Βράδυ Παρασκευής και είμαστε έτοιμοι για έξοδο. Η παρέα περιμένει. Στην διαδρομή από Άψαλο για Αριδαία,
καλή διάθεση, ανέμελες συζητήσεις, καμία έγνοια. Ώσπου μέσα στο σκοτάδι, στην άκρη του δρόμου, το βλέπουμε. Ένας σκύλος, κυνηγόσκυλο. Ή μήπως, ένας πρώην σκύλος; Αυτό που αντικρίσαμε ήταν ένας σκελετός, μία μάζα κόκαλα, ένα φάντασμα. Φρένα, αλάρμ και όπισθεν. Σιγά – σιγά έξω, γλυκομιλητά, καλοπιάσματα. Όχι, δεν πλησιάζεται. Είναι φοβισμένο, τρομαγμένο, απογοητευμένο. Η ματιά του άδεια, δεν έχει θέληση για ζωή. Παραιτήθηκε από τον αγώνα. Σέρνεται στα τέσσερά του πόδια. Του βάζω λίγη τροφή απ’ αυτή που πάντα έχω στο πορτ παγκαζ για παν ενδεχόμενο. Του βάζω και νεράκι μέσα στο μπολάκι, απαραίτητο κι αυτό αντικείμενο μαζί με την ρεζέρβα του αυτοκινήτου μου. Οι κινήσεις είναι προσεκτικές, αργές, να μην τρομάξει. Αυτό φαίνεται να παρακολουθεί δίχως ενδιαφέρον. Δεν μπορεί ίσως να πιστέψει ότι αυτό που πέφτει κάτω στο χώμα είναι τροφή. Κάτι απαραίτητο για να συνεχίσει η ζωή. Αργά μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και προχωράμε λίγο παρακάτω. Το παρακολουθούμε να πλησιάζει την τροφή που το περιμένει. Κάνουμε αναστροφή και περνάμε ξανά από δίπλα του. Ναι, τρώει, ευτυχώς! Ελπίζω να μην του έβαλα πολύ, δεν κάνει να φάει απότομα μετά από τόσο καιρό ασιτίας. Τρώει σιγά-σιγά, χωρίς όρεξη θαρρείς, απλά και μόνο σπρωγμένο από το ένστικτο της επιβίωσης.
Η παρέα περιμένει, η υπόσχεση δίνεται: αύριο πρωί θα έρθω ξανά εδώ στο ίδιο σημείο, θα σε ψάξω να σε βρω, με κάποιο τρόπο θα σε πιάσω και θα ξεκινήσει για σένα μια καινούρια ζωή. Πρώτα στο γιατρό, μετά λίγο λίγο φαγητό να πάρεις ζωή και δύναμη και μετά….μετά θα δούμε. Ίσως μια καλή οικογένεια που θα σε προσέχει.
Την άλλη μέρα παίρνω φρέσκο νεράκι, μία κονσέρβα, λουράκια και ξεκινάω. Βρίσκω το σημείο που την προηγούμενη ημέρα το έχω ταΐσει. Το μπολάκι έχει μέσα ακόμη λίγο νερό. Το αδειάζω, βάζω το φρέσκο. Ρίχνω και τροφή. Ευελπιστώ να την βρει ξανά εάν είναι κάπου εδώ γύρω και ξεκουράζεται σε κάποια σκιά. Η αναζήτηση συνεχίζεται. Κινούμαι με το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, με τα αλαρμ ανοιχτά και τα μάτια ορθάνοιχτα για τυχόν κινήσεις. Που και που σταματάω. Ψάχνω μέσα στις συστάδες των δέντρων. Ίσως είναι ξαπλωμένο κάπου. Μα πού να πρωτοψάξεις; Υπάρχουν τόσα μέρη που θα μπορούσε να είναι. Φτάνω στο φανάρι της Ξιφιανής και γυρίζω προς τα πίσω. Από την μια αισθάνομαι απογοήτευση που δεν το βρήκα, από την άλλη έχω την ελπίδα, ότι ίσως κάπου έφτασε, ίσως το ταΐσε και κάποιος άλλος. Ευτυχώς τουλάχιστον δεν το είδα κάπου νεκρό στην άκρη του δρόμου. Είχα κι αυτό το άσχημο προαίσθημα από το πρωί. Σταματάω μια τελευταία φορά σε μια συστάδα από λεύκες. Όχι, ούτε εδώ είναι. Θα ξανάρθω, θα σε ξαναψάξω, θα βγάλω και ανακοίνωση στο ίντερνετ, στα μπλογκς, εάν κάποιος σε δει, να με ειδοποιήσει αμέσως. Δεν παραιτούμαστε.
Και φεύγω. Και τότε η άκρη του ματιού μου βλέπει κάτι. Κάτι να κείτεται εκεί, μέσα στα χόρτα. Η καρδιά μου βούλιαξε, οι ελπίδες χαθήκαν, οι υποσχέσεις σκορπίσανε. Τα όνειρα για μια καινούρια ζωή διαλύθηκαν. Και το άσχημο προαίσθημα του πρωινού, βγήκε αληθινό.
Η ζωή σε εγκατέλειψε! Πέθανες μόνο, εγκαταλελειμμένο, απορημένο ίσως. Απορία γιατί τελικά βρέθηκες εδώ - ποιος ξέρει από πού να ήρθες - γιατί αυτός που σε είχε σε εγκατέλειψε, γιατί άρχισες να αδυνατίζεις, γιατί οι δυνάμεις σου σε εγκατέλειπαν. Και γιατί εγώ, ήρθα τόσο αργά.
Οι τύψεις άρχισαν να με κατακλύζουν. Μήπως έπρεπε να σου έδινα ακόμα πιο λίγο φαγητό; Μήπως άθελά μου σου έκανα κακό; Μήπως δεν έπρεπε να σ’ άφηνα χθες – αλλά και τι να έκανα; Μήπως έπρεπε να έβγαινα πιο νωρίς να σε ψάξω; Τόσες τύψεις, εγώ, που μέχρι χθες δεν ήξερα καν ότι υπάρχεις. Αυτός άραγε που σε άφησε, δεν έχει καμία τύψη; Ήσουν μόνο ένα εργαλείο; Όμως κάποιος για να αισθάνεται τύψεις, θα πρέπει να έχει και συνείδηση.
Έσκυψα από πάνω σου, τα μάτια σου το ίδιο κενά, σε χάιδεψα, σε έκλαψα, σου ζήτησα συγγνώμη εκ μέρους του πρώην ανάξιου και απάνθρωπου «αφεντικού» σου, σου ευχήθηκα καλό ταξίδι. Εκεί που πας δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε πείνα, ούτε κακό.
Και σου έδωσα μια τελευταία υπόσχεση. Μια υπόσχεση ζωής: Την ιστορία σου αυτή θα την διαβάσουν πολλοί άνθρωποι, με την ελπίδα κάποιοι να ευαισθητοποιηθούν, να δουν τα ζώα που τριγυρνάνε από δω κι από κει, έρμαια της μοίρας τους, με περισσότερη συμπόνια. Και ίσως όταν πάνε να πετάξουν στα σκουπίδια το ξεροκόμματο, να το σκεφτούν καλύτερα και να το κρατήσουν, για να το πετάξουν σε ένα ζώο που λιμοκτονεί και ικετεύει για ζωή.
Τουλάχιστον, θέλω να πιστεύω, ότι αυτή την υπόσχεση, την κράτησα.
Χριστίνα Βασδόκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου