Τις
αμαρτίες πολλών δεκαετιών στον χώρο της αγροτικής οικονομίας πληρώνει η
χώρα. Απαρνούμενη τον φυσικό της ρόλο, το να παράγει δηλαδή μεγάλες
ποσότητες γεωργικών προϊόντων για
εγχώρια κατανάλωση, όπως και για εξαγωγές, οδηγείται σήμερα στο να
προμηθεύεται εσπευσμένα, υπό έκτακτες - πολεμικές συνθήκες και με βαρύ
κόστος κτήσης λόγω ισχνής παγκόσμιας προσφοράς, εισαγόμενα αγροτικά
αγαθά.
Θεωρείται,
δε, βέβαιο ότι και το αμέσως επόμενο διάστημα θα πράξει ανάλογα και για
άλλα προϊόντα, από τα οποία θα ξεμείνει η αγορά (εισαγωγείς, παραγωγοί,
τυποποιητές).
Με
αδύναμο αγροτικό οικονομικό προφίλ, η Ελλάδα παρουσιάζεται εν μέσω της
ρωσο-ουκρανικής κρίσης ακάλυπτη σε πρώτες ύλες. Υποχρεώνεται, μάλιστα,
ήδη να μετρά τα αποθέματά της και αύριο ενδεχομένως να εξαναγκαστεί να
επιβάλει περιοριστικά μέτρα στην εμπορία και τη διακίνηση αγαθών, στα
οποία βασίζεται η παραγωγή πολλών ειδών ευρείας ζήτησης, όπως το ψωμί,
τα ζυμαρικά, τα άλευρα κ.ά.
Η
απουσία στρατηγικής για τον πρωτογενή τομέα, η διαχρονικά κακή
διαχείριση εκατοντάδων δισ. ευρώ κοινοτικών ενισχύσεων, η επιμονή των
αγροτών στις εύκολες καλλιέργειες, η αστυφιλία -αν πάμε λίγα χρόνια πιο
πίσω- που περιόρισε τα αγροτικά χέρια και η άρνηση των κυβερνήσεων να
αντιληφθούν την πραγματικότητα, ότι δηλαδή η αγροτική παραγωγή αποτελεί
βασικό πυλώνα της εγχώρι ας οικονομίας, οδήγησαν τη χώρα σε μια νέα
περιπέτεια.
Στο
να αναζητεί αγωνιωδώς προϊόντα στις διεθνείς αγορές, τα οποία κάλλιστα
θα μπορούσε να παράγει η ίδια και σήμερα όχι μόνο να είναι αυτάρκης,
αλλά να πουλά μέρος της παραγωγής της σε τρίτες αγορές, εκμεταλλευόμενη
τόσο την υψηλή διατροφική τους αξία όσο και τις ιστορικά υψηλές τιμές.
«Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις», που λέει και το γνωμικό...
Πλάτωνας Τσούλος
Ναυτεμπορική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου