Τα όσα συνέβησαν στη χώρα μας με αφορμή τους αλλοδαπούς σημαιοφόρους κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για την εθνική μας επέτειο σίγουρα δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα, καθώς δεν είναι λίγοι όσοι ορθά υποστηρίζουν ότι εν έτει 2017 θα έπρεπε η κοινωνία να έχει απομυθοποιήσει ορισμένα πράγματα και να μη προσδίδει μεταφυσικές ιδιότητες σε κοινωνικές κατασκευές της νεωτερικότητας.
Όμως, πόση απόσταση έχουμε διανύσει τον τελευταίο αιώνα; Ποια ήταν τα ζητήματα που πάθιαζαν τις μάζες τόσο ώστε να πέφτουν νεκροί πολίτες από επεισόδια και να καταρρέουν ολόκληρες κυβερνήσεις;
Η επέτειος των λεγόμενων «Ευαγγελικών» επεισοδίων που έγιναν σαν σήμερα, το 1901 στο κέντρο της Αθήνας, είναι ιδανική για να καταλάβουμε περίπου με τι όρους διαμορφωνόταν η κατάσταση στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στη χώρα.
Η ιστορία εν συντομία…
Τον Οκτώβριο του 1901 η ιστορική εφημερίδα Ακρόπολις παίρνει την απόφαση να αρχίσει να δημοσιεύει σε συνέχειες το Ευαγγέλιο μεταφρασμένο στη δημοτική από τον συγγραφέα Αλέξανδρο Πάλλη. Ο διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης, είχε μάλιστα λάβει τη σύμφωνη γνώμη τού τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου, του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Εμμανουήλ Ζολώτα, αλλά και της ίδιας της Βασίλισσας Όλγας, η προσπάθεια της οποίας να μεταφράσει το έργο λίγα χρόνια νωρίτερα είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη.
Το ίδιο δεν συνέβη όμως και με την περίπτωση της εφημερίδας, καθώς ομάδες φοιτητών και καθηγητών αντέδρασαν έντονα. Στις 2 Νοεμβρίου περίπου πεντακόσιοι φοιτητές εισέβαλαν στα γραφεία της «Ακρόπολις» και απαίτησαν τη διακοπή των δημοσιεύσεων των Ευαγγελίων, αίτημα που τελικά δεν έγινε δεκτό από τη διεύθυνση και οι εκτυπώσεις συνεχίσθηκαν. Έτσι, οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν με ακόμα μεγαλύτερη μαζικότητα και με αιτήματα την επέμβαση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, τον αφορισμό του Πάλλη και την αποπομπή του Αρχιεπισκόπου.
Στη διαμάχη ενεπλάκησαν και οι ανταγωνίστριες εφημερίδες οι οποίες στήριξαν χωρίς επιφυλάξεις τους «γλωσσαμύντορες» φοιτητές, οι οποίοι είχαν πλέον στο πλευρό τους μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, ιερείς, αλλά και την παράταξη του Θεόδωρου Δηλιγιάννη που προσδοκούσε σε πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη.
Στις 7 Νοεμβρίου μία ογκώδης διαδήλωση που ξεκίνησε από τους στύλους του Ολυμπίου Διός επιχείρησε να εισβάλλει στην Αρχιεπισκοπή και τη Βουλή. Η επέλαση του ιππικού σκόρπισε τους διαδηλωτές. Η αντεπίθεση του στρατού ανέκοψε την υποχώρηση της αστυνομίας. Ο απολογισμός; 8 νεκροί και 72 τραυματίες.
Ως αποτέλεσμα αυτών, τόσο η κυβέρνηση Θεοτόκη, όσο και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Η εφημερίδα Ακρόπολις ζήτησε συγγνώμη και δήλωσε ότι παραμένει «πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντως αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον πρέπει να αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινά γλώσσαν πλην εκείνης εις την οποίαν εγράφη υπό των Θεοπνεύστων ανδρών».
Οι… «μαλλιαροί» μύθοι που γέννησε η σύγκρουση
Οι εφημερίδες της εποχής υπήρξαν άδικες ως προς την κριτική τους προς την μετάφραση του Πάλλη, καθώς, όπως μαθαίνουμε από το γλωσσολογικό ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από το τι περιλαμβάνει η συγκεκριμένη «μαλλιαρή», όπως την αποκαλούσαν, μετάφραση, χωρίς ωστόσο να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η μετάφραση του Πάλλη λοιπόν, κατηγορήθηκε ότι:
- τον «Μυστικό δείπνο» τον έχει αποδώσει «κρυφό τσιμπούσι»,
- το «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν» το έχει πει «κάτω τις κούτρες σας»,
- το «μνήσθητί μου, κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» το έχει κάνει «θυμήσου με αφέντη όταν έρθεις στα πράματα», κ.α.
Ο Νίκος Σαραντάκος εξηγεί ότι η «γλωσσική μυθολογία δεν περιορίστηκε φυσικά σε όρους του Ευαγγελίου» και δίνει τα παραδείγματα του… «Κώτσου του Παλιοκουβέντα», όπως υποτίθεται ότι λέγανε οι «μαλλιαροί» τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ή την «Κεχριμπάρα», δηλαδή την Ηλέκτρα.
Είναι σαφές, πάντως ότι πουθενά στο κείμενο της μετάφρασης του Πάλλη δεν υπάρχει η επίμαχη φράση για το «κρυφό τσιμπούσι», «και δεν θα μπορούσε να υπάρχει, διότι απλούστατα στα τέσσερα ευαγγέλια (που μετέφρασε ο Πάλλης) αλλά και σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει πουθενά η φράση “Μυστικός δείπνος”», διευκρινίζει στο ίδιο άρθρο του ο κ. Σαραντάκος, τονίζοντας, ωστόσο ότι ακόμη και ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, είχε πέσει θύμα της συγκεκριμένης «γλωσσικής μυθολογίας», αναπαράγοντάς την στο βιβλίο του για τον Γεώργιο Θεοτόκη.
Μια συζήτηση που κράτησε 70 χρόνια
Μια ακόμη συνέπεια των Ευαγγελικών ήταν η προσθήκη από την αναθεωρητική βουλή του 1911 στο Σύνταγμα (άρθρο 2, παράγραφος 2) της φράσης: «Τὸ κείμενον τῶν Ἁγίων Γραφῶν τηρείται ἀναλλοίωτον· ἡ εἰς ἄλλον γλωσσικὸν τύπον ἀπόδοσις τούτου ἄνευ τῆς προηγούμενης ἐγκρίσεως καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀπαγορεύεται ἀπολύτως».
Κατά την Συνταγματική αναθεώρηση του 1927 η φράση τροποποιήθηκε στη μορφή «ἄνευ τῆς προηγούμενης ἐγκρίσεως τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». Η διάταξη αυτή παρέμεινε απαράλλαχτη για τα επόμενα πενήντα περίπου χρόνια.
Στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 3, παράγραφος 3) προστέθηκε η λέξη «ἐπίσημος» («ἡ εἰς ἄλλον γλωσσικὸν τύπον ἐπίσημος μετάφρασις»), ενώ στη συζήτηση που συνοδεύτηκε στη Βουλή διευκρινίστηκε η έννοια της “ἐπισήμου” μετάφρασης.
Παρόλ’ αυτά, καθόλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από τα Ευαγγελικά, γίνονταν συνεχώς μεταφράσεις του κειμένου, καθώς η δημοτική είχε γίνει κυρίαρχη σε κοινωνικό επίπεδο και η ανάγκη να μεταφραστεί το Ευαγγέλιο σε μια γλώσσα κατανοητή στον λαό ήταν μεγάλη.
Πηγές: sarantakos.wordpress.com, Μηχανή του Χρόνου, wikipedia, historyreport.gr
Κείμενο: Αντώνης Ρηγόπουλος
Πηγή: altsantiri.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου