Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα σαν σήμερα, 27 Απριλίου του 1941, όταν ο γερμανικός στρατός σκοτείνιασε την Αθήνα. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας κρυφοκοίταζαν με θλίψη πίσω από τα κλειστά παράθυρά τους.
Ήταν Κυριακή 27 Απριλίου, όταν η Αθηνά ξύπνησε τυλιγμένη στο άγχος. Ο γερμανικός στρατός ήταν πια κοντά. Οι μηχανοκίνητες εμπροσθοφυλακές του, θα έμπαιναν στην πόλη από ώρα σε ώρα. Την προηγούμενη νύχτα περνούσαν βιαστικά τα τελευταία τμήματα των ταλαιπωρημένων Βρετανών, στα διάτρητα από σφαίρες οχήματά τους, που κατευθύνονταν προς τη Ραφήνα και το Πόρτο Ράφτη, ενώ οι διαβάτες τους χαιρετούσαν και τους εύχονταν «καλή τύχη». Καθώς οι Γερμανοί πλησίαζαν στην πρωτεύουσα, δεν υπήρχε καμία ουσιαστική εξουσία. Είχαν περάσει τέσσερις ημέρες αφότου ο βασιλιάς και η κυβέρνηση βρίσκονταν στην Κρήτη. Μόνη σκιώδης αρχή ήταν η στρατιωτική διοίκηση Αττικοβοιωτίας με επικεφαλής τον υποστράτηγο Χρήστο Καβράκο. Ωστόσο στις τραγικές εκείνες στιγμές, απόλυτη τάξη επικρατούσε στην Αθήνα: Ούτε λεηλασίες, ούτε εγκλήματα, ούτε αναρχία, όπως συμβαίνει στις πόλεις που παραμένουν για λίγο ή πολύ χρόνο ακέφαλες. Η ημέρα ήταν ήσυχη και όπως γράφει η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού: «…την ωραίαν εκείνην εαρινήν πρωίαν, ουδείς κρότος ηκούετο προσεγγιζούσης μάχης. Ουδέν γερμανικόν αεροπλάνον υπερίπατό της πόλεως».
Τα τραμ βγήκαν στην ώρα τους...
Μόνο τις πρώτες πρωινές ώρες ακούστηκαν απόμακρες εκρήξεις. Δεν ήταν κανονιές οι εκρήξεις βομβών, αλλά οφείλονταν στην ανατίναξη αποθηκών με όπλα και όταν σταμάτησε αυτή η βροντή, μια παράξενη σιωπή απλώθηκε στην τραγική πόλη. Στην ώρα τους, κάποια τραμ και λίγες αμαξοστοιχίες του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου έκαναν τα δρομολόγια τους. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν λιγοστοί διαβάτες, ενώ πολλές εκκλησίες λειτουργούσαν με αραιό εκκλησίασμα. Αλλά οι Αθηναίοι στην πλειοψηφία τους ήταν κολλημένοι στα ραδιόφωνα, ρουφώντας τα νέα. Ο ραδιοσταθμός αντί ειδήσεων, μετέδιδε συνεχώς την ακόλουθη διαταγή του στρατιωτικού διοικητή: «Επειδή η πόλις των Αθηνών είναι ανοχύρωτος, ουδεμία αντίστασις θα προβληθή, άξιω να μη ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός». Στις 08:00 το πρωί εμφανίστηκαν οι πρώτοι Γερμανοί. Ήταν μία φάλαγγα μοτοσικλετιστών με επικεφαλής δύο θωρακισμένα αυτοκίνητα. Οι μοτοσικλετιστές πάνοπλοι έχοντας χιαστί αυτόματα όπλα και στη ζώνη περίστροφα και χειροβομβίδες. Με όψη τρομερή και με σκληρό βλέμμα κατέβηκαν από τη Λεωφόρο Κηφισίας και, άριστα καταρτισμένοι, έφτασαν στην Ακρόπολη. Εκεί δύο αξιωματικοί με ένα απόσπασμα ανέβηκαν και ύψωσαν τη γερμανική σημαία. Κατόπιν κατευθύνθηκαν στο δημαρχείο, όπου ύψωσαν και εκεί τη σημαία τους. Ωστόσο, η επίσημη παράδοση της ελληνικής πρωτεύουσας δεν έγινε σε αυτούς.
Σ' ένα καφενείο η παράδοση της Αθήνας!
Το
τάγμα που ερχόταν από τη Χαλκίδα, παρέλαβε τα συμβολικά κλειδιά της
πόλης και σε προϋπαντήση του είχε τοποθετηθεί στη διασταύρωση των
λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας μία επίσημη ελληνική αντιπροσωπεία, την
οποία αποτελούσαν ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αττικής,
υποστράτηγος Χρήστος Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνος Πεζόπουλος αντιναύαρχος σε αποστρατεία, οι δήμαρχοι Αθήνας Αμβρόσιος Πλυτάς και Πειραιά Μιχάλης Μανούσκος και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κανελλόπουλος στο ρόλο του διερνηνέα.
Στις 10:15, το γερμανικό τάγμα που διοικητής του ήταν ο αντισυνταγματάρχης φον Σέιμπεν,
ένας μικρόσωμος ζωηρός αξιωματικός, έφθανε στα κράσπεδα της πόλεως.
Μετά τις τυπικές συστάσεις, Έλληνες και Γερμανοί οδηγήθηκαν κοντά στην
έπαυλη Θων, σε ένα καφενείο κι΄εκεί πάνω σε ένα μαρμάρινο τραπεζάκι,
υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλεως, στις 10:30 το πρωί της
27ης Απριλίου του 1941. Από εκείνη τη στιγμή η Αθηνά ανήκει στους
κατακτητές. Είχαν περάσει ακριβώς έξι μήνες παρά μία ημέρα από την 28η Οκτωβρίου του 1940
και τρεις ακριβώς εβδομάδες, παρά λίγες ώρες, από τη γερμανική επίθεση
της 6ης Απριλίου. Με την παράδοση της πρωτεύουσας άρχιζε επίσημα η
κατοχή που θα διαρκούσε 1.625 ημέρες έως ότου η πρωτεύουσα θα ξανάβρισκε
την ελευθερία της. Αυτά γράφει ο Σόλων Γρηγοριάδης.
Τα...μυστικά της αυτοκτονίας
Μια
είδηση που ακούστηκε την ημέρα εκείνη στους Αθηναίους και απλώθηκε
στόμα με στόμα σ’ ολόκληρη την πόλη, ήταν η αυτοκτονία της αγαπητής
συγγραφέως Πηνελόπης Δέλτα. Η δημιουργός των
εμβληματικών ιστορικών παιδικών μυθιστορημάτων «Τον Καιρό του
Βουλγαροκτόνου», «Παραμύθι χωρίς όνομα», «Ο Τρελαντώνης», «Ο Μάγκας»,
«Τα Μυστικά του βάλτου», δεν άντεξε – λένε – να δει την Αθήνα
σκλαβωμένη.
Η Κυρία με τα Μαύρα, όπως την
αποκαλούσαν, έπασχε από ανίατη ασθένεια - σκλήρυνση κατά πλάκας - που
την ταλαιπωρούσε επί πολλά χρόνια, ενώ από το 1924 είχε βυθιστεί στο
πένθος θρηνώντας την απώλεια του μεγάλου έρωτα της ζωής της, του Ίωνα Δραγούμη.
Σε σημείωμα, που άφησε στους δικούς της έγραφε: «Παιδιά μου, ούτε παπά,
ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού
βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά.
Π.Σ. Δέλτα».
Η διάσημη συγγραφέας, κόρη του επιχειρηματία και εθνικού ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη,
πήρε δηλητήριο στις 27 Απριλίου και κατέληξε πέντε ημέρες αργότερα,
στις 2 Μαΐου. Την ίδια ημέρα θα κηδεύτηκε στον κήπο του σπιτιού της, με
μια σεμνή εξόδιο ακολουθία, που τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Στον
τάφο της θα χαραχτεί μόνο μια λέξη: «Σιωπή». Να σημειώσουμε ότι η
Πηνελόπη Δέλτα, είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει ακόμα δυο φορές στο
παρελθόν.
Ο δισέγγονός της Πηνελόπης Δέλτα, Αλέκος Π. Ζάννας - διακεκριμένος ιστορικός και επιμελητής του αρχείου της, γιος του Παύλου Ζάννα
(λογοτέχνης, κριτικός του κινηματογράφου, και ιδρυτής του Φεστιβάλ
Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), έχει πει: «Είχε εμμονή με τον Ίωνα
Δραγούμη. Δεν έβαλε τέλος στη ζωής της μόνο και μόνο εξαιτίας της θλίψης
της για την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Ήταν ένα συνονθύλευμα
αιτιών έπασχε και από σκλήρυνση κατά πλάκας».
Η αυτοκτονία της Πηνελόπης Δέλτα πήρε διαστάσεις αστικού μύθου, τύλιξε την Ελλάδα ολόκληρη σ’ εκείνα τα φουρτουνιασμένα χρόνια, που μια απλή φήμη ήταν σανίδα σωτήριας για τις παραδαρμένες ψυχές και έγινε θρύλος!
Ο ευπατρίδης εύζωνας και η Σημαία
Επίσης μια ιστορία που ακούγεται συχνά: Εκείνη την ημέρα, στις 27 Απριλίου του 1941, ο εύζωνας Κωνσταντίνος Κουκίδης, έπεσε τυλιγμένος με την ελληνική σημαία από τον Ιερό βράχο της Ακρόπολης! Η ιστορία έχει αμφισβητηθεί από πολλούς και έχει προκαλέσει συζητήσεις στην σύγχρονη εποχή για την τεκμηρίωση της.
Λέγεται
πως οι Ναζί στην Ακρόπολη βρήκαν έναν εύζωνα, τον Κωνσταντίνο Κουκίδη,
φρουρό στον Ιερό Βράχο. Τον διέταξαν να υποστείλει την ελληνική σημαία,
να τους την παραδώσει για να υψωθεί η Σβάστικα. Ο Κουκίδης, υπέστειλε τη
Γαλανόλευκη, τυλίχτηκε σ’ αυτήν και ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο έπεσε από
τα τείχη.
Στις 26 Απριλίου του 2000, ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Δημήτρης Αβραμόπουλος, παρευρισκόμενος σε τηλεοπτική εκπομπή της ΕΤ1,
δήλωσε πως όσο κι’ αν έψαξε, δεν βρήκε κάτι σχετικό για τον
Κουκίδη: «Τίποτα δεν αποκαλύφθηκε από την έρευνά μας στα αρχεία των
Ενόπλων Δυνάμεων (για τον Κουκίδη). Δεν έχει όμως σημασία αυτό. Σημασία
δεν έχει αν υπήρξε ο στρατιώτης Κουκίδης. Σημασία έχει αν εμείς, οι
σημερινοί Ελληνες, θέλουμε να υπάρχουν τέτοιοι θρύλοι. Υπό αυτή την
έννοια έχει τη δική του ηθική και εθνική χρησιμότητα αυτό που πράττουμε
σήμερα, ικανοποιώντας την απαίτηση χιλιάδων συμπολιτών μας».
Το
ίδιο υποστήριξε και ο εκπρόσωπος της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) ο
οποίος τόνισε πως παρά την εκτεταμένη έρευνα συλλογής στοιχείων για τον
Κωνσταντίνο Κουκίδη δεν βρέθηκε τίποτα που να
αποδεικνύει την ύπαρξή του. Όπως υποστηρίχθηκε μάλιστα, στρατιώτης με
αυτό το όνομα δεν βρέθηκε ούτε καν στα στοιχεία του Στρατού!
Και τι μ’ αυτό; Το νέο της ηρωικής αυτοθυσίας για να μην βεβηλωθεί η Σημαία από τα μιαρά χέρια των Ναζί, διαδόθηκε γρήγορα στην κατακτημένη Αθήνα, που διψούσε να ακούσει πράξεις αντίστασης.
Υπάρχει όμως και η αναφορά στο «γεγονός» από σημαίνων πρόσωπο: Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος,
στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ότι: «Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής
σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μή θελήσας νά παραστή μάρτυς τού θλιβερού
θεάματος τής αναρτήσεως τής εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως
κρημνισθείς καί εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι
θανάτου καί δακρύων.»...
Να σημειώσουμε ότι στο γεγονός αναφέρεται και η βρετανική εφημερίδα «Daily Mail» σε δημοσίευμα με τίτλο «A Greek carries his flag to the death» (Ένας Έλληνας φέρει την σημαία του έως τον θάνατο) στις 9 Ιουνίου 1941. Γράφει το άρθρο: «Ο Κώστας Κουκίδης, έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε το εθνικό σύμβολο των Ελλήνων πάνω στην Ακρόπολη, τυλιγμένος με την Γαλανόλευκη, εφόρμησε στο κενό και αυτοκτόνησε (27/4/1941)». Να επισημάνουμε εδώ ότι η ίδια εφημερίδα έγραφε: «…γερμανικές περίπολοι έχουν διαταχθεί να χρησιμοποιούν χειροβομβίδες για να διαλύουν λαϊκές συγκεντρώσεις» και ότι «ο αρχηγός της Αστυνομίας και ο διοικητής της Χωροφυλακής διώχτηκαν επειδή απέτυχαν να διατηρήσουν την τάξη», ρεπορτάζ εντελώς ανυπόστατο!
Και κάτι ακόμα: Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, Νίκολας Χάμοντ
και αξιωματικός Ειδικών Επιχειρήσεων Καΐρου στην Ελλάδα κατά την
κατοχή, αναφέρει πως: «Την 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα
ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τον φρουρό τής
Ακροπόλεως να κατεβάσει το ελληνικό σύμβολο. Πράγματι, εκείνος την
υπέστειλε. Τυλίχθηκε με αυτήν και αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τον βράχο».
Η
Ιστορία, λοιπόν, δεν έχει ακόμα αποφανθεί αν θα δεχτεί στα πολυτελή
διαμερίσματά της τον θρυλικό εύζωνα Κουκίδη κι έχει αφήσει τον μύθο να
τον φιλοξενεί… Άλλωστε η Ελληνική Ιστορία περισσότερους μύθους έχει να
μας διδάξει παρά αλήθειες. Επίσης είναι σωστό το ρηθέν ότι, η Ιστορία με το πέρασμα του χρόνου διαστρεβλώνεται, ενώ ο μύθος εξελίσσεται στο σημείο που γίνεται πραγματικότητα. Τι, όχι;
Κι όπως έχει γράψει και ένας από τους κορυφαίους έλληνες ιστορικούς, ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος:
«Η ιστορία κάθε έθνους σύγκειται ή από μύθους ή από γεγονότα τα οποία
έχουν κάποιαν υπόσταση αληθείας, συνυφάνθησαν όμως τόσο με τον μύθο,
ώστε η διάκριση της ιστορίας από αυτά αποβαίνει αδύνατος». Αυτά και τέλος!
Πηγή: ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου