Γράφει ο Τρύφων Ούρδας
Προχωρημένη Άνοιξη λίγες μέρες πριν από την Πρωτομαγιά. Η
φύση πέταξε από πάνω της τα γκρίζα και μελαγχολικά χρώματα του χειμώνα και
βάφτηκε με καινούρια γλυκά και χαρούμενα. Με αυτά, το μπλε του ουρανού και το
απέραντο πράσινο των βουνών και των κάμπων. Κρατώντας στα χέρια της κάθε λογής
λουλούδια, καλούσε όλους να την ανταμώσουν στην εξοχή, προκειμένου να προσφέρει
τα δώρα της.
Μία από αυτές τις ημέρες, όλοι οι μαθητές του Δημοτικού
Σχολείου, ήμασταν παραταγμένοι μπροστά στη τσιμεντένια σκάλα του για την
καθιερωμένη πρωινή προσευχή. Μόλις τελείωσε, ο δάσκαλός μας είχε μια έκπληξη.
Επειδή η μέρα ήταν καλή, θα πηγαίναμε εκδρομή στα «πλατανάκια», μια περιοχή σε
κάποια απόσταση από το χωριό μας τη Δωροθέα. Μάλιστα μας ανακοίνωσε, ότι στην
ίδια περιοχή θα έρχονταν και άλλα σχολεία, όπως των Προμάχων, της Σωσάνδρας του
Γαρεφίου και της Αγάθης.
Καταλαβαίνετε τη μεγάλη χαρά όλων μας, που όπως ήταν φυσικό
εκφράστηκε με πλατιά χαμόγελα, χορούς, επί τόπου πηδηματάκια και με ένα
παρατεταμένο «ζήτω», συνοδευόμενο με χειροκροτήματα. Έτσι, «πάνε» για μια μέρα
η αίθουσα και τα βαρετά θρανία, άντε στο …καλό η ιστορία, η γραμματική, και
πολύ περισσότερο η ακαταλαβίστικη αριθμητική, με εκείνα τα «άθλια» κλάσματα που
αμφιβάλλω αν ήθελε να τα βλέπει ακόμα και ο δάσκαλος.
Ξεκινήσαμε λοιπόν με γραμμές όλο κέφι και τραγούδι για τα
πλατανάκια. Σ’ ένα τόπο που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά που προαναφέραμε και ο
οποίος ακόμα και σήμερα προσφέρεται για τέτοιου είδους εξορμήσεις. Επίπεδος σε
μεγάλη έκταση, από μέσα του περνούσε την εποχή εκείνη ένας χείμαρρος. Σήμερα
βέβαια αυτός δεν υπάρχει. Τα κρύα και καθαρά νερά του, προερχόμενα από χιόνια
και βροχές του χειμώνα, κυλούσαν μέσα στην κοίτη και καθώς περνούσαν ανάμεσα ή
πάνω από μαύρες και άσπρες πέτρες έβγαζαν ένα μονότονο ήχο. Μέσα στα σπλάχνα
τους, καθρεφτίζονταν ο ουρανός και όλα τα χρώματα της Άνοιξης, ενώ σε κάποια
σημεία καθώς έπεφταν πάνω τους οι ακτίνες του ήλιου, τα έκαναν να φαίνονται
ασημένια, σωστή πρόκληση να τα πιάσεις και ας πάγωναν τα δάχτυλά σου.
Η μαγεία του τόπου τα πλατάνια. Άλλωστε από αυτά πήρε και το
όνομα του ο τόπος. Πλατάνια φυτεμένα παντού, το ένα κοντά στο άλλο ή μακριά,
ανακατεμένα χωρίς σειρές και διάταξη, σημάδι ότι η φύση «έδρασε» μόνη της χωρίς
ο «πολύξερος» άνθρωπος να βάλει το χέρι του. Πλατάνια επίσης με χοντρούς
κορμούς ροζιασμένα και κούφια, άλλα από αυτά ψηλά και άλλα κοντά, νέα και
γερασμένα, έριχναν κάτω από τα στραβά και γεμάτα πράσινα φύλλα κλωνάρια τους
έναν παχύ ίσκιο, απαραίτητο όχι τόσο τώρα την Άνοιξη, όσο το Καλοκαίρι, που όπως
λέει ο λαός σκάει από τη ζέστη ο τζίτζικας.
Και το χορτάρι, πρόσφατα και αυτό γεννημένο από τη μάνα γη,
έμοιαζε σαν απλωμένο χαλί, άριστα υφασμένο και κεντημένο, πάλι από την ίδια τη
φύση που ποτέ μέχρι σήμερα δεν την έφτασε στα κάδρα η ανθρώπινη πινελιά.
Γενικά το τοπίο αληθινός παράδεισος. Μακριά από τη κίνηση
και τη βαβούρα της καθημερινότητας, σε έκανε να νοιώθεις ελεύθερος, χαρούμενος,
να θέλεις να παίξεις, να τραγουδήσεις και να απολαύσεις τη φύση, που όλα τα
προσφέρει απλόχερα στους ανθρώπους. Και όπως είναι φυσικό, όλα αυτά τα νοιώθει
κανείς εντονότερα, όταν βρίσκεται στη μικρή ηλικία. Τότε που το συναίσθημα
βγαίνει αυθόρμητο από την παιδική ψυχή, χωρίς να καταπιέζεται από
σοβαροφάνειες, καθωσπρεπισμούς αλλά και προσωπικούς υπολογισμούς που μόνο «άνθρωπο»
δεν σε χαρακτηρίζουν.
Φτάνοντας έτσι στο σημείο, ο χώρος μετατράπηκε σε
παιδούπολη. Παντού παιδικές φωνές, απανωτά τσιρίγματα ευτυχίας και παιγνίδια με
ατέλειωτο τρέξιμο. Πώς να κρατήσεις όπως όλοι ξέρουμε την παιδική ορμή, που
όταν της δοθεί η ευκαιρία βγαίνει από το σώμα πλημμύρα, έτοιμη να κατακτήσει με
τον δυναμισμό της τους πάντες και τα πάντα στον κόσμο.
Οι δάσκαλοί μας με τους συναδέλφους τους των άλλων σχολείων,
εγκαταστάθηκαν στις ρίζες ενός πλάτανου που βρίσκονταν στο κέντρο της έκτασης. Έτσι
μπορούσαν να βλέπουν και να ελέγχουν καλλίτερα τους μαθητές, σε περίπτωση που
συνέβαιναν απρόοπτα, ας πούμε κανένα καυγαδάκι. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία
έπιασαν κουβέντα καθισμένοι σε κούτσουρα, οι νεότεροι θα έλεγα ότι έγιναν ένα
με τα παιδιά και έπαιζαν μαζί τους παιγνίδια κυρίως με τη μπάλα, όπως μονότερμα
και βόλεϊ.
Ωστόσο στην ευχάριστη εικόνα του τοπίου θα ήταν παράλειψη να
μην αναφέρουμε και τα πουλιά που πετούσαν τριγύρω από δέντρο σε δέντρο,
συμμετέχοντας και αυτά στο πανηγύρι των παιδιών. Παράλληλα τον ανοιξιάτικο ήλιο
που χαμογελαστός, έστελνε από τον καταγάλανο ουρανό τις ζεστές του ακτίνες,
τονίζοντας και αυτός την παρουσία του σε αυτό το ξέφρενο αντάμωμα ανθρώπων και
φύσης.
Αλλά ακόμα εδώ ποιος θα μπορούσε να μην αναφέρει και τα
χωράφια τα σπαρμένα με σιτάρι δίπλα στα πλατάνια, τα στολισμένα με κάθε λογής
λουλούδια και προπάντων με κατακόκκινες παπαρούνες που σε μάγευαν με εκείνο το
παράξενο χρώμα τους και σε τραβούσαν κοντά τους, όχι μόνο να τις χορτάσεις με
το μάτι σου, αλλά να θέλεις και να τις αγγίξεις..! Με θαυμασμό και λαχτάρα
κάποιοι από τους μαθητές, έμπαιναν μέσα στα χωράφια και σαν να ήταν αυτά
ουράνιοι κήποι στους οποίους βγαίνουν βόλτα μόνο θεοί, έκοβαν τα πανέμορφα αυτά
στολίδια της Άνοιξης και μαζί με άλλα λουλούδια έφτιαχναν πολύχρωμα μπουκέτα
και στεφάνια, στολίζοντας με αυτά κυρίως τα κορίτσια τα κεφάλια τους. Και τα
στολίσματα αυτά τα έκαναν να φαίνονται τόσο όμορφα..! Σε συνδυασμό με το
χαμόγελό που είχαν στα χείλη τους και τα σπινθηροβόλα από ευχαρίστηση για όλα
όσα έβλεπαν μάτια τους, νόμιζες ότι ήταν νεράιδες του δάσους που βγήκαν να σε
γοητεύσου, να κατακτήσουν την καρδιά σου και να σε κάνουν αιώνιο ικέτη του
έρωτά τους. Άνοιξη, ότι καλό να πούνε για σένα οι άνθρωποι, τα λόγια τους δεν
είναι αρκετά να περιγράψουν το μεγαλείο σου!
Και όταν ξεπεράστηκε η ρομαντική αυτή ατμόσφαιρα, ένας από
τους δασκάλους πρότεινε να παιχτεί ποδόσφαιρο μεταξύ των σχολείων, μάλιστα να
γίνει και μικρό πρωτάθλημα. Με την ιδέα γρήγορα επιλέχθηκαν οι ποδοσφαιριστές
και έγινε η κλήρωση των ομάδων. Εμείς, το Σχολείο της Δωροθέας θα έπαιζε πρώτα
με το Γαρέφι, ενώ το σχολείο της Σωσάνδρας με τους Προμάχους. Όποια σχολεία
νικούσαν θα έπαιζαν στον τελικό για να αναδειχθεί η νικήτρια ομάδα. Το σχολείο
της Αγάθης αποκλείσθηκε γιατί δεν συμπλήρωνε ομάδα. Τροφοδοτούσε όμως παίχτες
το χωριό μας, μιας και τότε ανήκαμε στην ίδια Κοινότητα.
Έτσι με διαιτητές δασκάλους ξεκίνησαν οι αγώνες, θα έλεγα με
αρκετό πάθος για τη νίκη. Όπως και να το κάνουμε η νίκη ήταν και θέμα «πρεστίζ»
του σχολείου. Στην πρώτη φάση που εμείς παίζαμε με το Γαρέφι, καταφέραμε να
νικήσουμε με 1-0. Είχαμε όμως «βαριές απώλειες» από εκούσιες και ακούσιες
κλωτσιές των παιχτών της αντίπαλης ομάδας. Τραυματίστηκαν κάποιοι συμμαθητές
μας, που αν θυμάμαι καλά ήταν οι επιθετικοί, Τάκης, Λευτέρης, Κώστας, Τάσος και
ο Σωτήρης που έπαιζε στην άμυνα ξυπόλυτος. Ο γράφων που έπαιζε και αυτός στην
άμυνα την πέρασε «αλώβητος». Παρά το γεγονός όμως αυτό και παρά τις αδικίες του
διαιτητού δασκάλου από τη Σωσάνδρα, όπως προανέφερα νικήσαμε, μπαίνοντας έτσι στον
τελικό, παίζοντας με το σχολείο των Προμάχων που νίκησε τη Σωσάνδρα.
Ο αγώνας όμως αυτός για μας δεν ήταν καθόλου εύκολος. Πρώτα,
γιατί είχαμε πολλούς τραυματισμούς και ύστερα, γιατί το σχολείο των Προμάχων
είχε πολλούς εφεδρικούς παίχτες. Τελικά χάσαμε τον αγώνα με διφορούμενο πέναλτι
που έδωσε ο δάσκαλος διαιτητής από το Γαφέρι, πράγμα που τον έκανε να
παρεξηγηθεί με τον δικό μας δάσκαλο και να ακούσει τις έντονες διαμαρτυρίες
μας, πάντα βέβαια στα πολιτισμένα πλαίσια της εποχής εκείνης.
Όμως η ώρα είχε περάσει. Κόντευε το μεσημέρι και έπρεπε να
επιστρέψουμε στο σχολείο για να σχολάσουμε. Δόθηκε λοιπόν το σύνθημα από τους
δασκάλους για σύνταξη σε γραμμές και επιστροφή. Και όπως το κάθε ένα σχολείο
τραβούσε σε διαφορετική κατεύθυνση, εμείς εντελώς αυθόρμητα και με φιλική
διάθεση στραφήκαμε προς τους συμμαθητές μας του Γαρεφίου και με μια φωνή όλοι
μαζί τους φωνάξαμε «ίπι-ίπι ούμε στη μπάλα σας νικούμε». Βλέπετε και τότε
υπήρχαν τα συνθήματα στο ποδόσφαιρο. Η απάντηση σε ‘μας για το σύνθημα ήρθε
ιδια από τους Προμάχους, στην οποία όμως επί πλέον σημειώνονταν, πως την άλλη
φορά με τη νίκη «θα έπαιρναν και τα βρακιά μας».
Δεν θυμάμαι άλλη φορά αν παίξαμε έτσι ποδόσφαιρο με τους
Προμάχους και χάσαμε, επιστρέφοντας μάλιστα στο σπίτι μας χωρίς… εσώρουχα.
Θυμάμαι όμως καλά όλες αυτές τις εκδρομές που κάναμε στα
πανέμορφα «πλατανάκια». Τις θυμάμαι όταν μπαίνει η Άνοιξη και κάθε φορά που θα
περάσω από τον διπλανό δρόμο, όπως θυμάμαι και όλα τα άλλα καλά και ευχάριστα
των παιδικών μου χρόνων. Και κάθε φορά με τις εικόνες, έρχονται στα αυτιά μου
οι χαρούμενες εκείνες φωνές, καθώς μεταβαίναμε για εκδρομή στην περιοχή, πολύ
δε περισσότερο τα συνθήματα που λέγαμε όταν φεύγαμε το μεσημέρι. «Ίπι-ίπι ούμε
στη μπάλα σας νικούμε» «ίπι-ίπι άσαμε τι καλά περάσαμε». Αξέχαστες εποχές…
17-4-2013
Τρύφων Ούρδας
ΙΠΙ ΙΠΙ ΟΥΜΕ....... ΕΝΑ ΔΥΟ, ΕΝ ΔΥΟ, ΕΝ ΔΥΟ, ΕΝΑ..ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ, ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΠΛΑΤΑΝΑΚΙΑ..
ΑπάντησηΔιαγραφή