Γράφει ο Τρύφων Ούρδας
- Δεν πάει πολύς
καιρός, που στα χέρια μου έπεσε μια δεκάρα. Μια τρύπια δεκάρα, κοπής παρακαλώ
του 1950. Από την εν γένει κατάσταση της, φαίνονταν αρκετά ταλαιπωρημένη. Είχε
σχεδόν μαυρίσει από την πολυκαιρία και με δυσκολία διέκρινες επάνω τα «10»
λεπτά που έγραφε. Επιπλέον, ήταν τόσο πολύ χτυπημένη που φαίνονταν και στραβή.
Δεν ξέρω αισθάνθηκα κάπως περίεργα. Από τη μια μεριά ήθελα
να γελάσω, επειδή σήμερα μόνο ειρωνικά μιλάμε για τη δεκάρα στις συζητήσεις
μας, από την άλλη όμως, κάτι με έκανε να σοβαρευτώ μέχρι και να μελαγχολήσω,
σκεπτόμενος την «όποια» αξία είχε στα «νιάτα της» και τα χέρια που άλλαξε στις
συναλλαγές. Και μη μου πείτε ότι παλιά δεν είχε την αξία της γιατί θα σας πω,
τότε για ποιο λόγο την έκανε το Κράτος. Εξ άλλου κάποιοι, μεγαλύτεροι από μένα
λένε ότι αυτή, στη δεκαετία του ’50 και αργότερα, είχε αρκετή κυκλοφορία στα
μπακάλικα και στα «παζάρια» των λαϊκών αγορών, κυρίως από ανθρώπους που δεν
ήταν αρκετά πλούσιοι. Με λίγα λόγια για να δείτε την αξία της, σας γνωρίζω ότι
όταν εγώ ήμουν μικρός, με πέντε δεκάρες αγόραζες ένα αυγό, λίγη ζάχαρη σε
«χωνί» από εφημερίδα, κάποια δράμια λάδι, ή φωτιστικό πετρέλαιο και πρώτιστα
εμείς οι μικροί αγοράζαμε πέντε ολόκληρες καραμέλες! Δηλαδή όπως και να το κάνουμε η δεκάρα είχε
την αξία της …
Αυτό λοιπόν το καταφρονεμένο νόμισμα εγώ μέσα μου, το έχω
συνδέσει «κατ’ εξοχήν» με το Δεκέμβρη των παιδικών μου χρόνων. Τον μήνα που όσο
κρύος και αν ήταν, τόσο ζεστός έρχεται σήμερα στη μνήμη μου. Μου θυμίζει τα
πανέμορφα Χριστούγεννα που γιορτάζαμε στο χωριό με … δεκάρες, τις οποίες είχαμε
εμείς τα παιδιά στις τσέπες μας. Και εξηγούμαι γιατί :
Δεκάρες μας έδιναν κάποιες οικογένειες, όταν λέγαμε τις
πρωινές ώρες τα κάλαντα. Και θα μπορούσα να πω, ότι αυτό σαν παιδιά, μας
ικανοποιούσε περισσότερο από το να μας έδιναν πορτοκάλια, μανταρίνια και
καρύδια, τα οποία μερικές φορές αφήναμε πάλι μπροστά στην πόρτα τους. Βέβαια με
την πράξη μας αυτή, δεν θέλαμε να τους προσβάλλουμε, τη στιγμή που οι άνθρωποι,
και είμαι σίγουρος γι’ αυτό, ότι μας έδιναν το έδιναν με την καρδιά τους. Όμως,
ήταν διαφορετικά τα χρήματα. Δεν είχε σημασία πόσα. Ευπρόσδεκτες και οι
«δεκάρες» που λέμε παραπάνω και τα «πενήντα λεπτά» για όσους ακόμα τα
θυμούνται. Μάλιστα, αν αυτές οι τρύπιες δεκάρες, για τις οποίες τώρα κάνουμε
λόγο και αργότερα οι τρύπιες εικοσάρες που ακολούθησαν, ήταν τελευταίας κοπής
και δεν είχανε ακόμα προλάβει να παλιώσουν και να υποστούν φθορές, τις
χαιρόμασταν ακόμα περισσότερο. Καθαρές όπως ήταν και γυάλιζαν στο φως του
ήλιου, έμοιαζαν με ασήμι εξαιρετικής ποιότητας. Και για να μην μας πέφτουνε από
τις τσέπες και τις χάνουμε, μια και το παντελόνι πολλές φορές, είχε και αυτό
τρύπιες τις τσέπες του, τις περνούσαμε σε μια κλωστή και τις κάναμε «αρμάθα»,
θεωρώντας ότι είμαστε πλούσιοι και μάλιστα με αποδεικτικά στοιχεία την αρμάθα
που κρέμονταν στη ζώνη. Κυκλοφορώντας με αυτή, ο παππούς μου κάθε φορά που με
έβλεπε «εκατομμυριούχο» να μετράω τις δεκάρες μου, γελούσε και μου έλεγε, αν
μπορούσα να του δανείσω μερικές για να πάει στο παζάρι της Αριδαίας και να
αγοράσει «σώβρακα» ! Ακόμα πολύ μικρός,
ο ίδιος με έπιανε από το χέρι και μου έλεγε
ένα τραγούδι για τις «πεντάρες» (όχι δεκάρες) που το έμαθε στο στρατό
και το τραγουδούσαν οι στρατιώτες στις μάχες της Μ. Ασίας το ’22, όταν μέσα
στην απελπισία τους για όσα τραγικά συνέβαιναν, έπρεπε με κάποιο τρόπο να
διασκεδάσουν την κατάσταση και να ανεβάσουν το ηθικό τους. Έλεγε λοιπόν αυτό το
τραγούδι μεταξύ των άλλων : « οχτώ μάναμ’ οχτώ παίρνουμε και μισθό, μια πεντάρα
την ημέρα μη σας νοιάζει παραπέρα…» Και
αυτό το ποσό, όσο αστείο και αν ακούγεται, είμαι σίγουρος, ότι θα ήταν ευτυχισμένοι αν το έπαιρναν.
Είναι αλήθεια όμως, ότι ούτε μια πεντάρα έπαιρναν γιατί και αυτή, στην γενική
κακή κατάσταση που επικρατούσε θα μπορούσε να είχε την αξία της…
Ένας άλλος λόγος,
χάρη στον οποίο έχω συνδυάσει τον Δεκέμβριο με τις δεκάρες, είναι γιατί
αυτόν τον μήνα, με τα νομίσματα αυτά, έδινε και έπαιρνε ο «τζόγος». Ναι και μην
εκπλήσσεσθε καθόλου. Μπορεί στην εποχή μου να μην υπήρχαν τα φρουτάκια, το
στοίχημα και όλα τα άλλα που ποντάρουν οι νέοι σήμερα, όμως το «κουμάρι»
υπήρχε, βέβαια σε άλλη μορφή. Θα αναφέρω μια από αυτές, που ήταν και η ποιο
συνηθισμένη το «στρίψιμο» όπως το λέγαμε. Κάποιος δηλαδή που έκανε την «μάνα»,
έστριβε ένα κερμάτινο νόμισμα, πετώντας το ψηλά, το οποίο όταν έπεφτε στο έδαφος,
καθόριζε ποίοι κέρδιζαν και ποίοι έχαναν. Έτσι λοιπόν στην «κορώνα» κέρδιζε
πάντα η μάνα ενώ στα «γράμματα» οι υπόλοιποι που πόνταραν. Φυσικά για να μην
παρεξηγηθώ αυτός ο τζόγος δεν γινόταν όλο τον χρόνο αλλά αποκλειστικά στην
περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, μόνο και μόνο για την τήρηση
του εθίμου. Και σ’ αυτό, όπως ήταν φυσικό, βοηθούσαν και τα κάλαντα που ήταν η
πηγή χρημάτων για κάθε πιτσιρικά και τα οποία τον έκαναν πλούσιο από
οικονομικής άποψης, χωρίς να χρειάζεται για τον « τζόγο » την βοήθεια των
γονέων του την οποία βέβαια είναι σίγουρο ότι αν την ζητούσε, δεν θα την
έδιναν.
Γι’ αυτό λοιπόν την εποχή αυτή οι δεκάρες και στην καλύτερη
περίπτωση τα πεντάλεπτα είχαν την «τιμητική» τους στα χέρια μας. Έβλεπες
παρέες- παρέες να «παίζουμε» στρίβοντας κέρματα με την αγωνία ζωγραφισμένη στα
πρόσωπα μας, σχετική πάντα με το τι θα δείξει το κέρμα πέφτοντας. Χαρά όταν
κερδίζαμε, λες και τι κερδίζαμε, λύπη όταν χάναμε, λες και χάναμε την περιουσία
μας.
Δεν θα ξεχάσω την ανακούφιση που ένιωθαν αυτοί που έβαζαν
την δεκάρα στο παιχνίδι, όταν το κέρμα πέφτοντας στη γη έδειχνε γράμματα και
κέρδιζαν. Με μια φωνή όλοι επαναλάμβαναν τη λέξη «γράμματα- γράμματα» και
έτρεχαν στον κύκλο να πάρουν στο διπλάσιο τα χρήματα που πόνταραν. Αλλά όμως
και την ψυχρολουσία τους, όταν το κέρμα έδειχνε « κορώνα» και τα χρήματα τους
έκαναν φτερά, αφού τα κέρδιζε η μάνα.
Ωστόσο, δεν ήταν λίγες οι φορές που σ’ αυτό το στρίψιμο,
γίνονταν και κάποιες πονηριές και απάτες. Και αυτό βέβαια από κάποιους
μεγαλύτερους στην ηλικία, που δεν φοβόταν το «ξυλοφόρτωμα» σε περίπτωση που θα
γίνονταν αντιληπτοί. Έτσι μια χρονιά θυμάμαι κάποιον, που με «δόλιο» τρόπο
μάζεψε όλες τις οικονομίες μας από τα κάλαντα, μη αφήνοντας στην κυριολεξία
«τσακιστή» δεκάρα στη τσέπη μας, επειδή κάνοντας την μάνα, το κέρμα που
έστριβε, έδειχνε πάντα «κορώνα», λες και δεν είχε άλλη όψη. Υπήρξε μεγάλος
προβληματισμός για το τι τέλος πάντων συνέβαινε και ο κύριος είχε τύχη
«φουρτούνα» Τι είχε κάνει λοιπόν αυτός ! Πήρε δύο πενηντάλεπτα και τα κόλλησε
με λάσπη, καλύπτοντας την πλευρά με τα γράμματα. Επί πλέον έκανε και κάτι άλλο
που κανένας από εμάς δεν θα μπορούσε να το σκεφθεί. Για να μην ξεκολλήσουν τα
κέρματα πέφτοντας, τα έστριβε σε έδαφος λασπερό, οπότε αυτά δεν αναπηδούσαν για
να ξεχωρίσουν αλλά βούλιαζαν με την μια στην λάσπη. Έτσι λοιπόν τα δυο
πενηντάλεπτα έγιναν ένα, δείχνοντας όπως και να έπεφταν «κορώνα». Την απάτη
αυτή, όπως ήταν φυσικό, με εκείνο το μυαλό που διαθέταμε τότε, ήταν αδύνατο να
την καταλάβουμε και το μόνο που κάναμε, ήταν να κλαίμε τις χαμένες δεκάρες μας
που έβγαιναν κάθε τόσο από την αρμάθα μας. Και αυτό αν θα κρατούσε περισσότερο,
υπήρχε κίνδυνος να πηγαίναμε στο σπίτι, μόνο με την κλωστή που ήταν περασμένες
οι δεκάρες. Όμως …. ο θεός, αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη.
Κάποια φορά, ενώ έστριβε παραπάτησε και έπεσε, με αποτέλεσμα τα δύο κέρματα,
που φαίνονταν όπως είπαμε σαν ένα, να πέσουν σε στέρεο έδαφος και να χωρίσουν.
Το τι επικράτησε μετά από αυτό, καλύτερα να μη σας το πω. Πάντως ο ίδιος
θυμάται ακόμα αυτό το περιστατικό στο χωριό.
Απόψε που γράφω, έχω στα χέρια μου αυτή την δεκάρα την οποία
αναφέρω στην αρχή της διήγησης. Βλέποντας την, νομίζω ότι όλα όσα έγραψα, μου
τα υπαγόρευσε η ίδια. Έτσι … από ένα παράπονο που την ξέχασε ο κόσμος και για
να υψώσει το παλιό «οικονομικό της ανάστημα» σε όσους μιλάνε ειρωνικά γι’ αυτή.
Επιπλέον, για να θυμίσει μια πτυχή της ιστορίας της, στο χωριό μας την Δωροθέα.
Εσείς βέβαια θα συνεχίσετε πάλι να την ειρωνεύεστε, λέγοντας μου ότι ασχολούμαι
με «φθηνά πράγματα». Τι να σας πω. Ίσως …
11/12/2012
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου