Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

NYT: Πόσο ελεύθερος είναι ο Τύπος στη γενέτειρα της Δημοκρατίας;

 

 

Ακόμη ένα ρεπορτάζ-κόλαφος διεθνούς μέσου για την ελληνική κυβέρνηση και το σκάνδαλο των υποκλοπών.

Οι New York Times αναρωτιούνται στον τίτλο τους: «Πόσο ελεύθερος είναι ο Τύπος στη γενέτειρα της Δημοκρατίας;»

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι New York Times ασχολούνται με το σκάνδαλο των υποκλοπών, καθώς τον Αύγουστο μιλούσαν για «υπόθεση που θυμίζει «τη στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα». 

Στο ρεπορτάζ έχει μιλήσει ο δημοσιογράφος Σταύρος Μαλιχούδης, ο οποίος περιγράφει πώς έμαθε μέσω της «Εφημερίδας των Συντακτών» ότι ήταν παρακολουθούμενος από την ΕΥΠ, για τις δραστηριότητές του για το ειδησεογραφικό πρακτορείο Solomon που αφορούσαν το προσφυγικό και είχε υποκλέψει το τηλέφωνό του. Έχοντας εξασφαλίσει ένταλμα παρακολούθησης δύο μηνών από εισαγγελέα, οι αρχές ήταν ελεύθερες να ακούσουν οποιαδήποτε προσωπική ή επαγγελματική κλήση του. 

Σύμφωνα με τους ΝΤΥ, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι που ρωτήθηκαν σχετικά δεν απάντησαν σε αίτημα για σχολιασμό σχετικά με τις υποκλοπές. Το ίδιο διάστημα περίπου έμαθε και ο Θανάσης Κουκάκης ότι παρακολουθούνταν. 

Το δημοσίευμα αναφέρει επίσης ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει παραδεχθεί ότι η κρατική υπηρεσία πληροφοριών παρακολουθούσε τον Νίκο Ανδρουλάκη, και εξαιτίας αυτών των αποκαλύψεων παραιτήθηκαν ο Γρηγόρης Δημητριάδης και ο Παναγιώτης Κοντολέοντας. Αυτή «ήταν η αρχή του "ελληνικού Watergate"», προσθέτουν οι NYT.

Με αφορμή το σκάνδαλο κατασκοπίας και πώς αυτό παρουσιάστηκε και παρουσιάζεται από τα περισσότερα ΜΜΕ, το ρεπορτάζ θέτει το θεμελιώδες ερώτημα, εάν μια χώρα, γνωστή για τις παραλίες και τα μνημεία της, αγωνίζεται να διατηρήσει τις δημοκρατικές της αξίες. «Τι έγινε με τα ΜΜΕ στην Ελλάδα; Πώς ακόμη και η υποψία ότι η κυβέρνηση κατασκοπεύει δημοσιογράφους και ηγέτες της αντιπολίτευσης αντιμετωπίστηκε αρχικά “σηκώνοντας τους ώμους”;», αναρωτιούνται οι NYT.

Το δημοσίευμα αναφέρεται στον τρόπο διανομής των χρημάτων της λεγόμενης «λίστας Πέτσα», λέγοντας ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, η κυβέρνηση διέθεσε 20 εκατομμύρια ευρώ για μια διαφημιστική εκστρατεία για τη δημόσια υγεία και διένειμε τα κεφάλαια σε μεγάλο βαθμό σε ειδησεογραφικούς οργανισμούς που υπερασπίστηκαν τους σκοπούς της. «Πολλά μέσα που θεωρούνται αντιπολιτευόμενα, έλαβαν λιγότερα έσοδα από διαφημίσεις σε σύγκριση με πιο φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα, παρά το γεγονός ότι πολλά είχαν υψηλότερη κυκλοφορία και αναγνωσιμότητα», αναφέρει σχετικά με την επιστολή του International Press Institute, του μη κερδοσκοπικού οργανισμού για την ελευθερία του Τύπου προς την τότε ελληνική κυβέρνηση.

Και στο άρθρο σημειώνεται ότι δεν είναι μόνο το σκάνδαλο των υποκλοπών ή η κατάσταση των ελληνικών ΜΜΕ κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος της κρίσης, αλλά και άλλα γεγονότα που αντικατοπτρίζουν τη δεινή θέση των ΜΜΕ στην Ελλάδα, φέρνοντας ως παράδειγμα τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, που σύμφωνα με ειδικούς της αστυνομίας μοιάζει με «συμβόλαιο θανάτου». Και τονίζεται ότι εγείρεται το ερώτημα γιατί η έρευνα για τον εντοπισμό των δραστών φαίνεται να έχει σταματήσει επ' αόριστον.

Το άρθρο παραθέτει δηλώσεις του Στέφανου Λουκόπουλου, του Vouliwatch, πως η κατάσταση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα απειλεί επίσης την κατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα. «Αυτό που συνέβη με τα ελληνικά κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης είναι η 'αιχμαλωσία' του Τύπου από τις εταιρείες και την κυβέρνηση» και πως ο πρωθυπουργός «έθεσε την ΕΡΤ υπό τον άμεσο έλεγχό του όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2019».

Επισημαίνει ότι τα νεότερα και μικρότερα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, πέρα από τον διεθνή Τύπο, συνεχίζουν να καλύπτουν το σκάνδαλο των υποκλοπών, σημειώνοντας ότι η Ελίζα Τριανταφύλλου, είπε στην επιτροπή PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πως για αρκετούς μήνες ήταν μόνοι τους σε όλο αυτό. «Δύο πολύ μικρά μέσα ενημέρωσης, με πολύ περιορισμένους πόρους… Και για όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης -εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση- η ιστορία δεν υπήρχε».

Εκτενής αναφορά γίνεται επίσης στην ψήφιση του νόμου για τα fake news από την κυβέρνηση της ΝΔ, ο οποίος διευκολύνει τις συλλήψεις και διώξεις και φυλακίσεις «οποιουδήποτε δημοσίως ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία». Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η σαρωτική γλώσσα αυτού του νόμου σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με ποινή φυλάκισης ακόμη και όταν φαίνονταν να επικρίνουν την κυβέρνηση.

Κλείνοντας, οι NYT κάνουν λόγο και για το ευρύτερο κλίμα δυσπιστίας από τους πολίτες για τους δημοσιογράφους, παραθέτοντας πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας, σύμφωνα με την οποία μόνο το 27% των Ελλήνων δήλωσε ότι αισθάνεται ότι μπορεί να εμπιστευτεί τις ειδήσεις γενικά.

Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(3)