Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

Χρυσώνουν το χάπι με τον πόλεμο και την ενεργειακή κρίση

 

Βαθύτερες και διαχρονικές οι αιτίες για το πρόβλημα που έχουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες ● Η πλειονότητά τους ανέφερε ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε σε σύγκριση με τους προηγούμενους 12 μήνες ● Η μέση διάρκεια των ελλείψεων είναι 94 μέρες, χρειάζονται δηλαδή περίπου τρεις μήνες για να επανέλθει ένα φάρμακο στην αγορά ● Τα εμπόδια στην εφοδιαστική αλυσίδα και η μεγάλη εξάρτηση των χωρών της Ε.Ε. σε πρώτες ύλες από τρίτες χώρες έκαναν ακόμα πιο εκρηκτικό το πρόβλημα. Η Κίνα και η Ινδία μαζί αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 60% της προσφοράς ενεργών συστατικών παγκοσμίως.
 
Γράφουν: Κώστας Ζαφειρόπουλος, Νίκος Μορφονιός, Ιωάννα Λουλούδη (MIIR) 

Ανάλυση-οπτικοποίηση δεδομένων: Κορίνα Πετρίδη
Εικονογράφηση: Λουίζα Καραγεωργίου

Στις 15 Δεκεμβρίου 2022, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ανακοίνωσε πως σχεδόν κάθε χώρα της Ευρώπης αντιμετωπίζει κενά στον εφοδιασμό φαρμάκων. Ηταν δεδομένο πως έρχεται ένας δύσκολος χειμώνας, όμως αυτό που συνέβη με τα φάρμακα φέτος ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη.

«Για να είμαι ειλικρινής, αυτό που συνέβη ήταν πως τα ευρωπαϊκά κράτη αιφνιδιάστηκαν πάρα πολύ από την τόσο μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, ειδικά για τα αντιβιοτικά», παραδέχεται στο ΜΙΙR ο Στέφεν Θέρστραπ, επικεφαλής αξιωματούχος υγείας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ).

Από το 2000 μέχρι το 2018, στην Ευρώπη είχαν ήδη αυξηθεί κατά 20 φορές οι καταγεγραμμένες ελλείψεις φαρμάκων. Μοιάζει με μια ασθένεια που χειροτερεύει κάθε χρόνο, χωρίς να υπάρχει θεραπεία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση χρησιμοποιήθηκαν ως βολική δικαιολογία σε διάφορες χώρες, ώστε οι πολιτικές ηγεσίες να επιχειρήσουν να μασκαρέψουν την εικόνα. Ομως το πρόβλημα μοιάζει να έχει και άλλες, διαχρονικές αιτίες.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Φαρμακευτικής Ενωσης (PGEU) του 2022, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετώπισαν ελλείψεις φαρμάκων στα φαρμακεία, τους τελευταίους 12 μήνες. Η πλειονότητα των χωρών ανέφερε ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε σε σύγκριση με τους προηγούμενους 12 μήνες (75,86%) ή παρέμεινε η ίδια (24,14%). «Η μη διαθεσιμότητα φαρμάκων αυξάνεται στην Ευρώπη και έχει τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στους ασθενείς.

Οι ελλείψεις εμφανίζονται σε όλα τα περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης και αφορούν τόσο βασικά φάρμακα που σώζουν ζωές όσο και φάρμακα που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά. Οι φαρμακοποιοί της κοινότητας ανησυχούν πολύ για αυτό το φαινόμενο, το οποίο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία των ασθενών», αναφέρει η Ιλάρια Πασαράνι, γενική γραμματέας της PGEU. Κατά μέσο όρο, κάθε φαρμακείο στην Ευρωπαϊκή Ενωση αφιερώνει 6,3 ώρες την εβδομάδα, αναζητώντας φάρμακα που λείπουν. Σε κάποιες χώρες αυτό το νούμερο φτάνει τις 20 ώρες την εβδομάδα. Στα μέσα Μαρτίου, 28 από τις 30 χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ανέφεραν πως έχουν ελλείψεις σκευασμάτων.

Ανομοιογένεια στις καταγραφές

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής μια ομογενοποιημένη βάση δεδομένων καταγραφής των ελλείψεων με στοιχεία που να φαίνονται σε πραγματικό χρόνο. Δεν υπάρχει καν μια οριστική ευρωπαϊκή συμφωνία για το πώς ορίζεται η έλλειψη. Αρκετά ευρωπαϊκά κράτη έχουν υιοθετήσει τον ορισμό του EMA (2019): «έλλειψη ενός φαρμάκου για ανθρώπινη ή κτηνιατρική χρήση εμφανίζεται όταν η προσφορά δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση σε εθνικό επίπεδο».

Οι εκτιμήσεις για την πραγματική διάρκεια των ελλείψεων είναι συχνά δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια, εξαιτίας κενών και αναντιστοιχιών που περιλαμβάνονται στα μητρώα των εθνικών οργανισμών φαρμάκων. Πολλές καταχωρήσεις, μάλιστα, δεν παρέχουν μια (εκτιμώμενη) ημερομηνία λήξης για την κάθε έλλειψη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν την τελευταία πενταετία μόλις να συλλέγουν τυποποιημένες πληροφορίες για τις ελλείψεις.

Υπάρχουν χώρες που δεν έχουν καν διαθέσιμη ιστοσελίδα καταγραφής, ενώ σε άλλες η βάση περιέχει μαζί φάρμακα για ανθρώπινη χρήση, νοσοκομειακά, κτηνιατρικά και εμβόλια. Επιπλέον, όλες οι χώρες δεν αναρτούν με τον ίδιο τρόπο τα στοιχεία τους. Για παράδειγμα, ο ελληνικός ΕΟΦ δεν δημοσιοποιεί κάθε χρόνο στοιχεία, δεν αναφέρει την κατηγοριοποίηση του φαρμάκου και δεν δίνει συστηματικά το χρονικό διάστημα που λείπουν. Αναζητήσαμε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) αν διαθέτει συγκεντρωμένα τα δεδομένα για όλες τις χώρες, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική.

H ερευνητική ομάδα του MIIR μαζί με τις συνεργαζόμενες δημοσιογραφικές ομάδες του EDJNET αναζήτησε στοιχεία και κατάφερε να δημιουργήσει μια -όσο το δυνατόν ομογενοποιημένη- βάση δεδομένων για τις ελλείψεις φαρμάκων στην Ευρώπη. Καταγράψαμε 22.107 διαφορετικές καταχωρήσεις μέσα σε μια πενταετία (2018-2023) σε ένα σύνολο 9 ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σλοβενία, Τσεχία, Ελλάδα, Ρουμανία, Αυστρία, Βέλγιο), από τις οποίες κατέστη εφικτό να συγκεντρώσουμε αξιόπιστα δεδομένα.

Από το σύνολο των παραπάνω 9 χωρών για την τελευταία πενταετία (2018-2023), αθροίζοντας τις νέες ελλείψεις κάθε έτους, προκύπτει για τα ανθρώπινα φάρμακα ότι η Ιταλία καταγράφει συνολικά τις περισσότερες σε απόλυτο αριθμό (10.843), σε μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη Τσεχία (2.696) και την τρίτη Γερμανία (2.355). Τελευταία, με τις λιγότερες καταγραφές ελλείψεων σε απόλυτο αριθμό εμφανίζεται η Ελλάδα (389).

Αντιστοίχως, καταγράφηκαν 371 ελλείψεις εμβολίων (σ.σ. γενικών, όχι covid) στις εξεταζόμενες χώρες, το διάστημα 2018-2023, με πρώτη την Ιταλία (144 ελλείψεις εμβολίων) και στη συνέχεια τη Γερμανία (102) και την Τσεχία (57).

Ομως, ο απόλυτος αριθμός των φαρμάκων και των εμβολίων σε έλλειψη δεν είναι πάντα ο ασφαλέστερος τρόπος για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, καθώς δεν καταγράφουν όλες οι χώρες με την ίδια συνέπεια και τα ίδια κριτήρια τα αποθέματά τους. Επιπλέον, πρόκειται για διαφορετικούς πληθυσμούς αναφοράς, χώρες με διαφορετικό επίπεδο ζήτησης ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη και το διαφορετικό φαρμακευτικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών.

Ο ασφαλέστερος δείκτης καταγραφής που περιγράφει καλύτερα την εικόνα σε κάθε χώρα είναι η χρονική διάρκεια για την οποία ένα φάρμακο δεν είναι διαθέσιμο. Από τις 22.107 καταχωρίσεις φαρμάκων που επεξεργαστήκαμε συνολικά, είχαμε στοιχεία για τη διάρκεια των 16.945. Η ευρωπαϊκή μέση διάρκεια των ελλείψεων με βάση αυτές είναι 94 μέρες, χρειάζονται δηλαδή περίπου τρεις μήνες για να επανέλθει ένα φάρμακο στην αγορά.

Από την ανάλυση του MIIR στις χώρες στις οποίες συγκεντρώθηκαν τα συγκεκριμένα δεδομένα προκύπτει πως η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη διάμεση διάρκεια στις ελλείψεις (130 μέρες) και ακολουθεί η Γερμανία (120 μέρες) και τρίτη το Βέλγιο με 103 μέρες. Η Τσεχία μπορεί να ήταν δεύτερη σε απόλυτους αριθμούς ελλείψεων, ομως έχει τη μικρότερη χρονική διάρκεια που αυτά τα φάρμακα παραμένουν ελλειπτικά (41 μέρες).

Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ελλείψεων σε εμβόλια ανέρχεται σε 84 ημέρες, λιγότερες από ό,τι στα φάρμακα. Ως προς τα εμβόλια, τη μεγαλύτερη διάμεση διάρκεια ελλείψεων έχει η Ιταλία (111 μέρες), η Γερμανία (68 μέρες) και η Τσεχία (66).

Ποια φάρμακα λείπουν

Σύμφωνα με την ανάλυση του MIIR, σε ένα σύνολο 6 χωρών (Γερμανία, Ισπανία, Ελλάδα, Αυστρία, Σλοβενία, Τσεχία), τα περισσότερα ελλειπτικά φάρμακα είναι αυτά που αφορούν το vευρικό σύστημα (1.718 φάρμακα, 19,03% επί του συνόλου των ελλείψεων) και πρόκειται για αναισθητικά, ψυχότροπα, αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, αντιεπιληπτικά, αντιπαρκινσονικά κ.ά.). Στη δεύτερη θέση είναι τα καρδιαγγειακά φάρμακα (1.307, 14,48% επί του συνόλου των ελλείψεων) και στην τρίτη τα αντιμολυσματικά για συστηματική χρήση - αντιβιοτικά (1.126 φάρμακα, 12,47% επί του συνόλου).

Ανάλογη ήταν και η εικόνα της τελευταίας έκθεσης της Ευρωπαϊκής Φαρμακευτικής Ενωσης PGEU (2022) για το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, σύμφωνα με την οποία τα καρδιαγγειακά φάρμακα ήταν ελλειπτικά στις περισσότερες χώρες (82,76%), ακολουθούμενα από φάρμακα για το νευρικό σύστημα και αντιμολυσματικά για συστηματική χρήση - αντιβιοτικά (79,31%) και φάρμακα για το αναπνευστικό σύστημα (75,86%).

Σε εκείνη την έρευνα, σχεδόν όλες οι χώρες που απάντησαν ανέφεραν ότι οι ελλείψεις φαρμάκων προκαλούν αγωνία και ταλαιπωρία στους ασθενείς (93,10%), διακοπή των θεραπειών (89,66% των χωρών), αυξημένες συμπληρωματικές πληρωμές, ως αποτέλεσμα πιο ακριβών και μη αποζημιούμενων από το κράτος εναλλακτικών λύσεων (72,41%) αλλά και κατώτερης αποτελεσματικότητας θεραπείες (58,62%).

«Ψάχνω επί 8 μήνες και δεν έχω καταφέρει να βρω το φάρμακό μου. Οι φαρμακοποιοί μού λένε “κάνε υπομονή, μπορεί να έρθει αλλά δε ξέρουμε πότε”» λέει στο MIIR η 25χρονη Ελευθερία που πάσχει από μια σπάνιας μορφής ραχίτιδα. «Δεν μου δίνουν καν μια εξήγηση για την αιτία, γιατί ξαφνικά σταμάτησε, μόνο ακούω ότι είναι εισαγόμενο και ότι η πολυεθνική που το παράγει δεν το έχει στείλει», προσθέτει. Ως υποκατάστατο παίρνει ένα άλλο φάρμακο, που δεν την καλύπτει πλήρως για την πάθηση, ενώ, κατόπιν συμβουλής του ενδοκρινολόγου της, έχει προσαρμόσει τη διατροφή της, για να καλύψει τις ουσίες που της λείπουν.

Η επίδραση του κορονοϊού

«Στη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και στη μεταπανδημική εποχή, με το σύνδρομο post COVID να έχει επηρεάσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αυξήθηκαν οι ανάγκες για φάρμακα και θεραπείες. Αυτό αύξησε σε κάποιον βαθμό τις ελλείψεις φαρμάκων», επισημαίνει η Ιουλία Τσέτη, διευθύνουσα σύμβουλος των φαρμακοβιομηχανιών Uni-Pharma & InterMed και γενική γραμματέας του Δ.Σ. του ΣΕΒ. Δεν αρκεί, όμως, αυτή η εξήγηση. Οπως εξηγεί η ίδια, «τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και η εξάρτηση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε πρώτες ύλες από τρίτες χώρες έκαναν ακόμα πιο εκρηκτικό το πρόβλημα. Οπως και το στοιχείο ότι χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα απαγόρευσαν την εξαγωγή πρώτων υλών για ίδιες ανάγκες τους και αυτό επέτεινε το πρόβλημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ακόμη ότι την ανεπάρκεια πρώτων υλών και την αύξηση του ενεργειακού κόστους ενίσχυσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, καθώς ο (άλλοτε) πλούσιος και επαρκέστατος σιτοβολώνας της Ουκρανίας αποτελεί πρώτη ύλη για παραγωγή φαρμάκων. Δυστυχώς, η Ευρώπη είναι εξαρτημένη από τρίτες χώρες και, κάποια στιγμή, οφείλει να ανεξαρτητοποιηθεί, να αποκτήσει επάρκεια και αυτάρκεια πρώτων υλών».

Ολόκληρη η έρευνα μαζί με τα γραφήματα στο www.miir.gr

Δεν φταίει μόνο ο πόλεμος

Οι βαθύτερες αιτίες του προβλήματος είναι γενικά αποτέλεσμα διαφορετικών οικονομικών, κατασκευαστικών ή κανονιστικών αιτιών, υπογραμμίζει στο MIIR η Ιλάρια Πασαράνι, γενική γραμματέας της PGEU. Η ίδια τις συνοψίζει στα εξής:

  • Η ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένη φύση της φαρμακευτικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των Ενεργών Φαρμακευτικών Συστατικών (API), με την παραγωγή να συγκεντρώνεται σε λιγότερες τοποθεσίες που διανέμονται σε όλο τον κόσμο.
  • Μετατοπίσεις στη ζήτηση, που προκύπτουν από πιο μακροπρόθεσμους παράγοντες, όπως η δημογραφική αλλαγή, αλλά και από βραχυπρόθεσμους παράγοντες, όπως η προσφορά φαρμάκων.
  • Στρατηγικές τιμολόγησης, τόσο χαμηλές όσο και υψηλές, και ρυθμιστικές αλλαγές που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην προσφορά.
  • Eπιβολή καθορισμένων ποσοστώσεων φαρμάκων από τη φαρμακοβιομηχανία, που συχνά δεν επαρκούν σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών.
  • Κατάργηση του παραδοσιακού ρόλου των χονδρεμπόρων πλήρους γραμμής, ως αποτέλεσμα των προγραμμάτων Direct to Pharmacy (DTP) σε ορισμένες αγορές.
  • Κατάργηση και αναποτελεσματικότητα της υποχρέωσης τήρησης αποθεμάτων σε ορισμένες χώρες.
  • Οι επιπτώσεις της δυναμικής της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς (π.χ. εξαγωγές).

Η εξάρτηση και το σημείο τριβής

Οπως προκύπτει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο η υπερβολική εξάρτηση από έναν μικρό αριθμό προμηθευτών για ενεργά φαρμακευτικά συστατικά έχει καταστήσει δύσκολο για τους κατασκευαστές να ανταποκριθούν στην τρέχουσα ζήτηση. Η Κίνα και η Ινδία μαζί αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 60% της προσφοράς ενεργών φαρμακευτικών συστατικών παγκοσμίως.

Την ίδια ώρα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι φαρμακοβιομηχανίες φαίνεται πως έχουν μειώσει τα αποθέματα που διατηρούν στις αποθήκες τους. Οι «παράλληλες εξαγωγές» αποτελούν σημείο τριβής μεταξύ φαρμακοβιομηχάνων και φαρμακέμπορων, αφού, μέσω αυτών, οι φαρμακαποθήκες αποκομίζουν ένα μέρος των κερδών της φαρμακοβιομηχανίας. Για αυτό τον λόγο, οι πολυεθνικές εταιρείες ελέγχουν αυστηρά τις ποσότητες που δίνουν στις εγχώριες φαρμακαποθήκες, ώστε να περιορίσουν τις πιθανότητες εξαγωγής των προϊόντων τους και την απώλεια κερδών σε αναπτυγμένες αγορές με υψηλές τιμές. Ολα αυτά ωθούν όσους φαρμακοποιούς μπορούν να προμηθεύονται απευθείας φάρμακα από τις εταιρείες, οι οποίες όμως και πάλι δίνουν με το σταγονόμετρο.

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, η Ευρωπαία επίτροπος Υγείας, Στέλλα Κυριακίδου, θα καταθέσει τις πολυαναμενόμενες προτάσεις για την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας, ύστερα από μια μακρά περίοδο διαλόγου με τη φαρμακευτική βιομηχανία, τις αρμόδιες κρατικές αρχές, τους επαγγελματίες υγείας και εκπροσώπους ασθενών. Το νέο νομοσχέδιο, μας αναφέρει εκπρόσωπος της Κομισιόν, θα περιλαμβάνει «αυστηρότερες υποχρεώσεις προμήθειας, έγκαιρη κοινοποίηση ελλείψεων και αποσύρσεων και ενισχυμένη διαφάνεια των αποθεμάτων».

Θα επιλύσει άραγε η Ευρώπη -έστω και καθυστερημένα- ένα πρόβλημα που μοιάζει με μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας σε έναν κλάδο με τεράστια ανταγωνιστικά συμφέροντα;

Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(3)