σε δεύτερη φάση στα 809 ευρώ, πρότεινε η ΓΣΕΕ, παρουσιάζοντας τη σχετική τεκμηρίωση από την επιστημονική ομάδα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Το ποσό των 809 ευρώ αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου μισθού, όπως υπολογίζεται από τον ΟΟΣΑ.

Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας και είναι υπερβολικά χαμηλός για να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, την ώρα που ένα μεγάλο ποσοστό μισθωτών αμείβεται βάσει αυτού, συμπεραίνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην πρόταση του για τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα το 2021, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Δευτέρα (10/5).

Η επιστημονική ομάδα του ΙΝΕ, η οποία άντλησε ένα πλήθος στοιχείων από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ευρωπαϊκό σχέδιο Οδηγίας για τους κατώτατους μισθούς), τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), τον ΟΟΣΑ και άλλες επίσημες πηγές, συμπεραίνει, μάλιστα, πως «ο κίνδυνος φτώχειας για τους απασχολουμένους (in-work poverty) και ειδικότερα για τις γυναίκες είναι αρκετά υψηλός, και γίνεται ακόμη μεγαλύτερος αν συμπεριλάβουμε εκείνους που αμείβονται χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό», και πως, επομένως, η «εξασφάλιση ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης» καθιστά «άμεση την ανάγκη αύξησής του».

Όπως αναφέρει εισαγωγικά το Ινστιτούτο, «ο πρωταρχικός στόχος της θεσμοθέτησης του κατώτατου μισθού είναι η προστασία των εργαζομένων από μια χαμηλή αμοιβή η οποία δεν θα διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους» και «πολλές μελέτες έχουν αναγνωρίσει ως πρόσθετο όφελος του θεσμού του κατώτατου μισθού τη σημαντική συμβολή του στην προώθηση της οικονομικής ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης», κάτι που πλέον αναγνωρίζει και η Κομισιόν.

Διότι «στη διάρκεια του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε διαβούλευση με τους Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους, η οποία κατέληξε στην προώθηση πρωτοβουλίας για τη διασφάλιση του δικαιώματος κάθε εργαζομένου στην ΕΕ σε έναν δίκαιο κατώτατο μισθό. Η προτεινόμενη ευρωπαϊκή οδηγία για τους κατώτατους μισθούς, η οποία δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2020, αποτελεί θεμελιώδη αλλαγή στη στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη ρύθμιση της απασχόλησης (...). Στο πλαίσιο της νέας προσέγγισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι λοιπόν αναγκαία η διαμόρφωση ενός επαρκούς κατώτατου μισθού που να εξασφαλίζει την ικανοποίηση των αναγκών του εργαζομένου και της οικογένειάς του υπό το πρίσμα των εθνικών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών».

Αυτό, βέβαια, αξιολογείται ως αναγκαία πρωτοβουλία για την αναστροφή της αυξανόμενης πόλωσης των εισοδημάτων, της εργασιακής φτώχειας και ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, «σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του κοινωνικού διαλόγου» (European Commission, 2020a).

Περαιτέρω, «στην οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποστηρίζεται ότι οι κατώτατοι μισθοί θεωρούνται επαρκείς εάν είναι δίκαιοι σε σχέση με την κατανομή των μισθών στη χώρα και εάν παρέχουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο», ενώ «προτείνονται δείκτες-οδηγοί για τη δίκαιη
προσαρμογή του κατώτατου μισθού (European Commission, 2020a), με τους οποίους συγκλίνει και η άποψη της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας των Εργατικών Συνδικάτων (ETUC, 2020).

Για την περίπτωση της Ελλάδας», ωστόσο, «η θέση μας είναι ότι η προσαρμογή αυτή θα μπορούσε να συμβεί εφόσον χρησιμοποιηθεί στον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού ο διεθνώς αναγνωρισμένος στατιστικός δείκτης Kaitz, ο οποίος επιτρέπει τη σύγκριση του κατώτατου μισθού με τον ακαθάριστο διάμεσο μισθό πλήρους απασχόλησης». Ο λόγος είναι πως ο εν λόγω δείκτης «αποτυπώνει τη σχετική θέση αυτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στη συνολική κατανομή των μισθών και στη διανομή του εισοδήματος. Επίσης, η επιλογή του δείκτη Kaitz είναι ένδειξη και της αποτελεσματικότητας του κατώτατου μισθού στην αντιμετώπιση των φαινομένων της εργασιακής φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας.

Το όριο του 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος χρησιμοποιείται ευρέως στον ορισμό του κινδύνου σχετικής φτώχειας (at risk of poverty), ενώ το όριο του 50% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος είναι ένδειξη απόλυτης φτώχειας (absolute poverty). Στη σχετική επιστημονική συζήτηση υπάρχει σύγκλιση απόψεων στο ότι το όριο του 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως μια κατά προσέγγιση εκτίμηση του αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού διαβίωσης (Schulten and Muller, 2019) {...}».

Σε συνέχεια, λοιπόν, των παραπάνω, και βάσει επίσημων προβλέψεων, αύξησης του ΑΕΠ το 2021 και το 2022, η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι η εξής: «Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στο ύψος των 751 ευρώ μηνιαίως στο πλαίσιο ενός χρονοδιαγράμματος με τιμή αναφοράς το 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης». Σε άλλο σημείο της 27σέλιδης έκθεσης του Ινστιτούτου η πρόταση των επιστημόνων του ΙΝΕ εξειδικεύεται ως ακολούθως:

«Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 60% του διάμεσου μισθού είναι 783 ευρώ, ενώ με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι 809 ευρώ. Συνεπώς, όπως αποτυπώνεται στον Πίνακα 2 (βλ. παρακάτω), στην πρώτη περίπτωση ο τρέχων κατώτατος ονομαστικός μισθός πρέπει να αυξηθεί μηνιαίως κατά 133 ευρώ, ενώ στη δεύτερη κατά 159 ευρώ». 

Επισημαίνεται, δε, πως η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ αναφορικά με την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πρέπει να γίνει «βάσει ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος», ενώ «για το 2021, η πρότασή μας είναι ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ».

katotatos ine 1

Αξίζει να αναφερθεί πως «παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες, 17 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό από την 1/1/2021, 3 κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι στο ύψος του 2019» ενώ από «τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019».

ine gsee 2

Εξάλλου, στα εμπειρικά ευρήματα που «αιτιολογούν πλήρως» το οικονομικό και το κοινωνικό περιεχόμενο της πρότασης του ΙΝΕ, περιλαμβάνεται η παρατήρηση πως «η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ», με τη χώρα μας να «είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση».

Παρατηρείται, επίσης, πως «η χώρα μας με λιγότερα από 4,5 ευρώ ίδιας αγοραστικής δύναμης έχει πλέον χαμηλότερη πραγματική αγοραστική δύναμη από ορισμένα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης, καθώς το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο».

ine gsee 3 

Οι συντάκτες της έκθεσης κάνουν, λοιπόν, λόγο για «απόκλιση του κατώτατου μισθού της Ελλάδας από τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης και επιδείνωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμής του στην ΕΕ», με τα παρατιθέμενα στοιχεία να «καθιστούν αδικαιολόγητη κάθε νέα καθυστέρηση άμεσης θετικής μεταβολής του ύψους του κατώτατου μισθού μέσα στο 2021», ενώ, αναφερόμενοι στα οφέλη μιας άμεσης αύξησης του κατώτατου μισθού εξηγούν πως αυτή «θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ».

Άλλωστε, «παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% το 2019, παραμένει κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας, αφού αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού», κατά τα παραπάνω, και «είναι συνεπώς απολύτως αναγκαίο να ενεργοποιηθούν διαδικασίες αύξησης και προσαρμογής του κατώτατου μισθού».

Πέρα, δε, από τις μακροοικονομικές επιπτώσεις, «η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να συμβάλει θετικά στη συνοχή της αγοράς εργασίας και της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στην επίτευξη βασικών στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ. Δεδομένου του μεγάλου ποσοστού απασχολουμένων που εκτιμάται ότι θα επηρεάσει η μεταβολή του κατώτατου μισθού δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση η εξίσου σημαντική θετική συνεισφορά που θα έχει στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας», αναφέρει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ καταληκτικά.

Πού βρισκόμαστε σήμερα

Υπενθυμίζεται πως σήμερα, «ο νόμιμος κατώτατος μισθός και το νόμιμο κατώτατο ημερομίσθιο, για πλήρη απασχόληση, για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, ως εξής:

α) Για τους υπαλλήλους ο κατώτατος μισθός ορίζεται στα εξακόσια πενήντα ευρώ (650,00 €).

β) Για τους εργατοτεχνίτες το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται στα είκοσι εννέα ευρώ και τέσσερα λεπτά (29,04 €)» (ypergasias.gov.gr).

Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης, ανακοίνωσε στις 22 Μαρτίου «την εκκίνηση της διαδικασίας για τον επανακαθορισμό του κατώτατου μισθού», ωστόσο έκτοτε, το Υπουργείο Εργασίας δεν έχει διευκρινίσει σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι διαβουλεύσεις.

Σήμερα, πάντως, κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου της κυβέρνησης για τα εργασιακά, ο κ. Χατζηδάκης δεν προέβη σε σχετική επί του θέματος αναφορά. Τον Μάρτιο, ο ίδιος είχε δηλώσει:

«Τώρα που, λόγω των εμβολιασμών, φαίνεται ένα φως στο τούνελ της κρίσης, η κυβέρνηση αποφάσισε να μη δώσει νέα παράταση, αλλά να ξεκινήσει η διαδικασία με βάση τις προβλέψεις του νόμου του 2013 που ψήφισε η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ και διατήρησε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο της δικής του διακυβέρνησης. Θα γίνει όπως προβλέπεται από το νόμο διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, θα ληφθούν υπόψιν οι απόψεις της ΤτΕ και του ΚΕΠΕ καθώς και τα όσα έχουν μεσολαβήσει την τελευταία διετία. Η διαδικασία θα ξεκινήσει άμεσα και μέχρι το καλοκαίρι θα έχει ολοκληρωθεί».

Σημειώνεται πως η προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας έκανε λόγο για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 703 ευρώ σε βάθος τριετίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, από την πλευρά του, είχε καταθέσει πρόταση νόμου, πέρυσι, βάσει της οποίο προβλεπόταν αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση που είχε εκδώσει η αξιωματική αντιπολίτευση, η πρόταση νόμου προέβλεπε: «Νέα αύξηση 7,5% το 2020, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν τους μισθούς τους να ανεβαίνουν στα 698 ευρώ (48 ευρώ αύξηση), ενώ ακόμα 280.000 εργαζόμενοι θα δουν εκ νέου έμμεσες αυξήσεις λόγω της αύξησης των επιδομάτων. Επίσης «με την πρόταση νόμου για επιπλέον αύξηση 7,5% το 2021, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν αυξήσεις 53 ευρώ με τον μηνιαίο μισθό τους να διαμορφώνεται στα 751 ευρώ, ενώ αντίστοιχες αυξήσεις θα δουν και 280.000 εργαζόμενοι λόγω της περαιτέρω αύξησης των επιδομάτων».

Την αύξηση του κατώτατου μισθού έχουν ζητήσει το σύνολο σχεδόν των κομμάτων της αντιπολίτευσης, το περασμένο διάστημα, ενώ ως πάγια θέση του ΚΙΝΑΛ προβάλλεται το αίτημα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από τους κοινωνικούς εταίρους και η κατοχύρωση του στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Πηγή: ieidiseis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(3)