Του Τρύφωνα Ούρδα
Η όμορφη Βαούλα μου! Έτσι αποκαλούσε την κόρη της από τότε
που τη γέννησε, η μάνα της η κυρα-
Στεργιανή. Έτσι επίσης τη φώναζαν όλοι στη γειτονιά που έμενε αλλά και οι άλλοι
οι χωριανοί της, όταν την έβλεπαν να περνάει από την πλατεία και τους δρόμους
του χωριού.
Και εδώ που τα λέμε
τα λόγια δεν είχαν καμιά υπερβολή. Η Βαούλα ήταν ένα γλυκό, κατάξανθο
κοριτσάκι, τώρα μόλις που πάτησε τα επτά του χρόνια, πάντοτε απάνω του
περιποιημένο και καθαρό, σημάδι πως η μάνα του αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να το
διατηρεί έτσι, σαν να είναι μια κουκλίτσα.
Με τις ωραίες μπουκλίτσες στους κροτάφους και τα κοτσιδάκια
στο κεφάλι του, την κόκκινη κορδέλα περασμένη τις περισσότερες φορές στα μαλλιά του, τα μπλε αμυγδαλωτά μάτια και
τα ροζ μαγουλάκια, λες και έβαλες επάνω τους εκείνο το «ρουζ» των μεγάλων
κοριτσιών και με το φυσικό χαμόγελο στα κερασένια χειλάκια του, ήταν σαν να
έβλεπες ότι είχες μπροστά σου έναν μικρό και πολύ όμορφο άγγελο που κατέβηκε
από τον ουρανό.
Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτά τα εξωτερικά χαρίσματα που
ξεχώριζαν το μικρό κορίτσι. Είχε και άλλα που ανήκαν στον εσωτερικό του κόσμο!
Ήταν λοιπόν και ένα πανέξυπνο και καλοσυνάτο πλάσμα με μια
πολύ ευαίσθητη καρδούλα στο στήθος του. Κάθε που σε κοίταζε με εκείνο το αθώο
παιδικό βλέμμα, καταλάβαινες πως ήθελε να σ’ αγκαλιάσει και να σε κάνει δικό
της με την πηγαία αγάπη της. Μέσα στην αγκαλίτσα της, ήθελε να χτυπήσει ανθρώπινα
και η δική σου καρδιά και μαζί της να ξεχάσεις οτιδήποτε σε βαραίνει. Ήταν ένα
παράδειγμα πολύ καλού παιδιού στη μικρή κοινωνία του χωριού και αυτό σίγουρα θα
το ένοιωθες αν έπιανες κουβεντούλα μαζί του. Σίγουρα θα διαπίστωνες τα
προτερήματα και τις αρετές του!
Όμως όσο κι αν η φύση προίκισε τη Βαούλα με πολλά, πάρα
πολλά από τα καλά της, «εν τούτοις» δεν της τα έδωσε όλα. Άγνωστο γιατί δεν της
επέτρεψε να περπατήσει! Δεν μπορούσε μόνη της να κινείται, όπως όλα τα παιδιά
της ηλικίας της, αλλά κάθε κίνηση της έπρεπε να γίνεται με την ίδια καθισμένη
πάνω σε καροτσάκι και φυσικά πάντοτε με
τη βοήθεια άλλου ανθρώπου.
Αγνό, καθαρό σωματάκι με μια ψυχή μέσα του άσπρη, κάτασπρη
σαν το χιόνι, ανεβασμένο σε δυο ρόδες για να πάει από εδώ ως εκεί, να μεταβεί
στο σχολείο, να πεταχτεί μέχρι τα συνομήλικα ξαδέρφια της, να κάνει μια βόλτα
στο πάρκο και να παίξει με τους φίλους της. Και ύστερα όταν βρίσκεται εκεί, πώς
να κάνει ότι κάνουν τα άλλα παιδιά; Πως να παίξει και να χαρεί με τον τρόπο που
αυτά παίζουν και χαίρονται, τρέχοντας και ξεφαντώνοντας, όπως γίνεται συνήθως
με τα παιδιά, ας πούμε στα διαλείμματα του σχολείου και μέσα στα σοκάκια και
τις γειτονιές του χωριού; Ήταν ένα παράπονο που το κορίτσι έκρυβε βαθειά μέσα
του, μα το έβγαζε σπάνια έξω από την ψυχούλα του, παρά τα λίγα χρόνια της
ηλικίας του!
Ποιος όμως είναι άξιος και μπορεί να κρίνει τον Θεό και το
θέλημά Του; Κανένας! Γι αυτό και η μικρή έκανε υπομονή και δεν το έβαζε κάτω.
Χαιρόταν μ’ αυτά που είχε και μ’ αυτά που μπορούσε να κάνει. Χαμογελούσε όταν
και τα άλλα παιδάκια της παρέας της γελούσαν, όταν τα έβλεπε να κάνουν τρέλες
και αστεία ή όταν έκαναν ζαβολιές. Απολάμβανε τα παραμύθια και τα ωραία
τραγούδια που τους μάθαινε η δασκάλα, δεν χόρταινε να βλέπει τον ήλιο να
βγαίνει λαμπρός πίσω από το βουνό τους, το Μανιούσι και περισσότερο ποιά θα
μπορούσε να ήταν γι αυτή η μεγαλύτερη ευχαρίστηση, απ’ αυτή που ένοιωθε όταν
βρισκόταν στην αγκαλιά της μάνας της, κάθε βράδυ όταν τη νανούριζε στον ύπνο
της και της χάιδευε τα χεράκια και τα μάγουλα, βάλσαμο σε ό,τι συννέφιαζε το
παιδικό της βλέμμα;
Για όλα λοιπόν αυτά,
στην προσευχή που κάνανε μαζί τα βράδια, δόξαζαν και με πολύ πίστη,
ευχαριστούσαν τον Θεό για όλα αυτά που τους έδινε και για όλα εκείνα που τον
παρακαλούσαν να έχουν με τη Χάρη του.
Απρίλης μήνας και στο χωριό όλοι ετοιμάζονται να γιορτάσουν
το Πάσχα. Άσπρισαν και μοσχοβόλησαν οι γειτονιές, από τον ασβέστη στους τοίχους
των σπιτιών, από τα κρίνα και τα ζουμπούλια που άνθιζαν μέσα στους κήπους και
στις γλάστρες και μέσα στις αυλές. Έξω, στο «ακριβό» μετά τον χειμώνα φως του
ήλιου, οι χωριανοί άπλωσαν πάνω στα σύρματα, τις κουβέρτες και τα ρούχα τους
για να στεγνώσουν, όλα πλυμένα με τα χέρια τους μέσα στα σκαφίδια και στα
πλυσταριά, καθαρά πεντακάθαρα, έτσι ώστε να τα έχουν έτοιμα για τη Μεγάλη
Γιορτή. Κάποιοι βέβαια με «βαρύτερο» πορτοφόλι, πήγανε στα μαγαζιά και αγόρασαν
καινούργια!
Τελικά όλος ο κόσμος
σε μια ευχάριστη αναστάτωση, αναμένοντας από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα να
ακούσουν το «Χριστός Ανέστη» και μαζί με τον αναστημένο Χριστό να αναστηθεί και
να λαμπρυνθεί η καρδιά όλων των ανθρώπων. Και το Πάσχα δεν ήταν μακριά.
Κούτσα-κούτσα με «το γαιδουράκι» έφτανε..!
Αλλά να! Μεγάλη Εβδομάδα και Μεγάλη Πέμπτη σήμερα! Κόκκινη
Πέμπτη τη λένε στο χωριό, γιατί τη μέρα αυτή, όλοι στα σπίτια τους βάφουνε τα
κόκκινα αυγά που θα τσουγκρίσουν στην Ανάσταση.
Κόκκινη Πέμπτη λοιπόν
και μαζί το μεγάλο παζάρι στην πόλη της Νιγρίτας, άρχισε από πολύ νωρίς τα
ξημερώματα. Πολλοί χωριανοί θα πάνε σήμερα σ’ αυτό για να ψωνίσουν. Ο καθένας
ό,τι χρειάζεται για να γιορτάσει το Πάσχα. Μα πιο πολύ τη μέρα αυτή θα χαρούνε
τα παιδιά. Ξέρουν ότι «κάτι» θα τα πάρουν οι γονείς τους. Από ρούχα μέχρι
παιχνίδια…
Η Βαούλα, ξεκίνησε και αυτή από νωρίς το πρωί με τους γονείς
της για το παζάρι. Έβαλε κάποια από τα καλά της τα ρούχα, φόρεσε και την
κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά της για να ταιριάζει με τη μέρα και με τη «σούστα»
και το άλογο, φτάσανε στην αγορά πριν ακόμα το μεσημέρι. Βιαστικά τράβηξαν για
τα «σιργιά». Κόσμος εκεί πήγαινε κι ερχόταν φορτωμένος με ψώνια στα χέρια,
άλλοι από αυτούς χαρούμενοι, άλλοι σκεφτικοί, άλλοι βιαστικοί να τελειώνουν με
τις αγορές τους και άλλοι ήταν εκεί μονάχα για να βολτάρουν, χαιρετώντας
γνωστούς και φίλους, δίνοντας και παίρνοντας ευχές για την Ανάσταση. Οι
πραματευτάδες και αυτοί με τις φωνές τους, διαλαλούσαν την πραμάτεια για να
τραβήξουν την προσοχή των πελατών τους και να την πουλήσουν, μετρώντας κάπου-κάπου
στη χούφτα τους τα τάλιρα και τις δραχμούλες από τις εισπράξεις. Δεν μπορείς να
πεις ατμόσφαιρα γιορτινή, πανηγυρική!
-Μάνα, γύρισε και είπε κάποια στιγμή μέσα στη βοή και στην
οχλαγωγία η Βαούλα. Μανούλα κοίταξε εκείνο το κοριτσάκι, του πήρανε κόκκινα
παπούτσια. Θέλω κι εγώ να μου πάρεις τέτοια, για να τα φορέσω όταν θα πάμε στην
Εκκλησία το Πάσχα!
Στο άκουσμα της φωνούλας της κόρης, δάκρυα κύλισαν από τα
μάτια της μάνας. Βγήκαν καυτά και έκαψαν όχι μόνο τα μάγουλα στο πρόσωπό της
αλλά πιο πολύ τα σπλάχνα και την καρδιά της. Είναι αλήθεια πως αυτό δεν
περίμενε!
-«Παπούτσια» για το κορίτσι μου, το κοριτσάκι μου,
σιγομουρμούρισε και ύστερα το επανέλαβε πολλές φορές από μέσα της. Ναι
παπούτσια, όπως φοράνε και τα άλλα τα παιδάκια. Να τα φορέσει και η δικιά μου η
γοργόνα και να πάει μ’ αυτά στη Λειτουργία. Ποιος ξέρει Θεέ μου… καμιά φορά
γίνονται και θαύματα!
Σκούπισε γρήγορα με την παλάμη τα δάκρυα της και
χαμογελώντας με παράπονο, τράβηξε με μια κίνηση το καρότσι με το κορίτσι πάνω
του προς το μέρος του έμπορα, που πουλούσε τα παπούτσια και τα είχε εκτεθειμένα
μαζί με άλλα ζευγάρια δίπλα στον πάγκο του. Πήρε στα χέρια της ένα από εκείνα
που της έδειξε το κορίτσι και προσπάθησε να τα φορέσει στα μικρά και αδύναμα
ποδαράκια του. Με την πρώτη ταίριαξαν απόλυτα και η μικρούλα χαρούμενη, άρχισε
να τα κουνάει και να τα τινάζει, χορεύοντας και τραγουδώντας:
-Φοράω παπούτσια, φοράω παπούτσια!
Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά που πήρε εκείνη την Πέμπτη στο
παζάρι η Βαούλα, που της ερχότανε να πετάξει. Έχει και αυτή παπούτσια και τα
πόδια της τώρα δεν είναι γυμνά, μόνο με τις άσπρες καλτσούλες πάνω τους, ούτε
και σκεπασμένα με την κουβέρτα για να μην βλέπουν οι άλλοι το πρόβλημά τους.
