Τάσος Κωστόπουλοw
«Αγαπητέ μπαμπά, έχομεν Σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία»
Ιων Δραγούμης προς Στέφανο Δραγούμη, Μπίτολα 25/7/1903
Oσοι πιστεύουν καλόπιστα πως η διαμάχη Αθήνας - Σκοπίων οφείλεται στην οικειοποίηση της αρχαιομακεδονικής κληρονομιάς από τους επίβουλους γείτονές μας, μάλλον θα αιφνιδιάστηκαν από την υποδοχή που επιφυλάχθηκε τις τελευταίες μέρες στην πρόταση μετονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε «Μακεδονία του Ιλιντεν» (Ilindenska Makedonija).
Μια ονομασία που απέκοπτε οριστικά και κοινή συναινέσει την αδιαμφισβήτητη μακεδονική ταυτότητα των γειτόνων μας (ιστορικό προϊόν των πολιτικών εξελίξεων και συγκρούσεων του τελευταίου ενάμιση αιώνα) από την αρχαιότητα (που υποτίθεται πως μας καίει) καταγγέλθηκε από Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ σαν «επιτομή του αλυτρωτισμού».
Η απορριπτική αυτή στάση μπορεί να οφείλεται και σε κοντόθωρες αντιπολιτευτικές προτεραιότητες − από το σκάνδαλο της Novartis μέχρι την ανομολόγητη λύσσα για τα διαφυγόντα κέρδη από τη μη συμμετοχή στο μνημονιακό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Μέσω του πόρταλ in.gr, το συγκρότημα Μαρινάκη φρόντισε άλλωστε να καταγγείλει προληπτικά σαν «αλυτρωτική» ακόμη και την εναλλακτική –πραγματολογικά άψογη– ονομασία Νέα Μακεδονία, με το συγκλονιστικής ευφυΐας επιχείρημα ότι και «οι περιοχές που εγκαταστάθηκαν Ελληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία (Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία κ.λπ.) πάντα κρύβουν την ελπίδα για τα παλαιά εδάφη, εμπεριέχουν δηλαδή αλυτρωτισμό».
Το ανομολόγητο παρελθόν
Οσο κι αν το «Σκοπιανό» είναι εκ γενετής σημαδεμένο από παρόμοιες μικροκομματικές ιεραρχήσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση μια τέτοια εξήγηση ανταποκρίνεται εν μέρει μόνο στα πράγματα.
Στην πραγματικότητα, η αναφορά και μόνο στη μακεδονική εξέγερση του 1903 που έμεινε στην ιστορία ως «Ιλιντεν» (δηλαδή «του Προφήτη Ηλία») αρκεί για να κουρδίσει τα νεύρα οποιουδήποτε εθνικόφρονα παλαιάς κοπής, εμποτισμένου με την παραδοσιακή επιχειρηματολογία περί Μακεδονικού.
Κι αυτό, για δυο διαφορετικούς λόγους:
◼ Ο πρώτος –ανομολόγητος– λόγος είναι η αντικειμενική αδυναμία κάθετου διαχωρισμού της πολιτικής προϊστορίας της ΠΓΔΜ, ως εθνικού κράτους των Σλαβομακεδόνων, από την αντίστοιχη πολιτική προϊστορία μεγάλου μέρους της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 και τις ανταλλαγές πληθυσμών του 1919-1923, συμπαγείς ελληνόφωνοι πληθυσμοί κατοικούσαν μόνο στις νοτιοδυτικές μακεδονικές περιοχές μέχρι τον Αλιάκμονα και σε μια στενή παραλιακή λουρίδα από τη Θεσσαλονίκη ώς την Καβάλα − συν κάποιους βορειότερους αστικούς θύλακες (Καστοριά, Νάουσα, Σιδηρόκαστρο, Δράμα, Μελένικο), κυκλωμένους από μια ύπαιθρο σλαβόφωνη ή/και μουσουλμανική.
Στο βορειότερο 50% της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, ο χριστιανικός πληθυσμός υπήρξε κατά κύριο λόγο σλαβόφωνος, με μικρές βλαχόφωνες ή αλβανόφωνες νησίδες· η όποια σχέση του με τον ελληνισμό υπήρξε δε καθαρά πολιτική (σε «ελληνικό κόμμα», «παράταξη» ή «μερίδα» αναφέρονται οι πηγές της εποχής) και, ως εκ τούτου, ασταθής.
Οι μεταγενέστερες εξελίξεις ξεκαθάρισαν βέβαια το τοπίο: η ελληνική Μακεδονία εξελληνίστηκε διά της προσφυγικής εγκατάστασης, της σαλαμοποίησης κι εκδίωξης μεγάλου μέρους των Σλαβομακεδόνων και της σταδιακής αφομοίωσης των υπολοίπων στον εθνικό κορμό.
Κάθε αναφορά στο πολιτικό παρελθόν της περιοχής εκλαμβάνεται ωστόσο από τους ταγούς της εθνικής ορθότητας σαν ανεπιθύμητη έμμεση υπενθύμιση αυτής της ενοχλητικής «λεπτομέρειας».
Εξ ου και η διαρκής επίκληση του «αλυτρωτισμού», της εδαφικής δηλαδή απειλής, παρόλο που το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ –σε αντίθεση με το δικό μας– αποκλείει ρητά κάθε τέτοια βλέψη.
◼ Ο δεύτερος λόγος είναι το πολιτικό φορτίο που συνδέεται με το μακεδονικό επαναστατικό κίνημα του 1903. Για τον ελληνικό συντηρητισμό, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου (από τον καθαρευουσιανισμό μέχρι την αντίθεση στη χειραφέτηση των υποτελών τάξεων) δομήθηκαν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα με βάση και δικαιολογία το Μακεδονικό, οι εξεγερμένοι του Ιλιντεν αποτέλεσαν την πρώτη μορφή «αναρχοκομμουνιστή» εσωτερικού εχθρού, πολιτικού και κοινωνικού.
Εξ ου και ο εξορκισμός της «ψευδεπανάστασης» του 1903 λειτούργησε ως το πρότυπο για τη μετέπειτα κατασυκοφάντηση της ΕΑΜικής «ψευδοαντίστασης» του 1941-1944, με κοινό παρονομαστή τον «παρασυρμό» των μαζών από τους καταχθόνιους «συμμορίτες».
Ας δούμε λοιπόν από κοντά, έστω και συνοπτικά, την ξεχασμένη αυτή ιστορία που σημάδεψε ανομολόγητα τη μετέπειτα πορεία του τόπου.
Ο επαναστατικός μακεδονισμός
↳ Δείγματα της επαναστατικής φιλολογίας των κομιταζήδων. Αριστερά, η εγκύκλιος του επαναστατικού επιτελείου για το ξέσπασμα της εξέγερσης (15/7/1903). Στη μέση, το παράνομο φύλλο «Ελευθερία ή Θάνατος» της ΕΜΕΟ Σερρών (17/2/1903). Δεξιά, χειρόγραφο σημείωμα από το αρχείο του Ιωνα Δραγούμη, με τους στίχους ενός δημοφιλούς εμβατηρίου των κομιτατζήδων γραμμένους με ελληνικό αλφάβητο: «Δε γυρεύουμε πλούτη / δε γυρεύουμε λεφτά / θέλουμε λευτεριά / ανθρώπινα δικαιώματα»
Οργανωτής της εξέγερσης του Ιλιντεν υπήρξε η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), γνωστότερη διεθνώς με τα αγγλόγλωσσα αρχικά IMRO ή τα σλαβικά ΒΜΡΟ.
Ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1893 στη Θεσσαλονίκη κι αποτέλεσε την ιδεοτυπική μορφή πρόδρομου εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος του 20ού αιώνα, από οργανωτική δε άποψη ένα υβρίδιο του επαναστατικού μοντέλου που εισήγαγε στα Βαλκάνια η Φιλική Εταιρεία και του μορφώματος «νέου τύπου» που καθιέρωσε το σοσιαλιστικό κίνημα − με τακτική διενέργεια συνεδρίων για τον καθορισμό της επαναστατικής στρατηγικής και των εκάστοτε τακτικών προτεραιοτήτων (τόσο σε παμμακεδονική όσο και σε τοπική κλίμακα), ένταξη των κατοίκων σε σταθερές πολιτικές δομές με αποφασιστικό λόγο για την πορεία του αγώνα, εκλογή των καθοδηγητικών οργάνων από την οργανωμένη βάση, καλλιέργεια μιας εκτενούς πολιτικής φιλολογίας (καταστατικά, πρακτικά συνεδριάσεων, επαναστατικός Τύπος, προγραμματικά κείμενα ζύμωσης).
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα των ιδρυτών της, το έναυσμα για τη σύσταση της οργάνωσης δόθηκε από τη συνειδητοποίησή τους πως η διάσπαση του σλαβόφωνου χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας σε αντιμαχόμενες εθνικές παρατάξεις (βουλγαρική, ελληνική και σερβική) απομάκρυνε ή εξαφάνιζε την προοπτική απελευθέρωσης της περιοχής από τον οθωμανικό ζυγό, αναγορεύοντας τις οθωμανικές αρχές σε επιδιαιτητή αυτού του ανταγωνισμού.
Εξίσου καθοριστική υπήρξε η τραυματική εμπειρία τους από την υπεροψία που έτρεφαν απέναντι στους αλύτρωτους Μακεδόνες όχι μόνο τα καθοδηγητικά επιτελεία αυτών των μηχανισμών (διπλωμάτες, μητροπολίτες, σχολικοί επιθεωρητές), αλλά και οι ίδιοι οι «ελεύθεροι αδελφοί» της Σερβίας, της Ελλάδας και της Βουλγαρίας.
Πολιτικό σχέδιο της ΕΜΕΟ θα γίνει έτσι η μακροχρόνια προετοιμασία επαναστατικού κινήματος με σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και προγραμματικό στόχο μια αυτόνομη Μακεδονία, οργανωμένη σύμφωνα με το πρότυπο της πολυπολιτισμικής Ελβετίας, που δυο από τους έξι ιδρυτές της είχαν γνωρίσει από κοντά ως σπουδαστές.
Μέσα στα δεκαπέντε πρώτα χρόνια της δράσης της, η οργάνωση άλλαξε επανειλημμένα ονομασία, σε αντιστοιχία με τους κατά καιρούς στρατηγικές μετατοπίσεις της απέναντι στη Βουλγαρία και τις μη σλαβικές εθνότητες της Μακεδονίας.
Ξεκίνησε ως Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΜΡΟ)· το 1896, μετά την πρώτη επαφή της με τους μηχανισμούς του βαθέος βουλγαρικού κράτους και την εγκατάσταση «υπερμεθόριας αντιπροσωπείας» στη Σόφια, μετονομάστηκε σε Βουλγαρικές Μακεδονο-Αδριανουπολίτικες Επαναστατικές Επιτροπές (БМОРК)· η ρήξη της πάλι το 1901 μ’ αυτούς τους μηχανισμούς επέβαλε τη μετονομασία της σε Μυστική Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση (ΤΜΟΡΟ) και το καταστατικό άνοιγμά της σε «όλα τα δυσαρεστημένα στοιχεία» της περιοχής «αδιακρίτως εθνικότητας» (1902).
Την εποχή του Ιλιντεν αποκαλείται πλέον άτυπα «Εσωτερική», ονομασία που επίσημα θα υιοθετηθεί από το συνέδριο του 1905. Στην καθομιλουμένη μελών και αντιπάλων, συνήθως αποκαλείται απλά «η Οργάνωση» ή «το Κομιτάτο», οι δε μαχητές της «κομιτατζήδες».
Ο χώρος δεν επαρκεί για ν’ αναλύσουμε εδώ καταλεπτώς τις αποχρώσεις αυτής της μετάβασης από τον αρχικό «βουλγαρομακεδονισμό» της ΕΜΕΟ σ’ έναν εθνικό μακεδονισμό − ατελή και ανολοκλήρωτο, άλλωστε, όπως πιστοποιούν οι παλινδρομήσεις και οι εμφύλιες συγκρούσεις που κλυδώνισαν την οργάνωση τα επόμενα χρόνια.
Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε είναι το γεγονός πως οι κομιτατζήδες πορεύτηκαν προς την εξέγερση του 1903 επαγγελλόμενοι την υπέρβαση των παραδοσιακών εθνικισμών προς όφελος της κοινής απελευθέρωσης.
Χαρακτηριστικό δείγμα από την ομαδική κατήχηση και ορκωμοσία των προκρίτων του χωριού Κρίβα (σημ. Γρίβα) της Γουμένισσας (14/8/1902), όπως την περιέγραψε στο ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης ένας ντόπιος σπουδαστής: ο κομιτατζής που «εξεπλήρου χρέη ρήτορος», διαβάζουμε, επιδόθηκε σε τρίωρο «κήρυγμα της απελευθερώσεως της Μακεδονίας, λέγων ότι αδιαφορούσιν αν εν τω χωρίω υπάρχωσιν Ελληνες ή Σέρβοι ή Βούλγαροι· ότι εισί Μακεδόνες και ότι σκοπούσι να προκαλέσωσι γενικήν επανάστασιν ίν’ απελευθερώσωσι την εαυτών πατρίδα· διέταξε δ’ εν τέλει όπως προμηθευθώσιν όπλα διά την επικειμένην γενικήν επανάστασιν» (ΙΑΥΕ 1902/65, Ι. Ιωσήφ προς πρωθυπουργό Α. Ζαΐμη, Θεσ/νίκη 16.9.1902, αρ. 345 εμπ.).
Με την επικράτηση της επανάστασης, διακηρύσσει πάλι η χειρόγραφη πολυγραφημένη εφημερίδα «Ελευθερία ή Θάνατος» της ΕΜΕΟ Σερρών, «θα βρούμε κι εμείς μια θέση ως έθνος μεταξύ των εθνών» («Свобода или Смърт», 17/2/1903, σ. 3).
Ακόμη κι ο απόστρατος συνταγματάρχης του βουλγαρικού στρατού Αναστάς Γιάνκοφ, όταν το καλοκαίρι του 1902 προσπαθεί ν’ αποσπάσει τη γενέτειρά του Ζαγορίτσανη (σημ. Βασιλειάδα Καστοριάς) από την ΕΜΕΟ προς όφελος του ανταγωνιστικού Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου, διακηρύσσει «πως ήρθε καιρός κι εμείς οι Μακεδόνες, όπως όλα τα άλλα έθνη, Ελληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι και Κρητικοί να ζητήσουμε με το όπλο στο χέρι δικαιώματα κι ελευθερία» («От София до Костур», Σόφια 2003, σ. 135).
«Ο μασκαράς έχει φαρμακώση ολίγον την ελληνικήν συνείδησιν των εδώ Ελλήνων με την διδασκαλίαν του ότι οι Μακεδόνες Ελληνες, Βούλγαροι, Βλάχοι κ.λπ. κ.λπ. αποτελούν έν σύνολον χωριστόν από όλα τα άλλα έθνη», διαπιστώνει επ’ αυτού δύο χρόνια αργότερα ο Παύλος Μελάς, καθώς «η ιδέα αυτή εκολάκευσεν αρκετά» τους σλαβόφωνους χωρικούς (επιστολή της 21/3/1904 από το Ζέλοβο –νυν Ανταρτικό– προς τη σύζυγό του Ναταλία).
Ο καθοριστικότερος παράγοντας που οδήγησε στη γιγάντωση της ΕΜΕΟ ήταν, ωστόσο, οι κοινωνικές επαγγελίες της για ριζική επίλυση του αγροτικού ζητήματος υπέρ των σλαβόφωνων καλλιεργητών της μακεδονικής ενδοχώρας.
Αναλυτική σχετική περιγραφή συναντάμε σε έκθεση του Ιωνα Δραγούμη προς τον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Σκουζέ, συνταγμένη στις παραμονές του Ιλιντεν (5/4/1903, αρ. 267): οι κομιτατζήδες, διαβάζουμε, πείθουν τους αγρότες ότι μετά τη νίκη της επανάστασης «τα τσιφλίκια των αποπεμφθησομένων βέηδων ανήκουσιν εις τους χωρικούς, η γη ανήκει εις τους κατοικούντας αυτήν. Εκαστος χωρικός θα έχη τον αγρόν αυτού, απόλυτος κύριος τεμαχίου γης. Πάντων η εργασία θα είνε ελευθέρα, απηλλαγμένη των διά ξένον κύριον μόχθον, και πάντα τα χωρία θα είνε κεφαλοχώρια. Θα βασιλεύη δε η ισότης και η ευτυχία μετά της ελευθερίας. [...] Μη περιοριζόμενοι εις πλατωνικάς υποσχέσεις, οι μύσται των συμμοριών και του κομιτάτου έχουσι διαιρέση τας γαίας των μεγάλων γαιοκτημόνων εις μικρά τεμάχια και έχουσι προσδιορίση εκάστω χωρικώ το μερίδιον αυτού. Ο χωρικός γνωρίζει ότι ο δείνα αγρός έχων τα δείνα όρια ανήκει αυτώ αποκλειστικώς και ότι έν μόνον υπολείπεται όπως μείνη ανενόχλητος κύριος και καλλιεργητής του –δυνάμει αποφάσεως του κυριάρχου κομιτάτου– δωρηθέντος αυτώ αγρού, να εκδιωχθή ο βέης και ο αντιπρόσωπος αυτού, ν’ απαγορευθή δ’ εις τον εισπράκτορα των φόρων να πατή επί του δωρηθέντος εδάφους. [...] Διά τον χωρικόν, η ελευθερία της Μακεδονίας έχει νυν απλούστατα την έννοιαν της απελευθερώσεως από του ζυγού των Οθωμανών γαιοκτημόνων και από του φόρου της δεκάτης ως και των άλλων οθωμανικών φόρων».
Τελικό αποτέλεσμα αυτής της ζύμωσης υπήρξε ο «παρασυρμός» της μεγάλης πλειοψηφίας του σλαβόφωνου (και, δευτερευόντως, του βλαχόφωνου) χριστιανικού μακεδονικού πληθυσμού, με υπέρβαση των εθνοκομματικών διαχωριστικών γραμμών.
«Οτι πάντες οι σχισματικοί ασπάζονται νυν τας επαναστατικάς ιδέας του Κομητάτου, περί ουδεμία επιτρέπεται αμφιβολία πλέον», ενημερώνει ο πρόξενος Μοναστηρίου Κιουζέ-Πεζάς την Αθήνα στις αρχές του 1902, «αλλά το λυπηρόν είνε ότι και οι πλείστοι των ελληνιζόντων σλαυοφώνων φαίνονται και αυτοί προσχωρήσαντες κατά το μάλλον ή ήττον εις τας αυτάς ιδέας, παρά τας ημετέρας αντιδράσεις και νουθεσίας» (Εν Μοναστηρίω, 10/1/1902, αρ. 12).
Οι κομιτατζήδες «είχον προσεταιρισθή όλα σχεδόν τα φιλελεύθερα και γενναία στοιχεία», παραδέχεται στα απομνημονεύματά του ο μακεδονομάχος Κωνσταντίνος Μαζαράκης («Μακεδονικός Αγών», Θεσ/νίκη 1937, σ. 9), ενώ ακόμη κατηγορηματικότερος είναι σε εμπιστευτική έκθεσή του ο αρχιτέκτονας της ελληνικής εξόρμησης, Λάμπρος Κορομηλάς (17/12/1904): «Διά του χρόνου και διά του ακαμάτου αγώνος εγένετο φυσική επιλογή, ό,τι είχε ριψοκίνδυνον και σφριγούν η ύπαιθρος χώρα, ό,τι εμίσει τον Τούρκον εφανατίσθη υπέρ της βουλγαρικής ιδέας» (διάβαζε: της ΕΜΕΟ).
Η εξέγερση
Αρχικά προγραμματισμένη από το παράνομο συνέδριο της Θεσσαλονίκης (2-4/1/1903) ως ενέργεια «στρατηγικού χαρακτήρα, σε όλη τη χώρα», η εξέγερση του Ιλιντεν περιορίστηκε τελικά, ύστερα από σφοδρές αντιπαραθέσεις στα ηγετικά κλιμάκια της οργάνωσης, στη Δυτική Μακεδονία (επαναστατική περιφέρεια Μοναστηρίου)· δευτερεύουσες ενέργειες αντιπερισπασμού σημειώθηκαν επίσης στην περιοχή της Στράντζας στην Ανατολική Θράκη (6/8/1903) και σε παραμεθόρια τμήματα του σαντζακιού των Σερρών (14/9/1903).
Η εσπευσμένη πυροδότησή της υπήρξε σε μεγάλο βαθμό προϊόν προβοκάτσιας του βαθέος βουλγαρικού κράτους, που ανησυχούσε πως η παρατεταμένη δράση της ΕΜΕΟ θα μετέτρεπε τη Μακεδονία σε «αναρχοσοσιαλιστικό απόστημα» υπονομευτικό για το κοινωνικό καθεστώς των γύρω βαλκανικών χωρών, ιδίως της Βουλγαρίας.
Σημαντικό τμήμα της ιστορικής ηγεσίας της οργάνωσης, μ’ επικεφαλής τον χαρισματικό Γκότσε Ντέλτσεφ, υπήρξε ανοιχτά εχθρικό σ’ αυτή την επίσπευση που έθετε σε κίνδυνο την οργανωτική δουλειά μυρμηγκιού μιας δεκαετίας· δεν κατάφερε, ωστόσο, ν’ ανακόψει την κοινωνική δυναμική που προκλήθηκε από τον φαύλο κύκλο εξέγερσης-καταστολής καθ’ οδόν προς την τελική έκρηξη.
Ο ίδιος ο Ντέλτσεφ σκοτώθηκε στις 21/4/1903 στην Μπάνιτσα των Σερρών, κυκλωμένος από τον οθωμανικό στρατό που ειδοποιήθηκε από ανθρώπους του ελληνικού προξενείου.
Τη νύχτα της 20ής Ιουλίου 1903, μια αλυσίδα από φλεγόμενες θημωνιές στον κάμπο του Μοναστηρίου έδωσε το σύνθημα του ξεσηκωμού.
Ακολούθησε κόψιμο των τηλεγραφικών συρμάτων, ξήλωμα των γραμμών του τρένου και γκρέμισμα γεφυριών από τους εξεγερμένους χωρικούς.
Στα μεγαλύτερα χωριά η επανάσταση κηρύχθηκε πανηγυρικά από τον άμβωνα της εκκλησίας, αμέσως μετά τη λειτουργία και τον αγιασμό μαχητών και λαβάρων.
Για τη μαζικότητα του ξεσπάσματος, αποκαλυπτική είναι η γνωστή επιστολή του Ιωνα Δραγούμη, γραμματέα τότε στο ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου, προς τον πατέρα του (25/7/1903):
«Αγαπητέ μπαμπά, έχομεν Σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία. Τούτο αρκεί διά να εννοήση ο πονών και γιγνώσκων. Απαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως. Καταλαμβάνονται υπό των επαναστατών αι κωμοπόλεις και τα χωρία τα κατοικούμενα υπό βλαχοφώνων και αλβανοφώνων Κρούσοβον, Πισοδέριον, Νεβέσκα κτλ. Μανθάνω ταύτην την στιγμήν ότι κατελήφθη η Κλεισούρα. Δεν είμαι βέβαιος αν συμφέρη πλέον ν’ αντιδρώμεν εις το κίνημα. Οι Τούρκοι ανικανώτατοι, δεν βοηθούν ημάς» (Πετσίβας 2000, σ. 199).
Σύμφωνα με αναλυτικό πίνακα του ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου (16/5/1906), 130 από τα 133 χριστιανικά χωριά των καζάδων Φλώρινας και Καστοριάς και 16 από τα 22 του καζά Καϊλαρίων (σημ. Πτολεμαΐδα) μετείχαν ενεργά στην «ψευδεπανάστασιν».
Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν από οθωμανική υπηρεσιακή στατιστική αποτίμηση του Ιλιντεν που φυλάσσεται στο αρχείο του Χουσεΐν Χιλμή Πασά: σε πέντε από τους εννέα καζάδες του βιλαετίου (Μοναστηρίου, Οχρίδας, Κίτσεβο, Φλώρινας, Καστοριάς), η συμμετοχή του χριστιανικού πληθυσμού στην εξέγερση περιγράφεται ως καθολική (Стоjановски 1993, σσ. 115-128).
Η μαζικότητα του κινήματος αποτυπώνεται και στις αναμνήσεις των εξεγερμένων, ανεξαρτήτως της μετέπειτα διαδρομής τους.
«Εκείνην την ημέραν επαναστάτησεν όλος ο κόσμος και εξεγέρθηκεν εναντίον του τουρκικού ζυγού, άλλοι με τσεκούρια, άλλοι με δρεπάνια, κόσες και δίκαννα κυνηγετικά, και με ελάχιστα όπλα γκρα», διαβάζουμε για το Μορίχοβο στις αναμνήσεις του μακεδονομάχου Πέτρου Σουγαράκη («Βαλκανικά Σύμμεικτα», 1/1981, σσ. 140-1).
Την ίδια παρατήρηση κάνουν για την περιοχή Καστοριάς οι πρώτοι Κρητικοί μακεδονομάχοι που συνόδευαν τον οθωμανικό στρατό: «Οι αρχηγή των Κομητάτον εσχηματήζοντω ωγκοδέσταται Συμορίαι 1.000-2.000 ανδρόν δια ώπλον ωλήγον περιέχων εις χήραστον τσηκούργια και ρόπαλα», διαβάζουμε στην αναφορά που συνέταξαν στις 25/8/1903, αμέσως μετά την επάνοδό τους στην Ελλάδα (Αρχείο Γ. Τσόντου-Βάρδα, φ. 2, έγγρ. 6).
Απομνημονεύματα και ημερολόγια των επαναστατών αποτυπώνουν μιαν αίσθηση βραχύβιας και εύθραυστης ελευθερίας: μαζικός ενθουσιασμός στο πέρασμα των ανταρτοομάδων, ακόμη κι επιδείξεις αδιαφορίας εκ μέρους των κατοίκων για τις όποιες υλικές καταστροφές.
Εξίσου συχνή είναι η μνεία της αφελούς προσδοκίας μιας σχετικά εύκολης και γρήγορης απαλλαγής από τον τουρκικό ζυγό, με την πρόκληση νικηφόρου βουλγαροτουρκικού πολέμου ή –ακόμη καλύτερα– ευρωπαϊκής στρατιωτικής επέμβασης.
Στο μεσοδιάστημα μεταξύ των μαχών, οι αγροτικές εργασίες εκτελούνται συλλογικά: «ο θερισμός ξεκίνησε από κοινού· κομμουνισμός, δεν έχει δικό μου και δικό σου», θυμάται λ.χ. για την περιοχή του Κίτσεβο ο οπλαρχηγός Λούκα Τζέροφ· «δεν κοίταγε κανείς τίνος είναι το σιτάρι», προσθέτει για την ενδοχώρα της Οχρίδας ο Σλαβέικο Αρσοφ, «γιατί από κοινού θεριζόταν, από κοινού μεταφερόταν, από κοινού αποθηκευόταν σε κρύπτες».
Τον κοινωνικό χαρακτήρα της εξέγερσης μαρτυρά επίσης το συστηματικό, βίαιο ξέσπασμα των χωρικών ενάντια σε καθετί που θύμιζε την έγγεια μεγαλοϊδιοκτησία.
Πύργοι, σιταποθήκες κι επαύλεις των μπέηδων γίνονται παρανάλωμα της φωτιάς, μαζί με τα χάνια των επιχειρηματιών της υπαίθρου, σχεδόν κάθε βράδυ.
Τις πρώτες ώρες της εξέγερσης σημειώνονται και φόνοι τσιφλικάδων από τους μέχρι τότε υποταχτικούς τους, συχνά με αρκετά άγριο τρόπο.
Το θρήσκευμα φαίνεται να διαδραματίζει σχετικά μικρό ρόλο στην επιλογή των στόχων: στο Ζαμπέρδανι (σημ. Λόφοι) της Φλώρινας, οι χωριάτες βάζουν έτσι φωτιά στο αγρόκτημα και την αποθήκη του χριστιανού τσιφλικά Χρηστάκη, που μετά βίας καταφέρνει να διαφύγει.
Ο μητροπολίτης και το κεφάλι
«Εν τη μητροπόλει μου φιλοξενώ σήμερον την κεφαλήν του Λάζου Παπα-Τράικωφ, όστις ήτον η ψυχή του Κομιτάτου» γράφει στις 18/1/1904 από την Καστοριά στον Στέφανο Δραγούμη ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης.Τραυματισμένος από τον οθωμανικό στρατό στη μάχη της Ψάνιστα (2/10/1903), ο τοπικός καθοδηγητής της ΕΜΕΟ έπεσε τις επόμενες μέρες στα χέρια του οπλαρχηγού Κότε Ρίστοφ, γνωστότερου στα καθ’ ημάς ως μακεδονομάχου Καπετάν Κώττα.
Παλιός κομιτατζής που από το 1902 μισθοδοτούνταν από το ελληνικό προξενείο, την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στενά με τον περαστικό Βούλγαρο συνταγματάρχη Γιάνκοφ και το καλοκαίρι του 1903 πήρε μέρος στο Ιλιντεν για να στραφεί ξανά κατά της ΕΜΕΟ μόλις η εξέγερση άρχισε να πνέει τα λοίσθια, ο Κώττας αποτέλειωσε τον τραυματία κι έστειλε το κεφάλι του στον Καραβαγγέλη, ως απόδειξη της μεταστροφής του· τον επόμενο Ιούνιο θα πέσει κι αυτός με τη σειρά του θύμα κατάδοσης στις οθωμανικές αρχές εκ μέρους του μητροπολίτη.
Στο μεσοδιάστημα, ο τελευταίος έθαψε μεν το μακάβριο τρόπαιο στον κήπο του, φρόντισε όμως προηγουμένως να το φωτογραφήσει και ν’ αναρτήσει την εικόνα στο γραφείο του, ως μόνιμη υπενθύμιση προς τους επισκέπτες για την τύχη που περιμένει όποιον σηκώσει κεφάλι στην εξουσία.
«Κυβέρνηση» και «Μανιφέστο»
Αποκορύφωμα και κεντρικό γεγονός της εξέγερσης αποτέλεσε η δεκαήμερη κατάληψη του Κρούσοβο (σήμερα στην ΠΓΔΜ) και η συγκρότηση τοπικής «προσωρινής κυβέρνησης».
Η ορεινή αυτή κωμόπολη, που σύμφωνα με τον επιχώριο μητροπολίτη κατοικούνταν από 705 σλαβόφωνες και 674 βλαχόφωνες χριστιανικές οικογένειες (εκ των οποίων 764 ανήκαν στο ελληνικό κόμμα, 510 στο βουλγαρικό, 82 στο ρουμανικό και 23 στο σερβικό), καταλήφθηκε τα μεσάνυχτα της 20-21/7 από περίπου 800 ενόπλους, ως επί το πλείστον αγρότες των πέριξ κι έναν αριθμό ντόπιων κομιτατζήδων.
Οι επαναστάτες εξουδετέρωσαν την τοπική στρατιωτική φρουρά, πυρπόλησαν το διοικητήριο, το τηλεγραφείο και τα σπίτια δυο φοροεισπρακτόρων και του διαχειριστή του μονοπωλίου καπνού, έκαψαν τα κατάστιχα της διοίκησης, εξόντωσαν μια δεκαριά αξιωματούχους και ύψωσαν κόκκινες σημαίες με την επιγραφή «ελευθερία ή θάνατος», καλώντας τον πληθυσμό να γιορτάσει την απελευθέρωση.
Οι περισσότεροι κάτοικοι κράτησαν μια στάση ευμενούς συνεργασίας, δίχως να εκτεθούν υπερβολικά· εξαίρεση αποτέλεσε μια μερίδα του ελληνικού κόμματος («οι εχέφρονες», σύμφωνα μ’ έναν ντόπιο ελληνοδιδάσκαλο), που «εναγωνίως ανέμενον τον αυτοκρατορικόν στρατόν προς απαλλαγήν από τον ληστανταρτών» (Μπάλλας 1962, σ. 45).
Οι κυριότερες αφηγήσεις της εποχής υποστηρίζουν πως η «προσωρινή κυβέρνηση» αποτελούνταν από έξι μέλη, δύο από κάθε κοινότητα («ρωμαίικη» πατριαρχική, «βουλγαρική» εξαρχική, «ρουμανική»), με προσθήκη δυο βοηθών «ως εισπρακτόρων»· κάποιες άλλες τη θέλουν πάλι πενταμελή, μ’ έναν μόνο «Ρουμάνο».
Η ιστοριογραφία της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και της ΠΓΔΜ παραποίησε πάντως συνειδητά αυτά τα δεδομένα, προκειμένου η εθνολογική σύσταση του οργάνου ν’ αντιστοιχιστεί στη σημερινή πραγματικότητα: ανά δύο εκπρόσωποι των «Μακεδόνων», των «Βλάχων» και των «Αλβανών», με τους τελευταίους να υπονοείται πως εκπροσωπούσαν το (εχθρικό προς την εξέγερση) μουσουλμανικό στοιχείο· λαθροχειρία που διορθώθηκε διακριτικά μόλις το 2008, κατά τη νέα έκδοση της επίσημης «Ιστορίας του Μακεδονικού Λαού».
Αν η σύσταση της «προσωρινής κυβέρνησης» παραμένει απλώς αμφιλεγόμενη, δεν συμβαίνει το ίδιο με το «Μανιφέστο του Κρούσοβο», το «ντοκουμέντο» που προβλήθηκε μεταπολεμικά σαν το βασικό προγραμματικό κείμενο της βραχύβιας «Δημοκρατίας» του 1903: μια διακήρυξη αρχών απευθυνόμενη προς τους μουσουλμάνους των περιχώρων, με διαβεβαιώσεις πως η επανάσταση τους θεωρεί «αδέρφια, σκλάβους του βασιλιά και των μπέηδών του, αφεντάδων και πασάδων, σκλάβους των πλουσίων και των ισχυρών», και τους καλεί να ταχθούν «κάτω από τη σημαία της αυτόνομης Μακεδονίας», όπου «τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα ζουν ειρηνικά, θα εργάζονται ελεύθερα και θα προοδεύουν».
Στην πραγματικότητα, το παραπάνω κείμενο δεν είναι αυθεντικό τεκμήριο του Ιλιντεν αλλά απόσπασμα από θεατρικό έργο του ντόπιου κομιτατζή Νικόλα Κίροφ-Μάισκι, που κυκλοφόρησε στη Σόφια το 1923.
Η μη αυθεντικότητά του αποδεικνύεται από το γεγονός πως ο ίδιος συγγραφέας δεν το συμπεριέλαβε στο βιβλίο του για την ιστορία της πόλης που εκδόθηκε το 1935, με εκτενή περιγραφή των γεγονότων του 1903.
Οι επαναστάτες έστειλαν όντως κάποιο σχετικό μήνυμα στο γειτονικό αλβανικό χωριό Αλνταντσι και παρέλαβαν μια καθησυχαστική απάντηση· από την αντιπαραβολή των διαφορετικών εκδοχών αυτής της τελευταίας που παραθέτει ο Κίροφ-Μάισκι στο έργο του, ιστορικό και θεατρικό, διαπιστώνουμε πως η λογοτεχνική απόδοση εμπεριέχει μια μεγάλη δόση παιδαγωγικής αυθαιρεσίας − απόκλιση που πιστοποιεί ότι και το κείμενο του «Μανιφέστου» δεν πρέπει επ’ ουδενί να θεωρηθεί αξιόπιστη αναπαραγωγή του αρχικού μηνύματος.
Η λεπτομέρεια αυτή δεν εμπόδισε βέβαια την εθνική ιστοριογραφία της ΠΓΔΜ να προσδώσει στο θεατρικό δημιούργημα τον χαρακτήρα κεφαλαιώδους πολιτικού ντοκουμέντου που καθόρισε «τους στόχους και τα καθήκοντα της Δημοκρατίας του Κρουσόβου», στο ίδιο μήκος κύματος με την πολιτική «αδελφότητας κι ενότητας» των σύνοικων εθνοτήτων της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας αλλά και με τα μεταψυχροπολεμικά πρότυπα μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας.
Η αντεπανάσταση
Ο επίλογος της εξέγερσης γράφτηκε με μπόλικο αίμα. Το ίδιο το Κρούσοβο παραδόθηκε στις 30 Ιουλίου από τον οθωμανικό στρατό στις φλόγες, τη λεηλασία και τους βιασμούς, που έπληξαν κυρίως την πλούσια «ελληνική» συνοικία του κι ελάχιστα τη «βουλγαρική», καθώς οι στρατιώτες και τα άτακτα στίφη που τους συνόδευαν έτρεμαν το ενδεχόμενο ανατίναξης του δυναμίτη που πιθανολογούσαν πως ήταν αποθηκευμένος εκεί.
Ενισχυμένα με 60.000 φαντάρους από την Ηπειρο και το Κοσσυφοπέδιο, τα οθωμανικά στρατεύματα θα περάσουν μετά τις 11 Αυγούστου σε γενική αντεπίθεση, πυρπολώντας συστηματικά τους σλαβόφωνους χριστιανικούς οικισμούς που συναντούν στο διάβα τους· ο τελικός απολογισμός ανήλθε σε 118 χωριά κατεστραμμένα, 8.250 καμένα σπίτια, 40.000-60.000 άστεγους εσωτερικούς πρόσφυγες και πάνω από 2.000 νεκρούς − περίπου 400 μαχητές και τουλάχιστον 1.600 σφαγιασθέντες αμάχους.
Ανήμπορο ν’ αναχαιτίσει αυτή την προέλαση, με τις ελπίδες του για ευρωπαϊκή επέμβαση να έχουν πλήρως διαψευστεί, το γενικό επιτελείο της εξέγερσης απευθύνει στις 9/9 απονεννοημένη έκκληση στη Σόφια να κηρύξει τον πόλεμο στην Πύλη «εν ονόματι των υπόδουλων Βουλγάρων» και στις 19 του μήνα αποφασίζει συντεταγμένη αναδίπλωση: «αποστρατεία» των εξεγερμένων χωρικών, που καλούνται ν’ αξιοποιήσουν την προσφορά αμνηστίας εκ μέρους των αρχών, συγκέντρωση και απόκρυψη του οπλισμού, καταφυγή των εκτεθειμένων μαχητών στα γειτονικά χριστιανικά κράτη.
Οσοι έμειναν πίσω, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη «φοβερή ηθική χρεοκοπία» της οργάνωσης και την εχθρότητα μεγάλου μέρους των μέχρι πρότινος συναγωνιστών τους.
Πρόκειται για το κύκνειο άσμα του επαναστατικού μακεδονισμού: οι συγκρούσεις των επόμενων χρόνων θα πάρουν τα χαρακτηριστικά εμφυλίου πολέμου μεταξύ πρώην συμπολεμιστών, καθώς τα υπολείμματα της ΕΜΕΟ στρατολογούνται πια από τα αντιμαχόμενα εθνικά κέντρα για σκοπούς κάθε άλλο παρά απελευθερωτικούς.
Στο μεταίχμιο αυτής της μετάλλαξης, η ελληνική συμβολή στην καταστολή της μακεδονικής επανάστασης του 1903 υπήρξε κάτι παραπάνω από πανηγυρική. Δεν ήταν μόνο οι πρώτοι μακεδονομάχοι, ντόπιοι κι επήλυδες, που πλαισίωσαν ως άτακτοι «συνοδοί» τον οθωμανικό στρατό.
Πρόξενοι και μητροπολίτες παρείχαν στις αρχές αφειδώς πληροφορίες για καθετί, από την ημερομηνία της επερχόμενης εξέγερσης μέχρι λίστες τοπικών στελεχών της ΕΜΕΟ που έπρεπε να εξολοθρευθούν.
Στην ίδια την Αθήνα, οι ηγέτες των φοιτητών του Πανεπιστημίου επισκέπτονται στις 27/7/1903 την τουρκική πρεσβεία, ζητώντας της «όπως μεσολαβήση παρά τω Σουλτάνω και επιτραπή εις αυτούς να μεταβούν εις την Μακεδονίαν και πολεμήσουν εναντίον των Βουλγάρων παρά το πλευρόν του Τουρκικού στρατού» («Εμπρός», 28/7/1903).
Δεν έλειψε και η θεωρητικοποίηση αυτής της σύμπραξης: «Ο κλονισμός της Τουρκίας θα συνεπιφέρη και τον κλονισμόν της Ελλάδος, διότι μετά της Τουρκίας αποτελούμεν έν όλον, διότι οι Τούρκοι είμεθα εμείς», διακηρύσσει χαρακτηριστικά η έγκυρη «Ακρόπολις» (10/8/1903), διά χειρός του τροφίμου του Υπ.Εξ. Κλεάνθη Νικολαΐδη.
«Το Οσμανικόν κράτος είνε το αρχαίον Βυζάντιον υπό άλλον κυρίαρχον και άλλο όνομα. Το πράγμα όμως παρέμεινε το ίδιον. Αντί μιας φυλής εξωτερικεύουσι το κράτος δύο. Οι Τούρκοι είνε οι κυρίαρχοι του Κράτους τούτου πολιτικώς, ημείς δε κοινωνικώς».
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η λέξη Ιλιντεν δεν αντηχεί καθόλου καλά στα αυτιά των «πατριωτών» μας!
Τάσος Κωστόπουλος
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου