Τους κατάλαβε από το σουλούπι. Μπορεί να ήταν μόνο 8 χρόνων, αλλά τους κατάλαβε. Από το σουλούπι. Ηταν συγκεκριμένη η φτιασιά τους. Πάντα ήταν. Και η φτιασιά και η μούρη: αυτό το μουστακάκι, το κάπως ξιπασμένο και εντελώς παράταιρο με το υπόλοιπο πρόσωπο που ανέδιδε μια μυρωδιά φόβου. Αλλά αυτό ήταν: φοβισμένοι. Χεσμένοι σχεδόν από τον φόβο τους. Γι’ αυτό και μπορούσαν να γίνουν τόσο χυδαίοι.