Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Οταν το κράτος «δεν αγαπούσε» τη μειονότητα...






Μπορεί τα μειονοτικά ζητήματα να έρχονται κατά καιρούς στο προσκήνιο της πολιτικής μας ζωής, αυτό που στερείται ωστόσο τις περισσότερες φορές η δημοσιογραφική κάλυψή τους είναι η σαφήνεια για κάποια κρίσιμα συμφραζόμενα. Ας πάρουμε λ.χ. μια κορυφαία στιγμή της προεκλογικής περιόδου που πέρασε: τη δημόσια και απροκάλυπτη απειλή της αδερφής του πρωθυπουργού, πρώην υπουργού Εξωτερικών της Ν.Δ. (και...καθ’ ύλην αρμόδιας, όπως φαίνεται, για το συγκεκριμένο ζήτημα) προς τη μειονότητα της Θράκης, κατά την προεκλογική επίσκεψή της στο πομακοχώρι Ανω Βυρσίνη (πρώην Χατζή Βιράν) της Ροδόπης, πως έτσι και δεν ψηφίσουν το κόμμα της «τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα» γι’ αυτούς – καθώς «τώρα η κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση της Ν.Δ.» και «στην Αθήνα δεν είναι όλοι σαν κι αυτήν, που αγαπάει τη μειονότητα».

Οι δηλώσεις αυτές δεν πέρασαν καθόλου απαρατήρητες· σχολιάστηκαν, απεναντίας, ποικιλότροπα από πολιτικούς και δημοσιογράφους. Με μοναδική -απ’ όσο γνωρίζω- εξαίρεση μια σύντομη αναφορά του συναδέλφου Δημήτρη Ψαρρά σε τούτην εδώ την εφημερίδα, απουσίασε ωστόσο οποιαδήποτε εξήγηση του ιστορικού βάθους και βάρους αυτής της απειλής. Κι όμως, κάθε απειλή έχει διαφορετικό αντίκρισμα, ανάλογα με το ποιος τη διατυπώνει και σε ποιον απευθύνεται: η φράση «θα ξανακάνεις διακοπές στα ξερονήσια» ακούγεται λ.χ. αλλιώς από έναν ηλικιωμένο αριστερό, που έφαγε τη μισή ζωή του στη Γυάρο και τον Αη Στράτη, κι αλλιώς από κάποιον άσχετο εικοσάρη· για έναν «ντόπιο» Μακεδόνα, μεγαλύτερης ιδίως ηλικίας, η προειδοποίηση «θα ξαναπείτε “κριθάρι”» σημαίνει πάλι εντελώς διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι για τον ανύποπτο μέσο νεοέλληνα.


«Στην Αθήνα δεν είναι όλοι σαν εμένα που αγαπάω τη μειονότητα. Τώρα η κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση της Ν.Δ. Αν δεν μας στηρίξετε, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα» | Ντόρα Μπακογιάννη (προς τους κατοίκους του μειονοτικού χωριού Βυρσίνη, 9.6.2023)

Η Ντόρα Μπακογιάννη γνωρίζει δε πολύ καλά τι καταλαβαίνουν οι μουσουλμάνοι της Θράκης, όταν ακούνε πως «τα πράγματα θα δυσκολέψουν». Αν μη τι άλλο, ο πατέρας της διαδραμάτισε κομβικό ρόλο, τόσο στη δρομολόγηση της κρατικής πολιτικής την προηγούμενη φορά που «τα πράγματα δυσκόλεψαν» για τη μειονότητα, όσο και στην αναίρεσή της, όταν αυτή η πολιτική έφερε τη Θράκη στα πρόθυρα επικίνδυνων διακοινοτικών ταραχών, για πρώτη φορά από την εποχή της ενσωμάτωσής της στο ελληνικό κράτος. Τον Φεβρουάριο του 1966 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ενέκρινε «από απόψεως πιστώσεων», ως υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης των αποστατών, το πρόγραμμα των «διοικητικών ενοχλήσεων» σε βάρος της μειονότητας· ένα πρόγραμμα ήπιας εθνοκάθαρσης που απέβλεπε ρητά στην «εξουδετέρωσιν της αυξήσεως του μουσουλμανικού πληθυσμού» και την εξώθηση ενός τμήματος της μειονότητας στον εκπατρισμό, μέσω της άτυπης στέρησης πολλών δικαιωμάτων τους ως Ελλήνων πολιτών και της απόσπασης της γης τους με διάφορους τρόπους. Η πολιτική αυτή ήταν πλήρως εναρμονισμένη με τη μετεμφυλιακή διπλή νομιμότητα Συντάγματος και «παρασυντάγματος», επίσημου κράτους και παρακράτους: η αποκλειστική αρμοδιότητα για τη χάραξη κι εφαρμογή της μειονοτικής πολιτικής ανήκε από τον Μάιο του 1962 σ’ ένα αθέατο παρακρατικό επιτελείο, ονόματι Συντονιστικό Συμβούλιο Θράκης, στο οποίο η κυβέρνηση του εθνάρχη Καραμανλή είχε παραχωρήσει με απόρρητη διαταγή της τη δυνατότητα όχι μόνο να εκδίδει «διαταγάς και οδηγίας προς τας τοπικάς Αρχάς και Υπηρεσίας» αλλά και να μπλοκάρει «διά διαταγής του» την τοπική εφαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, αν έκρινε ότι «αντίκειται προς την ακολουθητέαν μειονοτικήν πολιτικήν».

Τον Μάιο του 1991, ο Μητσοτάκης ο πρεσβύτερος ήταν πάλι αυτός που εξήγγειλε -ως πρωθυπουργός- τη νέα μειονοτική πολιτική της «ισονομίας-ισοπολιτείας» που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα, εξωτερικεύοντας σχετική απόφαση που είχε πάρει από κοινού με τους Ανδρέα Παπανδρέου, Χαρίλαο Φλωράκη και τον «οικουμενικό» πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα στις 31 Ιανουαρίου 1990, μετά το αντιμουσουλμανικό πογκρόμ της Κομοτηνής. Η Ντόρα ήταν τότε υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και η στενότερη συνεργάτιδα του πατέρα της. Με άλλα λόγια, όταν προειδοποιεί πως η πολιτική αυτή των τελευταίων τριών δεκαετιών ενδέχεται ν’ αναιρεθεί, ξέρει πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάει και τι καταλαβαίνουν οι συνομιλητές της.

Περισσότερες πληροφορίες για την τότε κρατική πολιτική στο μειονοτικό, που ο ίδιος ο πατήρ Μητσοτάκης δεν δίστασε να περιγράψει κατόπιν εορτής ως «αποικιακή», ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί ν’ αναζητήσει σ’ ένα παλιότερο άρθρο μας στον «Ιό» («Εθνικοφροσύνη με το στρέμμα», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 19.2.2006) και στο βιβλίο μου «Το “Μακεδονικό” της Θράκης. Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους, 1956-2008» (Αθήνα 2009, εκδ. Βιβλιόραμα). Εδώ θα ασχοληθούμε με μια εξαιρετικά επίκαιρη λεπτομέρειά της: τις αθέατες υπηρεσιακές αντιδράσεις, όταν στις βουλευτικές εκλογές του 1977 κάποια πομακοχώρια της Ροδόπης τόλμησαν να σταυρώσουν όχι χριστιανούς αλλά μουσουλμάνους υποψηφίους, εκλέγοντας ως βουλευτή τον 35χρονο δικηγόρο Χασάν Ιμάμογλου, υποψήφιο με την (ακροδεξιά και άκρως εθνικόφρονα) Εθνική Παράταξη. Από διαβολική μάλιστα σύμπτωση, τα σχετικά ντοκουμέντα -από το πολύπαθο αρχείο του «Συντονιστικού Γραφείου Μειονοτικών Σχολείων»- επικεντρώνονται ως επί το πλείστον στο ίδιο χωριό όπου έκανε τις επίμαχες δηλώσεις της η πρωθυπουργική αδερφή.

Ανατομία μιας «ανθελληνικής» ψήφου
Το πρώτο έγγραφο προέρχεται από τη Νομαρχία Ροδόπης, συντάχθηκε από τον εκεί επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Μειονοτικών Σχολείων Ιωάννη Τσακίρη, φέρει ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου 1977, αριθμό πρωτοκόλλου Ε.Π. 150, ήταν διαβαθμισμένο ως «απόρρητο –επί αποδείξει»- κι απευθυνόταν στη Γενική Επιθεώρηση Μειονοτικών Σχολείων (Καβάλα), με κοινοποίηση προς το ΥΠΕΞ, τη Διεύθυνση Ξένων και Μειονοτικών Σχολείων του ΥΠΕΠΘ, καθώς και στα Γραφεία Πολιτικών Υποθέσεων (Καβάλα) και Πολιτιστικών Σχέσεων Ροδόπης (Κομοτηνή) – τις υπηρεσίες, δηλαδή, που διαδέχτηκαν επί χούντας το προαναφερθέν αθέατο Συντονιστικό Συμβούλιο, ως φορείς χάραξης κι εφαρμογής της κρατικής μειονοτικής πολιτικής. Το αντικείμενό του τιτλοφορείται: «Συμπεριφορά Πομάκων στις βουλευτικές εκλογές»· θεωρητικά άσχετο με τα καθήκοντα μιας εκπαιδευτικής δομής, απόλυτα όμως σχετικό με τα καθήκοντα στενής επιτήρησης και σωφρονισμού της μειονότητας που είχαν ανατεθεί εκείνα τα χρόνια -με ποικίλη αποτελεσματικότητα- στους κρατικούς (χριστιανούς) δασκάλους. Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:

«Σχετικά με τους σταυρούς προτίμησης των Πομάκων των χωριών της εκπαιδευτικής περιφέρειάς μας στις βουλευτικές εκλογές της 20ής Νοεμβρίου 1977, αναφέρουμε τα εξής:

1. Γενικά μόνον το 1/3 των ψήφων των Πομάκων των ορεινών χωριών της περιφέρειάς μας δόθηκαν σε χριστιανούς υποψήφιους βουλευτές διαφόρων κομμάτων. Η προτίμηση των χριστιανών υποψηφίων ήταν καθολική στα χωριά: Ανω Κάρδαμο, Κάτω Κάρδαμο, Κύμη, ικανοποιητική στα Πομάκικα χωριά: Σαρακηνή, Σμιγάδα και Εσοχή και σχεδόν ανύπαρκτη στα Πομάκικα χωριά: Ανω Βυρσίνη και Μεγάλη Αδα. Στα υπόλοιπα πολύ λίγοι ψηφοφόροι προτίμησαν χριστιανούς υποψήφιους βουλευτές.

2. Διερευνώντας τα αίτια της φιλικής ή εχθρικής τους στάσεως οδηγούμαστε στα κατωτέρω συμπεράσματα:

α) Η αρνητική στάση των Πομάκων έναντι των Χριστιανών υποψηφίων στο χωριό Ανω Βυρσίνη, που ’ναι το μεγαλύτερο και μέχρι τώρα χαρακτηριζότανε ως προπύργιο της Ρωμιοσύνης στο μεταίχμιο αυτών των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων, οφείλεται:

1) Στην άνοδο των Πομάκων που κατοικούν στην Κομοτηνή κι είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους της Κοινότητας Οργάνης, στη γενέτειρά τους Ανω Βυρσίνη, με συνέπεια να μεταλλάξουν μέσα σε δύο νύχτες την καθολική απόφαση των κατοίκων της Ανω Βυρσίνης, να ψηφίσουν αποκλειστικά Χριστιανούς υποψήφιους βουλευτές.
2) Στο έντονο μίσος που τρέφουν πολλοί Πομάκοι της Ανω Βυρσίνης στον συμπατριώτη τους Πρόεδρο της Οργάνης Ναζίφ, που ’ναι αποδεδειγμένος Φιλέλληνας και
3) Στις μη δυναμικές μας αντιδράσεις στις ενέργειες του γιου του μ/νου διδ/λου [μουσουλμάνου διδασκάλου] και ιμάμη Τσολάκ Αμέτ Μεμέτ, που μέσα στο τζαμί του χωριού τις παραμονές των εκλογών φώναζε: “Δεν πρέπει να φέρει το όνομα μωαμεθανός, Πομάκος που στις εκλογές θ’ αποτολμήσει να ψηφίσει Χριστιανό υποψήφιο”.

β) Η καθολική προτίμηση του Μ/νου δικηγόρου μισέλληνα Ιμάμογλου από τους Πομάκους της Μεγάλης Αδας οφείλεται:

1) Στη διανυκτέρευση του υποψηφίου Ιμάμογλου στο χωριό και στην ικανότητά του να πείσει τους Πομάκους ότι έχουν κοινή καταγωγή μ’ όλους τους μ/νους της Θράκης, άρα και τις ίδιες υποχρεώσεις μ’ αυτούς.
2) Στην ανάμιξη του μ/νου διδ/λου στην προεκλογική περίοδο υπέρ του Ιμάμογλου και
3) Στην αδιαφορία και ανικανότητα του Κρατικού μας διδασκάλου.

3. Για να κερδίζουμε το πολιτικό έδαφος που χάσαμε στα ανωτέρω χωριά πρέπει:

α) Ν’ αφαιρέσουμε τις λευκές ταυτότητες των Πομάκων της Ανω Βυρσίνης που διαμένουν στην Κομοτηνή και ψηφίζουν στη γενέτειρά τους, για να μην μπορούν να επικοινωνούν με τους φιλήσυχους και αγαθούς συμπατριώτες τους και να τους διαβρώνουν Εθνικά.
β) Να επιβάλουμε κυρώσεις στους εκπροσώπους της αντεθνικής κινήσεως κι ειδικότερα στους: (1) Τσολάκ Αμέτ Μεμέτ και (2) Ρετζέπ Φαζλή Ναζίφ.
γ) Ν’ αντικαταστήσουμε τους οκνηρούς, αδιάφορους και Εθνικά επιζήμιους Κρατικούς διδ/λους των Πομάκικων χωριών της Μεγάλης Αδας και Σαρακηνής.
δ) Να σταματήσουμε τη χορήγηση ζωοτροφών κ.λπ. στις οικογένειες των Πομάκων που υπήρξαν πρωταγωνιστές στην αντεθνική εκστρατεία, τόσο στην προεκλογική περίοδο όσο και κατά τη διάρκεια του θέρους, όταν το Γενικό Τουρκικό Προξενείο Κομοτηνής κι η Μουφτεία με κάθε τρόπο διαφωτίσεως και εκφοβισμού επιχείρησαν να σταματήσουν την προσέλευση των υποψηφίων σπουδαστών στο Ιεροσπουδαστήριο Κομοτηνής και των αποφοίτων του Ιεροσπουδαστηρίου στην ΕΠΑ Θεσ/νίκης κι απέτυχαν, γιατί και δυναμική αντίδραση από μέρους μας βρήκαν, αλλά και Νόμους νέους ενεργητικούς, για τη μειονότητα που αγκαλιάζει μ’ αγάπη κι εμπιστοσύνη την Ελληνική Διοίκηση».

Η τελευταία αυτή διαβεβαίωση θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον υπηρεσιακό ανέκδοτο, όταν αντιπαραβληθεί με το υπόλοιπο περιεχόμενο του ντοκουμέντου. Οι «λευκές ταυτότητες» που προτείνεται να αφαιρεθούν ήταν λ.χ. τα έγγραφα που επέτρεπαν την είσοδο στην «Επιτηρούμενη Ζώνη» που κάλυπτε από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά το ένα τρίτο του νομού· αφαίρεσή τους σήμαινε πως οι εγκαταστημένοι στην Κομοτηνή Πομάκοι απαγορευόταν πλέον να επισκέπτονται για οποιονδήποτε λόγο τα χωριά τους! Εξίσου εύγλωττες είναι και άλλες αντιφάσεις, όπως τα περί «προπυργίου της Ρωμιοσύνης» που, κατά τα άλλα, μισεί τον «αποδεδειγμένο Φιλέλληνα» (όχι «Ελληνα») κοινοτάρχη.

Η αναφερόμενη προεκλογική «καθολική απόφαση των κατοίκων» του απομονωμένου χωριού για ψήφο σε «αποκλειστικά Χριστιανούς υποψηφίους» δεν είναι πάλι δύσκολο να εικάσουμε πώς ακριβώς πάρθηκε, προτού ανατραπεί από τη ζύμωση του τελευταίου διημέρου εκ μέρους των ντόπιων ψηφοφόρων που ήρθαν από την πόλη.

Φαινόμενα σαν αυτό το τελευταίο παρατηρήθηκαν πάντως σε όλη τη χώρα, κατά τις πρώτες εκείνες «κανονικές» μεταπολιτευτικές εκλογές (που δεν διενεργήθηκαν δηλαδή, όπως το 1974, κάτω από τον φόβο ενδεχόμενης επανόδου των τανκς). Από σχετική εκμυστήρευση του Ανδρέα Παπανδρέου προς τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο, λίγες μέρες μετά τις εκλογές (1.12.1977), γνωρίζουμε λ.χ. πως ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ απέδωσε την εκτίναξη του κόμματός του από το 13,58% στο 25,34% σε αντίστοιχη ζύμωση: «Την τελευταία εβδομάδα η πανεπιστημιακή νεολαία του ΠΑΣΟΚ έφυγε για τα χωριά και εκεί τα παιδιά έπεισαν τους γονείς να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ. Η μετάσταση επήλθε τις τελευταίες 48 ώρες» (Αρχείο Καραμανλή, Φ. 63Β, σ. 97-98).

Αξιοσημείωτη αντίφαση είναι επίσης πως ο «μισέλληνας» μουσουλμάνος βουλευτής στεγάστηκε πολιτικά στην άκρως εθνικόφρονα Εθνική Παράταξη, τον βραχύβιο δηλαδή πολιτικό σχηματισμό των βασιλοχουντικών που απέσπασε το 1977 ένα 6,82% των ψήφων πανελλαδικά, ως έκφραση της δυσφορίας ενός τμήματος της Δεξιάς για τον «υπερβολικό» εκδημοκρατισμό της μεταπολίτευσης. Στον Νομό Ροδόπης, η Ε.Π. ήρθε δεύτερο κόμμα με 27,3% (16.963 ψήφους) - μετά τη Ν.Δ. (35,7%) και πολύ μπροστά από την ΕΔΗΚ (17%), το ΠΑΣΟΚ (16,7%) και το ΚΚΕ (2,5%). Η επιτυχία αυτή οφειλόταν εν μέρει μόνο στη μειονοτική ψήφο, αν κρίνουμε από τους σταυρούς που απέσπασαν οι δύο μουσουλμάνοι του ψηφοδελτίου, Χασάν Ιμάμογλου (8.063) και Χασάν Χατίπογλου (4.852). Μουσουλμάνους υποψηφίους, που απέσπασαν όμως αισθητά λιγότερους σταυρούς, είχαν και τα υπόλοιπα κόμματα.

Αξίζει να επισημανθεί εδώ πως ο Ιμάμογλου υπήρξε ο πρώτος μορφωμένος μειονοτικός βουλευτής στην ιστορία της Θράκης: δικηγόρος, απόφοιτος του ΑΠΘ, γνώριζε καλά τα ελληνικά και τους νόμους· σε αντίθεση με τους ημιμαθείς παραδοσιακούς προεστούς της μειονότητας, η αντιμετώπισή του προκαλούσε ως εκ τούτου ιδιαίτερους πονοκεφάλους στις υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την «εξουδετέρωσίν» της. Τα ίδια ακριβώς κοινωνικά χαρακτηριστικά είχε κι ο δεύτερος μειονοτικός βουλευτής που εξελέγη το 1977 (στον Ν. Ξάνθης), ο Ορχάν Χατζηιμπράμ του ΠΑΣΟΚ· η εκλογή του ακυρώθηκε όμως δικαστικά την επόμενη χρονιά, βάσει επανακαταμέτρησης των σταυρών, υπέρ ενός χριστιανού υποψηφίου.

Σύμφωνα με τη σοβαρότερη μέχρι σήμερα μελέτη της πολιτικής ζωής της μειονότητας, η πολιτική πλατφόρμα του Ιμάμογλου, όπως εκφράστηκε στις δημόσιες δηλώσεις και συνεντεύξεις του στον μειονοτικό Τύπο της εποχής, δεν είχε πάντως καμιά σχέση με τη μεταγενέστερη εθνικιστική ρητορεία των καθαρά μειονοτικών συνδυασμών και κομμάτων: «Σύμφωνα με τον Ιμάμογλου, το μόνο ζήτημα για τη μειονότητα ήταν να αντιμετωπίζεται ως ισότιμοι πολίτες. Το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να παρέχει στους Τούρκους της Δυτικής Θράκης τα ίδια δικαιώματα με τους χριστιανούς πολίτες. Η μόνη επιθυμία των μειονοτικών ήταν να ζήσουν σαν ανθρώπινα όντα (insan gibi yaflamak) […] Ο Ιμάμογλου δεν έδινε έμφαση στον τουρκικό εθνικισμό. Η νομική εκπαίδευσή του ήταν ίσως ένας παράγοντας που συνέβαλε στο να θέτει το πρόβλημα πρωτίστως ως ένα ζήτημα ανθρώπινων δικαιωμάτων» (Vemund Aarbakke, «The Muslim Minority of Greek Thrace», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Bergen 2000, σ. 227). Ταυτότητα όχι και τόσο συμβατή με το κόμμα που τον φιλοξένησε στα ψηφοδέλτιά του, δηλαδή. Τον Μάιο του 1980, ο «μισέλληνας» βουλευτής θα τα σπάσει έτσι με την Εθνική Παράταξη, ψηφίζοντας τον εθνάρχη Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το 1981 θα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να θέσει υποψηφιότητα με τη Ν.Δ.


Ας επιστρέψουμε, όμως, στις εκλογές του 1977. Ενάμιση μήνα μετά την πρώτη αναφορά του, ο επιθεωρητής των μειονοτικών σχολείων επανέρχεται με επόμενη έκθεσή του προς τους ίδιους αποδέκτες (Εν Κομοτηνή 4.2.1978, αρ. Ε.Π. 16, θέμα: «Παροχή πληροφοριών») επαναλαμβάνοντας την εισήγησή του για επιβολή προσωπικών κυρώσεων στους στοχοποιημένους μειονοτικούς, ζητώντας ακόμη και την απέλαση του ενός απ’ αυτούς και διανθίζοντας τους προηγούμενους ισχυρισμούς του με απροσδιόριστης φερεγγυότητας χαφιεδιλίκια, για όσα σημεία και τέρατα αυτός (φέρεται να) έλεγε ιδιωτικά:

«Τη 13-12-77 υποβάλαμε αναφορά με την οποία δίναμε πληροφορίες, σχετικές με τη συμπεριφορά των Πομάκων κατά τις βουλευτικές εκλογές της 20-11-77. Σ’ αυτήν τονίζαμε και τον ρόλο που έπαιξε στο Πομάκικο χωριό Ανω Βυρσίνη ο γιος του παλαιομ/νου διδ/λου και Ιμάμη, στην προτίμηση των ψηφοφόρων Πομάκων του δικηγόρου Ιμάμογλου, ενώ αρχικώς πήραν απόφαση να ψηφίσουν αποκλειστικά Χριστιανούς υποψήφιους Βουλευτές.

Σήμερα αναφέρουμε πως όχι μόνο στο μ/κό τέμενος κάλεσε τους μ/νους κατοίκους να ψηφίσουν αποκλειστικά μ/νους υποψήφιους Βουλευτές, αλλά και σ’ ιδιαίτερες συγκεντρώσεις έλεγε: […] Το αποτέλεσμα της ελεύθερης αυτής αντεθνικής προπαγάνδας υπήρξε η εκλογή του μισέλληνα και χυδαίου δικηγόρου Ιμάμογλου ως βουλευτού του Ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά κι η δίωξη του φιλέλληνα μουχτάρη [= κοινοτάρχη] της Ανω Βυρσίνης από τη θέση του κι η τοποθέτηση καινούριου πιστού οργάνου του ανωτέρω Βουλευτού και του Γ.Τ. Προξενείου Κομοτηνής.

Κατά τη γνώμη μας μία και μόνη λύση υπάρχει: Η απέλαση του γιου του ιμάμη Τσολάκ Αμέτ Μεμέτ κι η επιβολή κυρώσεων στον συνεργάτη του Ρετζέπ Φασλή Ναζίφ (αφαίρεση άδειας οδηγήσεως, λευκής ταυτότητας και στέρηση παροχής ζωοτροφών)».

Ενας μαθητής εθνικά προβληματικός
Ως πρόβλημα δεν εκλαμβανόταν όμως μονάχα η εκλογή μουσουλμάνων υποψηφίων από τους ομόθρησκούς τους ψηφοφόρους της Θράκης, αλλά και η παραμικρή απόκλιση από την απόλυτη υποταγή· όχι επί χούντας, θυμίζουμε, αλλά επί μεταπολιτευτικού Καραμανλή, όταν δηλαδή μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας πρόβαλλε αλλεπάλληλες διεκδικήσεις εκδημοκρατισμού, μετά τον επτάχρονο στρατοκρατικό «γύψο» και δύο δεκαετίες καχεκτικού κοινοβουλευτισμού. Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, από ένα τρίτο έγγραφο του ίδιου επιθεωρητή (Κομοτηνή 17.6.1977, αρ. Ε.Π. 76), με θέμα -κι εδώ- «Παροχή πληροφοριών», ακόμη περισσότερους δε αποδέκτες: εκτός από το ΥΠΕΞ και την αρμόδια Διεύθυνση του ΥΠΕΠΘ, κοινοποιείται επίσης στη Διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων του υπουργείου Βορείου Ελλάδος (καθ’ ύλην αρμόδια για τα μειονοτικά), το υφιστάμενό της Γραφείο Πολιτιστικών Σχέσεων της Νομαρχίας Ροδόπης, το ενδιάμεσο Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων (Καβάλα) αλλά και στη Διοίκηση Χωροφυλακής Ροδόπης, το Τμήμα Ασφαλείας Κομοτηνής και την 4251 Μονάδα της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ, νυν ΕΥΠ).

Μη φανταστείτε πως αφορά κάποιο ζήτημα ύψιστης κρατικής ασφάλειας, στρατιωτικού ιδίως χαρακτήρα: στόχος της εθνικής επαγρύπνησης τούτη τη φορά είναι ένας 17χρονος μαθητής του Ιεροσπουδαστηρίου Κομοτηνής, που βαρύνεται «με βούληση ισχυρή και διανόηση υψηλή» κι είχε την απερισκεψία να εκφραστεί υπερβολικά ελεύθερα σε κάποια έκθεσή του, μετάφραση της οποίας η επιθεώρηση έσπευσε να στείλει σε όλους τους αποδέκτες (δηλαδή, μεταξύ άλλων, στο ΥΠΕΞ, την Ασφάλεια και την ΚΥΠ!) για τα περαιτέρω… Μαζί με τον μαθητή, η μπάλα παίρνει και τον καθηγητή που έβαλε καλό βαθμό στο επίμαχο γραπτό, με βάση διάφορα συνωμοσιολογικά σενάρια καθαρά καφενειακού επιπέδου· με γλώσσα που ξεχειλίζει από εθνικιστικό μίσος, ακόμη και η άκρως φυσιολογική επιθυμία ενός αποφοίτου για διακοπές στο χωριό του αποδίδεται δε σε σχεδιασμό του… τουρκικού προξενείου. Κομβικό ρόλο στην όλη ασφυκτική επιτήρηση μαθητών και μειονοτικών δασκάλων φέρεται να διαδραματίζει ο (ελληνοχριστιανός) υποδιευθυντής του σχολείου, διαπιστώνουμε δε πως αυτή η επιτήρηση (και η συνακόλουθη υπηρεσιακή καταγραφή) φτάνει μέχρι το εσωτερικό της οικογένειας των υπόπτων.


Το πλήρες κείμενο του καταπληκτικού αυτού εγγράφου:

«Ο Μ/νος εκπαιδευτικός Μποσταντζή Ισμαήλ (Μπιζαχτσή) του ιεροσπουδαστηρίου Κομοτηνής, γνωστός για το μισελληνισμό του, στις απολυτήριες εξετάσεις του ιεροσπουδαστηρίου στο μάθημα της Εκθέσεως Ιδεών στην Τουρκική γλώσσα, έβαλε για επεξεργασία στους τελειοφοίτους σπουδαστές το θέμα: “Τελειώνοντας το σχολείο, τι σκέφτομαι να κάμω;”

Κατά τη γνώμη μας, ενήργησε έπειτα από εντολή της Μουφτείας και του Γ.Τ. Προξενείου Κομοτηνής, με σκοπό να επισημάνει τους τελειοφοίτους σπουδαστές, που επιθυμούν να φοιτήσουν στην ΕΠΑ Θεσ/νίκης, ν’ αναφέρει τα ονόματά τους σ’ αυτούς που του ’δωσαν εντολή κι αυτοί με τα όργανά τους να πιέσουν τους γονείς των φιλελλήνων αποφοίτων του Ιεροσπουδαστηρίου και να μεταβάλουν προσανατολισμούς στη μόρφωση και μελλοντική αποκατάσταση των παιδιών τους.

Από τους 17 τελειοφοίτους οι 14 ανέφεραν πως θα σπουδάσουν στην ΕΠΑΘ. Από τους 3 υπόλοιπους ο ένας τόνισε ότι θα σπουδάσει στην Τουρκία, αν βέβαια συμφωνεί κι ο πατέρας του, κι οι άλλοι δύο, που από την εκδρομή τη 10/ήμερη αντιληφθήκαμε τι πιστεύουν και από ποιους πήραν εντολή να δημιουργήσουν ανωμαλίες στην πιστή εκτέλεση του προγράμματός της, ανέφεραν αυτά που περιέχουν οι συνημμένες μεταφράσεις των εκθέσεών τους. Χαρακτηριστικό της εκθέσεως του σπουδαστή Πεχλιβάν Μουσταφά είναι το γεγονός πως αυτός, αδιαφορώντας τελείως για το θέμα της εκθέσεως, απολογείται γιατί δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τα όργανα του Μουφτή την αποχή που προγραμματίστηκε, όταν απολύθηκε ο γαμπρός του Πατσαμάν, αλλά και να κάμει μια υποκειμενική ερμηνεία των ενεργειών μας κατά την εκδρομή π.χ. τους μάλωσα, όχι γιατί έβγαζαν τα κεφάλια και τα χέρια τους έξω από το πούλμαν, αλλά γιατί μιλούσαν και τραγουδούσαν τουρκικά τραγούδια…

Ο καθοδηγητής τους Μποσταντζή Ισμαήλ, που από φόβο τελευταία σκύβει δουλικά τον αυχένα στις εντολές μας, την έκθεση αυτή που έπρεπε να την αξιολογήσει με μονάδα, γιατί το περιεχόμενό της καμιά σχέση δεν έχει με το θέμα, την αποτίμησε με 14 μονάδες, ενώ των υπολοίπων 14 από 5 έως 28 μονάδες!... Μετά τη συγκέντρωση των γραπτών από τον υποδιευθυντή του Ιεροσπουδαστηρίου τρέμει από το φόβο της αποκαλύψεως των ανθελληνικών ενεργειών του, η δε σύζυγός του τον επιπλήττει για την ανόητη επιλογή του θέματος…

Γενέτειρα του τελειοφοίτου Πεχλιβάν Μουσταφά είναι η Ανω Βυρσίνη. Από το χωριό αυτό κατάγεται και ο πιστός μας φίλος, Πρόεδρος Ναζίφ. Με τη βοήθεια του Ναζίφ πείσαμε τους γονείς των τελειοφοίτων σπουδαστών να συνεχίσουν τις σπουδές τους τα παιδιά τους στην ΕΠΑ Θεσ/νίκης. Το γεγονός αυτό το γνωρίζουν απόλυτα το Γ.Τ. προξενείο και η Μουφτεία. Αποφάσισαν, λοιπόν, τις θερινές διακοπές να στείλουν τον Πεχλιβάν Μουσταφά στο χωριό Ανω Βυρσίνη, για να μεταπείσει τους συσπουδαστές του που πρόκειται να φοιτήσουν στην ΕΠΑΘ και να μεταβούν στην Τουρκία. Πρέπει δε ν’ αναφέρω πως η οικογένεια του Πεχλιβάν Μουσταφά κι ο ίδιος κατοικούν στην Κομοτηνή. Πώς τώρα του γεννήθηκε η επιθυμία να επισκεφτεί τη γενέτειρά του, που εδώ και πολλά χρόνια τελείως λησμόνησε;

Παρακαλώ θερμά τις στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές, στις οποίες κοινοποιείται η αναφορά μου, να μην του επιτρέψουν τη μετάβαση στις επιτηρούμενες και απηγορευμένες ζώνες του Νομού μας, γιατί σ’ αντίθετη περίπτωση η υπόθεση της ΕΠΑΘ θα ζημιωθή αφάνταστα, μια κι ο Πεχλιβάν Μουσταφά είναι προικισμένος με βούληση ισχυρή και διανόηση υψηλή».

Η Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ) ήταν ένα ειδικό ίδρυμα που φτιάχτηκε επί χούντας και καταργήθηκε το 2011, με σκοπό την εθνικόφρονα διαμόρφωση μιας νέας γενιάς μειονοτικών δασκάλων· εθνικοφροσύνη που αποτυπώθηκε ευκρινώς και στο σχετικό αναλυτικό πρόγραμμα (ΒΔ 725/1969). Σύμφωνα με αφηγήσεις αποφοίτων της, που συνέχισαν αργότερα σε κανονικά ΑΕΙ, οι συνθήκες των σπουδών εκεί θύμιζαν περισσότερο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων παρά εκπαιδευτικό ίδρυμα. Υπενθυμίζεται, τέλος, πως ο μουφτής («όργανα» του οποίου θεωρούνται οι μαθητές που σχεδίασαν αποχή σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόλυση ενός καθηγητή τους) διοριζόταν -και διορίζεται ακόμη- από την ελληνική κυβέρνηση.

Θέλει να πολιτευτεί, απολύστε τον!
Θα μπορούσε ενδεχομένως να υποτεθεί πως όλα τα παραπάνω δεν αντανακλούσαν την πολιτική του επίσημου κράτους, αλλά την ιδιόμορφη εθνικοφροσύνη ενός μεμονωμένου στελέχους του. Ταυτόσημες ωστόσο εκτιμήσεις και εισηγήσεις, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη προληπτικής καταστολής όσων φερέλπιδων πολιτικών εκπροσώπων της μειονότητας ξεχωρίζουν για τον δυναμισμό και την αποφασιστικότητά τους, υποβάλλει την ίδια πάνω-κάτω εποχή και ο συνάδελφός του, επιθεωρητής μειονοτικής εκπαίδευσης στον γειτονικό νομό Ξάνθης, Δημήτριος Παπαδημητρίου, αποκαλύπτοντας την ύπαρξη ενός ενιαίου modus operandi.

Σε έκθεσή του προς τον γενικό επιθεωρητή Μειονοτικών Σχολείων Δυτ. Θράκης (Καβάλα) και τον νομάρχη Ξάνθης (Εν Ξάνθη, 6.11.1976, Ε.Π. 20), ο τελευταίος εισηγείται λ.χ. «όπως ο διδ/λος του Ιεροσπουδαστηρίου Εχίνου Αγκά Μεχμέτ Μουσταφά αποπεμφθή εκ της υπηρεσίας και εν συνεχεία στερηθή της αδείας εισόδου εις την επιτηρουμένην ζώνην, εντός της οποίας ευρίσκονται άπαντα σχεδόν τα πομακικά χωρία του Νομού Ξάνθης, καθότι ούτος, εν τη επιθυμία του όπως πολιτευθή και εις το μέλλον, ως έπραξεν τούτο κατά τας τελευταίας βουλευτικάς εκλογάς, θέσας υποψηφιότητα βουλευτού εις τον συνδυασμόν του Κέντρου, καθώς και εν τη επιδιώξει του όπως καταλάβη την εν τω Νομώ Ξάνθης θέσιν του Μουφτή επί τη προόψει της παραιτήσεως του γέροντος πατρός του εκ του αξιώματος τούτου, οπωσδήποτε προς επίτευξιν του ενός εκ των δύο ανωτέρω στόχων του θα επαυξήση την δραστηριότητά του, διά να εξασφαλίση εν προκειμένω την υποστήριξιν του Τουρκικού προξενείου Κομοτηνής».

Ο γιος του (διορισμένου από την ελληνική πολιτεία) μουφτή Ξάνθης έχει, λοιπόν, πολιτικές φιλοδοξίες: είτε να διαδεχτεί τον πατέρα του είτε να εκλεγεί βουλευτής. Στις εκλογές του 1974 έβαλε μάλιστα ανεπιτυχώς υποψηφιότητα με την Ε.Κ.-Ν.Δ. του Γεωργίου Μαύρου, που βγήκε αξιωματική αντιπολίτευση· από τη διατριβή του καθηγητή Βέμουντ Ορμπακε πληροφορούμαστε ότι πήρε 2.998 σταυρούς, σε σύνολο 15.558 που απέσπασαν οι τέσσερις μειονοτικοί υποψήφιοι (της Ν.Δ., της ΕΔΕ, της Ε.Κ.-Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ), κανείς από τους οποίους δεν εξελέγη (Aarbakke, όπ.π., σ. 222). Η εντελώς θεμιτή αυτή φιλοδοξία εκλαμβάνεται όμως αυτόχρημα σαν πρόβλημα από τον επιθεωρητή, με μοναδικό επιχείρημα ότι προϋπόθεση για μια τέτοια επιτυχία (ακόμη και για τον διορισμό μουφτή από την ελληνική κυβέρνηση!) αποτελεί η εύνοια του τουρκικού προξενείου. Το αληθινό «πρόβλημα» υπονοείται, βέβαια, ανάμεσα από τις γραμμές: είναι η εικαζόμενη «επαύξησις της δραστηριότητός» του στους κόλπους της μειονότητας, ως μέσο πίεσης τόσο προς το προξενείο όσο και (λογικά) προς την ελληνική διοίκηση, που διορίζει τον μουφτή· φυσικά, αυτό το τελευταίο αποφεύγεται να λεχθεί ρητά.


Οπως και στην αρχαία Σπάρτη, τα κεφάλια των ειλώτων που ξεχωρίζουν καλό είναι να κόβονται προληπτικά - δίχως αιματοχυσία τούτη τη φορά, με μια απλή απόλυση κι απαγόρευση εισόδου στα πομακοχώρια της Επιτηρούμενης Ζώνης. Σε αντίθεση όμως με τον Ιμάμογλου, που εγκατέλειψε τελικά την πολιτική για ν’ αφοσιωθεί στη δικηγορία, ο Μεχμέτ Αγκά θα εξελισσόταν μια δεκαετία αργότερα σε μαχητικό στέλεχος του τουρκικού εθνικισμού στους κόλπους της μειονότητας. Αυτοεκπληρούμενη προφητεία;

Οταν, λοιπόν, η Ντόρα Μπακογιάννη προειδοποιούσε τους μουσουλμάνους ακροατές της στη Βυρσίνη ότι «τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα» πλέον γι’ αυτούς, οι τελευταίοι είχαν ήδη πικράν πείραν τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο. Το γεγονός πως η μειονότητα απέρριψε αποφασιστικά αυτά τα τελεσίγραφα, αυξάνοντας μάλιστα το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στη Ροδόπη ενώ αυτό υποχωρούσε παντού αλλού, μπορεί φυσικά να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Σίγουρα, όμως, κατέδειξε πως απέχουμε έτη φωτός πια από τις συνθήκες της πρώτης εκείνης εκλογικής «ανταρσίας» του 1977.

Τάσος Κωστόπουλος

Efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(3)