Παρότι οι ΗΠΑ την αντιμετωπίζουν ως μια κρίσιμη δυνητική σύμμαχο στην ευρύτερη περιοχή, η Ινδία αρνείται να συντονιστεί με τη Δύση σε μια σαφώς αντιρωσική στάση

Η ανακοίνωση του Ινδού προέδρου Ναρέντρα Μόντι ότι Ινδία και Ρωσία θα προχωρήσουν σύντομα σε swap συναλλάγματος για να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν το μεταξύ τους εμπόριο σε ρούβλια και ρουπίες, παρακάμπτοντας με αυτόν τον τρόπο τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στη Ρωσία, σηματοδοτούν άλλο ένα βήμα στην απομάκρυνση χωρών από το σημερινό καθεστώς στο διεθνές εμπόριο που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στο δολάριο.

Τα swap θα πραγματοποιηθούν από διάφορες κρατικής ιδιοκτησίας τράπεζες της Ινδίας, υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας της Ινδίας, της Reserve Bank of India, και παρότι ο όγκος εμπορίου που θα αφορούν θα μικρός, εντούτοις η σημασία τους είναι ευρύτερη.

Αυτή τη στιγμή οι κυρώσεις των ΗΠΑ δεν έχουν επεκταθεί στο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας που ρέει προς την Ευρώπη και με εξαίρεση τις πρόσφατες εξαγγελίες του Πούτιν ότι η Ρωσία θα ζητά πληρωμές σε ρούβλια από «μη φιλικές χώρες», δεν έχουν αναζητηθεί εναλλακτικοί τρόποι πληρωμής.

Η μόνη εξαίρεση είναι η διαφαινόμενη επιλογή της Σαουδικής Αραβίας να τιμολογεί πετρέλαιο και προθεσμιακά συμβόλαια και σε γουάν, παρότι και στον Κόλπο το πετρέλαιο παραμένει προς το παρόν κυρίαρχο.

Αυτό εξηγεί γιατί είναι σημαντική η απόφαση αυτή, καθώς ανοίγει το δρόμο για μια συνολικότερη «αποδολαριοποίηση» σημαντικού μέρους των παγκόσμιων συναλλαγών. Ας σημειώσουμε εδώ ότι η Ινδία το τελευταίο διάστημα έχει επιμείνει στο να αγοράζει Ρωσικό πετρέλαιο, εκμεταλλευόμενη και προσφερόμενες εκπτώσεις, Τοπικά μέσα έχουν αναφέρει δύο εκατομμύριο βαρέλια που πουλήθηκαν στην Hindustan Petroleum και τρία εκατομμύρια βαρέλια στην Indian Oil.

Βεβαίως, η τάση για τοπικά swap συναλλάγματος ήταν ήδη διαδεδομένη στην Ασία, μια που αυτό επιτρέπει σε έκτακτη ανάγκη οι συναλλαγές να μπορούν να γίνουν στα τοπικά νομίσματα, με τις κεντρικές τράπεζες να κάνουν το τελικό ισοζύγιο με μεταβιβάζεις αποθεμάτων, είτε συναλλαγματικών είτε χρυσού. Οι σχετικές συμφωνίες αγγίζουν τα 380 δισεκατομμύρια δολάρια αν και σπάνια χρησιμοποιούνται.

Η Ινδία αρνείται να ταυτιστεί με τις ΗΠΑ

Ωστόσο, η επιλογή της Ινδίας να προχωρήσει σε σχετική συμφωνία και με τη Ρωσία έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό, γιατί στέλνει το μήνυμα ότι η Ινδία θα συνεχίσει να έχει συναλλαγές με τη Ρωσία σε κάθε περίπτωση και έρχεται να υπογραμμίσει τη θέση ουδετερότητας που πήρε το Νέο Δελχί απέναντι στη σύγκρουση στην Ουκρανία και την αποχή από τις σχετικές ψηφοφορίες για την καταδίκη της Ρωσίας στον ΟΗΕ.

Άλλωστε, πέραν των εμπορικών σχέσεων η Ινδία είναι και ένας από τους σημαντικότερους πελάτες της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας. Ανάμεσα στο 2016 και το 2020 το 23 των εξαγωγών όπλων της Ρωσίας κατευθύνθηκαν στην Ινδία, ενώ το 49% των εισαγωγών όπλων που έκανε η Ινδία αφορούσε ρωσικά οπλικά συστήματα και αυτό παρότι τα τελευταία χρόνια η Ινδία έχει αυξήσει σημαντικά τις αγορές οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ, έχοντας αγοράσει τα τελευταία 22 χρόνια αμερικανικά οπλικά συστήματα αξίας 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η μεγάλη εξάρτηση των ινδικών ενόπλων δυνάμεων από την τότε ΕΣΣΔ και μετέπειτα τη Ρωσία, ήδη από το 1953, ως προς τους πολεμικούς εξοπλισμούς εξηγεί σε σημαντικό βαθμό και τη στάση της Ινδίας απέναντι στη Ρωσία.

Σημειώνουμε εδώ ότι εξαιτίας της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδουν οι ΗΠΑ στον προσεταιρισμό της Ινδίας οι ΗΠΑ δεν είχαν εφαρμόσει τις προηγούμενες κυρώσεις τους (τις διαβόητες CAATSA). Έτσι, ενώ έγινε επίκληση των κυρώσεων σε σχέση με τους S-400 στην Τουρκία, δεν ενεργοποιήθηκαν κυρώσεις σε βάρος της Ινδίας παρότι απέκτησε το ίδιο ακριβώς αντιβαλλιστικό σύστημα.

Όλα αυτά την ίδια στιγμή που μία από τις πιο συστηματικές προσπάθειες των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια είναι να μπορέσουν να εντάξουν την Ινδία στη δική τους αντίληψη για τη συλλογική ασφάλεια. Αυτό είχε αποτυπωθεί στον τετραμερή διάλογο ασφαλείας (Quadrilateral Security Dialogue) που είχαν αναπτύξει με την Ινδία, την Αυστραλία και την Ιαπωνία ήδη από το 2007 (και που ανασυστήθηκε μετά το 2017) και που εντάσσεται στη συνολική προσπάθεια των ΗΠΑ να αναχαιτίσουν την Κίνα στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.

Ωστόσο, η τακτική της Ινδίας είναι γενικά προσεκτικά. Παρότι η χώρα έχει ένα ιστορικό αντιπαράθεσης με την Κίνα ανοιχτά ακόμη συνοριακά ζητήματα, αντιπαράθεση που εκτός των άλλων εξηγεί και γιατί ιστορικά η Ινδία έχει επιδιώξει τη συνεργασία με τη Ρωσία, θεωρώντας ότι η σχέση με τη Μόσχα λειτουργεί ως αντίβαρο απέναντι στην Κίνα, εντούτοις τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση Μόντι προσπαθεί να μην φανεί ιδιαίτερα ανταγωνιστική προς την Κίνα.

Είναι σαφές ότι μέσα στη συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία η Ινδία δεν επιθυμεί να γίνει τμήμα της αντιπαράθεσης και όπως αρκετές μη δυτικές χώρες δεν δείχνει διάθεση να ακολουθήσει τον δρόμο των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας ή να ταυτιστεί πλήρως με την αμερικανική εξωτερική πολιτική, κάτι που σαφώς τη διαφοροποιεί από π.χ. την Αυστραλία ή την Ιαπωνία. Βεβαίως την ίδια στιγμή η Ινδία κάνει μεγάλη προσπάθεια να μειώσει την εξάρτησή της από τους ρωσικούς εξοπλισμούς και αυτό έχει κάνει ανοίγματα και προς τις ΗΠΑ και προς τη Γαλλία για την προμήθεια σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Και βέβαια παρακολουθεί εκτός των άλλων και τον τρόπο που τα τελευταία χρόνια η Κίνα και Ρωσία έχουν έρθει πιο κοντά, χωρίς όμως αυτό να μεταφράζεται σε μια ρήξη με τη Ρωσία.

Επιπλέον, ο ευρύτερος χώρος της Ασία, με όλες τις μεγάλες οικονομικές δυνατότητες που παρουσιάζει διαμορφώνει ένα περιβάλλον οικονομικών ευκαιριών και για την ίδια την Ινδία, κάτι που με τη σειρά του οδηγεί και σε συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις από αυτό που παρουσιάζεται ως δυτική στρατηγική σήμερα.

Βήματα εξομάλυνσης και με την Κίνα

Ενδεικτική μια επιπλέον απόστασης ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Νέο Δελχί και το γεγονός ότι η Ινδία επιδιώκει και μια εξομάλυνση και των σχέσεών της με την Κίνα. Ούτως ή άλλως η Κίνα έχει γίνει ένας ιδιαίτερα σημαντικός εταίρος της Ινδίας. Τον Δεκέμβριο του 2021 ο ετήσιος ρυθμός των ινδικών εισαγωγών από την Κίνα ξεπέρασε τα 120 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα αυτή τη στιγμή είναι ο σημαντικότερος εξαγωγέας προς την Ινδία, με τις ΗΠΑ να παραμένουν ο μεγαλύτερος προορισμός των ινδικών εξαγωγών.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι προσκλήθηκε ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Γουάνγκ Γι να επισκεφθεί το Νέο Δελχί την Παρασκευή 25 Μαρτίου με αντικείμενο της επίσκεψης την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων, με την κινεζική πλευρά επίσης να θεωρεί ότι ανοίγεται ένα παράθυρο επιδιόρθωσης των διμερών σχέσεων μετά τις συνοριακές αντιπαραθέσεις των τελευταίων ετών.

Όλα αυτά δείχνουν ότι σε πείσμα μιας προσπάθειας, που κυρίως καταγράφεται στη δυτική δημόσια σφαίρα, να χαραχθεί μια σαφής και κάθετη διαχωριστική γραμμή στο διεθνές τοπίο, οι πραγματικές επιλογές που κάνουν πλήθος χώρες, αρκετές από αυτές ιδιαίτερα σημαντικές, παραπέμπουν σε ένα πολύ πιο περίπλοκο διεθνές τοπίο.

Πηγή: in.gr