Τώρα τα πόδια της είναι κανονικά όπως είναι όλων των φίλων της στο χωριό και
μπορεί να τα δείχνει παντού, όπου και αν πηγαίνει, χωρίς οι άλλοι να την
κοιτάνε περίεργα.
Το απόγευμα, σαν η οικογένεια επέστρεψε στο χωριό, το σπίτι
δεν είχε τόπο να χωρέσει τη Βαούλα. Δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να βγάλει τα
παπούτσια από τα πόδια της! Τα φορούσε όλες τις ώρες. Στο τραπέζι που κάτσανε
να φάνε, στο σαλόνι για να ξεκουραστούνε, ακόμα και στο κρεβατάκι που της
έστρωσε το βράδυ η μάνα της για να κοιμηθεί!
Εκείνη λοιπόν τη νύχτα, έτσι την πήρε ο ύπνος. Με το φως
αναμμένο να τα βλέπει στα πόδια της και με τα χεράκια της τα δυο να τα
χαϊδεύει, ενώ το χαμόγελο να μη φεύγει από το άσπρο προσωπάκι της. Και όλη τη
νύχτα κοιμάται και …ονειρεύεται! Και τι όνειρα γλυκά! Και τι θαύματα που
γίνονται στα όνειρα!
Βλέπει φορώντας τα κόκκινα παπούτσια στα πόδια της, να
τρέχει μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς της, να παίζει μαζί τους τον
κουτσό, τον κρυφτό και τον κυνηγητό, να πηγαίνει στο σχολειό φορτωμένη την
τσάντα στην πλάτη της, να χορεύει και να ξεφαντώνει στην πλατεία και να γυρίζει
στο σπίτι της ιδρωμένη από την κούραση. Πρωτόγνωρες, ξεχωριστές και πολύ
ευχάριστες για την ίδια εμπειρίες και καταστάσεις, που δεν έζησε τα προηγούμενα
χρόνια και ζει τώρα που φοράει παπούτσια.
Αλλά και τι παπούτσια! Κόκκινα παπούτσια! Το χρώμα όλων των
κοριτσιών. Το χρώμα της χαράς, που τόσο πολύ αγαπάει και πάντα με αυτό ντύνει
τις κουκλίτσες της όταν παίζει μαζί τους. Και πάντα το αυτό το χρώμα διαλέγει
να έχουν οι κορδέλες στα μαλλιά τους.
Όμως… ας περπατήσει
και ας τρέξει ακόμα λίγο με τα όμορφα παπουτσάκια της στους δρόμους. Στους
δρόμους της χαράς, που απόψε άνοιξαν διάπλατα μπροστά της και δεν την αφήνουν
στιγμή να ανασάνει. Ποιος ξέρει; Αύριο με το φως της μέρας όλα αυτά μπορεί να
διαλυθούν, να γίνουν ψέματα και θα μπούνε για πάντα στο συρτάρι των αναμνήσεων.
Και τότε η ωμή πραγματικότητα! Ένα φρέσκο κορμάκι πάνω σε δυο ρόδες, που όσο κι
αν γυρίζουν δεν φέρνουν χαρά μέσα στην παιδική ψυχή της. Και περισσότερο! Δεν
την φέρνουν όσο θα ήθελε τόσο κοντά στους άλλους ανθρώπους που έχουν «καλά» τα
ποδαράκια τους! Αντίθετα μάλιστα! Τη στεναχωρούν και την γεμίζουν με νοσταλγία
να ζήσει κι αυτή φυσιολογικά, όπως όλοι οι άλλοι οι συνομήλικοι γύρω της και
όλοι όσοι κάνουν παρέα μαζί της.
Γι αυτό την αποψινή της χαρά και ευτυχία, θέλει να την
μάθουν όλοι στο χωριό. Θέλει να τη φωνάξει να την ακούσουν οι «πάντες» και να
γιορτάσουν μαζί της το γεγονός. Αυτές οι στιγμές είναι όλα τα χρόνια τώρα που
περίμενε! Ο κρυφός και ο φανερός πόθος της! Να ζήσει ελεύθερη! Μακριά από τα
άψυχα και τα κρύα σίδερα του καροτσιού της. Μακριά από τις «περιττές» και ίσως
από «υποχρέωση» βοήθειες των συγγενών της, τα περίεργα βλέμματα και τα
αισθήματα λύπης γι αυτή. Γιατί όσο μικρή κι αν είναι, καταλαβαίνει τις σκέψεις
και τα συναισθήματα των άλλων, που την πληγώνουν και μαυρίζουν κάθε μέρα της
ζωής της. Απόψε είναι η πιο ευτυχισμένη «μέρα» στη ζωή της και η ίδια ο πιο
«ευτυχισμένος» άνθρωπος στον κόσμο!
Όμως …πόσο να κρατήσουν τα όνειρα! Η επόμενη μέρα, η «Μεγάλη
Παρασκευή» την προσγειώνει στη ρουτίνα. Καροτσάκι και πάλι καροτσάκι! Αλλά δεν
έχει σημασία. Φοράει παπούτσια και νοιώθει σίγουρη γι αυτά, αφού χτες όλο το
βράδυ τα είχε στα ποδαράκια της και βάδιζε, έτρεχε όπου ήθελε. Τώρα… δεν μένει
παρά να τα δείξει και στους φίλους της. Σ’ αυτούς που βλέπει κάθε μέρα να
παίζουν στο ίδιο σημείο, κάτω από το μικρό βουναλάκι του χωριού, μέσα στα
χώματα τις πέτρες και τα σάπια φύλλα των δένδρων…
Την μεγάλη αυτή
επιθυμία του κοριτσιού η μάνα της την αντιλαμβάνεται και δεν της χαλάει το
χατίρι. Την παίρνει πάνω στο καροτσάκι και με τα παπούτσια να «φαντάζουν» στα
πόδια της, την πηγαίνει στον τόπο που παίζουν οι φίλοι της. Πιο μπροστά περνάνε
μέσα από την πλατεία. Όλοι οι χωριανοί βλέπουν τα παπούτσια στα πόδια της. Της
λένε πόσο όμορφα είναι κι αυτή τα καμαρώνει! Η ίδια όμως ανυπομονεί να τα
δείξει και στα άλλα παιδάκια, τους φίλους της στο παιχνίδι. Άραγε τι θα πούνε
μόλις τη δούνε σήμερα με αυτά τα καινούργια κόκκινα παπούτσια;
Όταν φτάνουν κάτω από το βουνό, η μάνα της όπως κάνει κάθε
φορά, την αφήνει μόνη της εκεί και πετάγεται για λίγο δίπλα, στο σπίτι της
αδερφής της. Όλα τα παιδιά του χωριού είναι μαζεμένα και παίζουν. Μα σαν
βλέπουν τη Βαούλα, λες και την περίμεναν, τρέχουν κοντά της για να της
μιλήσουν. Και τότε παρατηρούν έκπληκτα τα παπούτσια στα πόδια της! Περήφανο και
το κορίτσι που έχει παπούτσια στα πόδια του, όπως έχουν και αυτά, αρχίζει να τα
μιλάει για την αγορά τους από το παζάρι, για το πόσο όμορφα τα βλέπει με τα
ματάκια της και για το πόσο θαυματουργά είναι
αφού έχουν τη δύναμη και μπορούνε να την κάνουν κάποτε να περπατήσει.
Για να τους πείσει μάλιστα σε αυτά που τους λέει, διηγείται και το βραδινό της
όνειρο!
Έτσι, κάποιες από τις παιδικές ψυχούλες την ακούνε.
Πιστεύουν στα λόγια της και σκέφτονται πως κάποτε θα τη δούνε μαζί τους να
βαδίζει, να τρέχει και να παίζει. Μέσα στην παιδική αφέλεια και τη φαντασία όλα
μπορούνε να πραγματοποιηθούν! Ακόμα και τα όνειρα εδώ, σε αυτές τις αμόλυντες
υπάρξεις, όπου κι αν κτίζονται, μπορούνε να φτιάξουνε παλάτια με βασιλοπούλες
και έχουν τη μαγεία να κάνουν όλους και όλα πάνω στη γη να χαίρονται. Άλλωστε
έτσι δεν γίνεται και στα παραμύθια;
Όμως μερικά από τα παιδιά, τους φίλους της Βαούλας δεν
σκέφτονται έτσι, με τον ίδιο τρόπο. Κάποια αμφισβητούν τις προσδοκίες, τους
πόθους και τις νοσταλγίες της και θέλουν να γελάσουν με τα λόγια της. Γι αυτό
περιπαιχτικά και «αλίμονο» χωρίς κακία της φωνάζουν:
-Σιγά μην περπατήσεις με αυτά τα παπούτσια..!
-Όχι, πετάγεται διαμαρτυρόμενο και πληγωμένο το κορίτσι. Θα
περπατήσω..!
Και πριν καλά-καλά τελειώσει τα λόγια του, τα ίδια παιδιά
ορμούνε επάνω της. Αρπάζουν τα παπούτσια από τα πόδια της και χωρίς να
καταλαβαίνουν μέσα στο παιδικό μυαλό τους τι κάνουν, τα παίρνουν και τα
μεταφέρουν πάνω στο βουνό και
τα πετούν μέσα στα δένδρα του. Αμέσως ύστερα και πριν ακόμα να γίνουν
αντιληπτά από τη μητέρα του κοριτσιού, που έσπευσε κοντά του από τις φωνές,
εξαφανίσθηκαν στα σοκάκια του χωριού για να μην τα μαλώσει.
Η σκληρή αυτή συμπεριφορά των φίλων της Βαούλας, ήταν
μαχαιριά στο στήθος της! Για πολύ καιρό
την έκαναν να κλαίει απαρηγόρητη στην αγκαλιά της μάνας της! Νόμισε πως για δεύτερη
φορά η τύχη της έκοψε τα ποδαράκια και την καταδίκασε να σέρνεται αιώνια πάνω
στη γη, χωρίς ελπίδα πλέον να γίνει καλλίτερη η ζωής της!
Εκείνο λοιπόν το Πάσχα, η όμορφη νεράιδα της κυρα-
Στεργιανής δεν φόρεσε τα παπούτσια για να γιορτάσει. Δεν χάρηκε τα «κόκκινα»
παπούτσια, το μεράκι της, που δυο μέρες τώρα τη σεργιάνιζαν στον κόσμο και
έδιναν ζωή στο ταλαιπωρημένο σωματάκι της. Γιατί όσο κι αν έψαξαν οι συγγενείς
της να τα βρούνε ψηλά στο βουνό, εκεί που τα πέταξαν τα άλλα παιδιά, δεν τα
βρήκαν. Η καταρρακτώδης βροχή που ακολούθησε λίγο μετά το γεγονός και οι
χείμαρροι που σχηματίστηκαν και κατέβαιναν ορμητικά από το βουνό, τα παρέσυραν και
τα έκρυψαν, ποιος ξέρει σε ποια θολά ποτάμια της απογοήτευσης!
Σκληρή, πολύ σκληρή πολλές φορές η πραγματικότητα στη ζωή,
όπως και η τύχη των ανθρώπων, αν δεν έρθουν από την αρχή και πολύ νωρίς πάνω
στην κούνια τους οι μοίρες, να κλώσουν με τη ρόκα τους το νήμα μιας
ευτυχισμένης ζωής..!
Γιατί το κακό με τη Βαούλα συνεχίστηκε! Το «όμορφο» αυτό
κορίτσι και το στολίδι της μάνας του στο χωριό δεν μπόρεσε να ζήσει πολλά
χρόνια! Στα δεκατέσσερα η μια από τις μοίρες που αναφέραμε, της έκοψε για πάντα
το «νήμα» της ζωής της! Το αδύνατο και ασθενικό κορμάκι της δεν άντεξε στο
χρόνο και μια μέρα η ψυχή της πέταξε στον ουρανό. Και έγινε τώρα ένα πραγματικό
αγγελάκι! Ένα μικρό, χαρούμενο αγγελάκι για να μην χρειάζεται ποδαράκια και
«παπούτσια», να βαδίζει πάνω στη σκληρή και αφιλόξενη, για «κάποιους» ανθρώπους
γη μας. Αλλά, να έχει μόνο φτερά και να πετάει..!
1-4-2017
Τρύφων Ούρδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου