Γράφει ο Βασίλης Σκουρής
Το θέμα της δημιουργίας 4.000 νέων οργανικών θέσεων κληρικών, που αναμένεται να εξαγγείλει τη Δευτέρα στην Ιερά Σύνοδο ο πρωθυπουργός, σήκωσε πολύ κουβέντα τις τελευταίες ημέρες, εξαιτίας και της προσπάθειας εκμετάλλευσής του από την κυβέρνηση, μέσω των φιλικών της μέσων.
Τη δημιουργία 4000 νέων οργανικών θέσεων με την Ιεραρχία, όμως, τη συζητούσε και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μόνο που έθετε όρους και προϋποθέσεις για μια τέτοια εξαγγελία.
Η δημιουργία των 4.000 νέων οργανικών θέσεων ιερέων συμπεριλαμβανόταν στα 15 σημεία για τις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας και η εξαγγελία τους αποτελούσε προϋπόθεση της αποδοχής όλων των άλλων σημείων. Εκ μέρους της Ιεραρχίας.
Οι προϋποθέσεις για τις 4.000 νέες οργανικές θέσεις
Στο βιβλίο «Τα κοινά της παιδείας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» υπό την επιμέλεια του πρώην υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου και που διαπραγματεύεται τα πεπραγμένα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της παιδείας και των θρησκευμάτων. Σε άρθρο των Κώστα Γαβρόγλου, Ηλία Γεωργαντά και Ακρίτα Καϊδατζή για το θέμα τω νέων οργανικών θέσεων των ιερέων αναφέρονται τα εξής (οι υπογραμμίσεις δικές μας):
«Η πρωτοβουλία Τσίπρα - Ιερώνυμου για μια συμφωνία Πολιτείας - Εκκλησίας έθετε σε νέες βάσεις τις μεταξύ τους σχέσεις. Πυρήνας της συμφωνίας είναι ένας διπλός συμβιβασμός επ’ αμοιβαία ωφελεία των μερών. Αφενός, η Πολιτεία αποδεσμεύεται από τη μισθοδοσία του κλήρου, διασφαλίζοντας όμως στην Εκκλησία τους πόρους που απαιτούνται γι’ αυτή. Αφετέρου, Πολιτεία και Εκκλησία συμφωνούν στην από κοινού αξιοποίηση αμφισβητούμενων μεταξύ τους εκτάσεων χωρίς να περιμένουν να αποσαφηνιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.
Βάση και αφετηρία του σχεδίου συμφωνίας των δεκαπέντε σημείων είναι η αναγνώριση εκ μέρους της Πολιτείας ότι το ελληνικό κράτος απέκτησε στο παρελθόν, μέχρι το 1939, οπότε για πρώτη φορά εκδόθηκε νόμος περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων[1], περιουσία της Εκκλησίας έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της (1ο σημείο). Αυτό οδηγεί σε μια δεύτερη παραδοχή, την αναγνώριση ότι η ελληνική Πολιτεία ανέλαβε, σταδιακά από το 1945[2], τη μισθοδοσία του κλήρου σε ανταπόδοση, «ως με ευρεία έννοια αντάλλαγμα», για την πλημμελή αποζημίωση εκκλησιαστικής περιουσίας που απέκτησε (2ο σημείο).
Οι δύο παραδοχές επιτρέπουν να καταλήξουμε στον πρώτο πυλώνα της συμφωνίας: Η Πολιτεία παύει να μισθοδοτεί η ίδια τους κληρικούς (3ο σημείο), αλλά παρέχει στην Εκκλησία τους πόρους για να ενεργεί εκείνη τη μισθοδοσία. Συγκεκριμένα, θα καταβάλλει στην Εκκλησία ετησίως το ποσό που απαιτείται για τη μισθοδοσία αριθμού κληρικών που είναι ίσος με όσους μισθοδοτούνται κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας (4ο σημείο). Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας που προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία του κλήρου και θα ελέγχεται γι’ αυτό (6ο σημείο). Από την πλευρά της, η Εκκλησία παραιτείται, έναντι της παροχής αυτής, από οποιεσδήποτε αξιώσεις για πλημμελώς αποζημιωθείσα περιουσία της που απέκτησε στο παρελθόν, μέχρι το 1939, το ελληνικό κράτος (5ο σημείο).
Μέρος του πρώτου πυλώνα της συμφωνίας είναι και ότι διασφαλίζονται οι οργανικές θέσεις των κληρικών και υπαλλήλων της Εκκλησίας που υπηρετούν κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας (7ο σημείο). Η Εκκλησία θα μπορεί εφεξής να αυξάνει τις θέσεις των κληρικών, αλλά μόνον εφόσον διαθέτει δικούς της πόρους γι’ αυτό, χωρίς να έχει οποιαδήποτε περαιτέρω αξίωση από την Πολιτεία (8ο σημείο).
Ο δεύτερος πυλώνας της συμφωνίας δεν συνδέεται με τον πρώτο, είναι ανεξάρτητος. Αφορά τη διαχείριση και αξιοποίηση περιουσιών που διαμφισβητούνται μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας από το 1952 και εφεξής. Το έτος 1952 αποτελεί ορόσημο λόγω της τότε σύμβασης εξαγοράς σημαντικού μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας από το Δημόσιο.[3] Η Εκκλησία προβάλλει έκτοτε σε διάφορες περιπτώσεις πλημμελή τήρηση της συμφωνίας εκ μέρους της Πολιτείας. Με τη συμφωνία, η διαχείριση και αξιοποίηση αυτών των αμφισβητούμενων περιουσιών ανατίθεται στο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, το οποίο ιδρύεται και διοικείται από κοινού από Πολιτεία και Εκκλησία, στις οποίες επιμερίζονται κατά ίσο μέρος τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του. Η Εκκλησία θα μπορεί αυτοβούλως να αναθέσει στο ταμείο τη διαχείριση κάθε άλλου περιουσιακού της στοιχείου (9ο έως 14ο σημεία).
Η τελευταία ρήτρα της συμφωνίας έχει ιδιαίτερη σημασία. Αναφέρει ότι οι υποχρεώσεις των μερών ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της συμφωνίας στο σύνολό της (15ο σημείο). Δηλαδή η συμφωνία ισχύει ως πακέτο: είτε θα τηρηθεί στο σύνολό της είτε παύει να δεσμεύει τα μέρη».
Τι θα κρατήσει από αυτά ο Μητσοτάκης;
Ας αναμένουμε, όμως, την τοποθέτηση του πρωθυπουργού τη Δευτέρα στην Ιερά Σύνοδο, για να δούμε τις ακριβείς εξαγγελίες του - και με βάση αυτές θα τον κρίνουμε.
1. Αναγκαστικός νόμος 1739/1939 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» (ΦΕΚ Α΄ 192).
2. Αρχικά με τον αναγκαστικό νόμο 536/1945 (ΦΕΚ Α΄ 226), ο οποίος
συμπληρώθηκε με μεταγενέστερα νομοθετήματα. 3. Η σύμβαση εκείνη
συνάφθηκε σε εκτέλεση των άρθρων 36-38 του νομοθετικού διατάγματος
2185/1952 «περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάστασιν
ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων» (ΦΕΚ Α΄ 217) και κυρώθηκε με το
βασιλικό διάταγμα της 26.9.1952 (ΦΕΚ Α΄ 289).
Πηγή: ieidiseis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου