«Αν ανοίξει αυτό το πράγμα, που είναι πάρα πολύ δύσκολο, αυτά τα πράγματα που έχουν συμβεί στον καλλιτεχνικό χώρο, θα ωχριούν μπροστά τους», εκτιμά ο Δημήτρης Μητσοτάκης για το χώρο της πολιτικής. Είχαμε τη χαρά να φιλοξενήσουμε το σημαντικό τραγουδοποιό στο 2ο Επεισόδιο του PODήλατου στο 2020mag.gr, όπου μας μίλησε για όλα.
Το πάλαι ποτέ μέλος των ιστορικών Ενδελέχεια και νυν αυτόνομος και κοινωνικά ευαίσθητος τραγουδοποιός δεν μασάει ποτέ τα λόγια του. Πριν από τρία χρόνια, ήταν από τους πρώτους που έδωσαν το παρών στην εκκίνηση της σελίδας του Ποδήλατου στα social media. Αυτή τη φορά, υποδεχτήκαμε τον Δημήτρη Μητσοτάκη στο PODήλατο στο 20/20.
Αφορμή για τη συνομιλία μας είναι το νέο τραγούδι σου με
τίτλο «Η λίστα (Όλα αυτά που δεν γουστάρω)». Μίλησέ μας γι’ αυτό το
κομμάτι.
«Το κομμάτι αυτό είναι της τελευταίας “φουρνιάς”,
γραμμένο σε μουσική και στίχους δικούς μου. Σκέφτηκα να το πω μαζί με
τον Σπύρο Γραμμένο, έτσι το φαντάστηκα από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε.
Μόλις τελείωσα τη συνθετική του φάση, το έστειλα κατευθείαν στον Σπύρο
και του λέω “νομίζω ότι αυτό το κομμάτι πρέπει να το πούμε μαζί”. Του
Σπύρου του άρεσε, μου είπε “με μεγάλη χαρά να συνεργαστούμε” κι έτσι
έγινε».
Παρών και στα social media
Όλο αυτό τον καιρό, μέσα στην καραντίνα και λίγο πριν, μας έχεις συνηθίσει να κάνεις μουσικές παρεμβάσεις και στα social media. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά το «Κούλη, θ’ αλλάξω επίθετο», που έκανες και «παιχνίδι» με το επώνυμό σου.
«Στην
ουσία, εμείς οι παλαιότεροι μαθαίνουμε από τους νεότερους σχετικά με τα
social media. Όταν ανέβασα το “Κούλη, θ’ αλλάξω επίθετο”, το ανέβασα
εντελώς πρόχειρα από το δωμάτιό μου, με μία κιθάρα, μάλιστα ήταν και
προεκλογική περίοδος κι είχε και πολλή ζέστη, θυμάμαι. Λίγο πριν το
κοινοποιήσω, σκέφτηκα “να το βάλω τώρα δημόσια, να το βάλω για τους
φίλους, και ποιος θα το δει;”. Τελικά είπα να το βάλω δημόσια. Πατάω
λοιπόν τη δημοσίευση κι αρχίζει και γίνεται ένας “πόλεμος”
κοινοποιήσεων, σχολίων κ.λπ. Πρώτη φορά βρέθηκα αντιμέτωπος με κάτι τόσο
καταιγιστικό και τόσο γρήγορο, από άποψη χρόνου δημοσιοποίησης».
Έχει πολλή δύναμη αυτό το Μέσο, είναι πιο άμεσο και πιο «δημοκρατικό»;
«Έχει,
αλλά όχι για κάθε μορφή τέχνης ή τραγουδιού. Έχει, όταν αυτό που θα
βάλεις μπορεί να γίνει viral, που λένε, να αρέσει δηλαδή στους φίλους
σου ή στους ακόλουθούς σου, ή αν είναι μια εικόνα. Δεν έχει τα ίδια
αντανακλαστικά όταν ένα κομμάτι είναι άλλου τύπου, πιο καλλιτεχνικό. Ή
όταν είναι ένα κείμενο, που θέλει σκέψη, θέλει να αφιερώσεις χρόνο για
να το διαβάσεις. Έχει αυτή τη δύναμη, την αμεσότητα, για κάποια
πράγματα. Όχι για όλα τα πράγματα στην τέχνη».
Σε σένα
διακρίνω έναν αυθορμητισμό σε αυτό που κάνεις έτσι κι αλλιώς, αλλά και
μία παραίτηση από την ανάγκη χρήσης πολλών μέσων. Η αμεσότητα και η
απλότητα είναι κάτι που μπορείς να υποστηρίξεις και με το στίχο σου και
με τη μουσική σου;
«Δεν ξέρω, είναι κάτι που τώρα το
μαθαίνω. Προέκυψε πολύ έντονα το τελευταίο διάστημα λόγω του εγκλεισμού,
που εμείς έχουμε δεινοπαθήσει. Μας έχει κοπεί ένα μεγάλο μέρος της ζωής
μας και της δημιουργικότητάς μας, εννοώ ότι δεν μπορούμε να παίξουμε.
Να μοιραστούμε τα τραγούδια μας με τον κόσμο. Αυτό το πράγμα για πολλούς
συναδέλφους αλλά και για μένα είναι όχι απλά οδυνηρό, αλλά
αχαρακτήριστο. Ένας τρόπος να μετριαστεί αυτός ο πόνος είναι μέσω αυτών
των πρόχειρων posts, που γίνονται άμεσα. Το γράφεις με την κιθάρα και το
ανεβάζεις».
«Να μην εφησυχάζουμε»
Σε
ένα στίχο σου στη «Λίστα» αναφέρεις: «Όλα αυτά που δεν γουστάρω τα ’χω
γράψει σε μια λίστα/κι είναι πρώτο μες στη λίστα η σαπίλα του φασίστα».
Μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και τη φυλάκισή τους, αισθάνεσαι πως
έχουμε λιγότερο φασισμό γύρω μας;
«Η απόφαση αυτή που βγήκε
ήταν πάρα πολύ σημαντική διότι επίσημα καταδικάστηκε αυτή η τακτική του
φασισμού. Από την άλλη νομίζω ότι, όπως έλεγε και ο Μπρεχτ, “η σκύλα
που γέννησε το φασισμό κοιλοπονάει πάλι” και να μην εφησυχάζουμε. Όχι
μόνο εδώ, αλλά και στην Ευρώπη και στην Αμερική και παντού, μαθαίνουμε
για επεισόδια ρατσιστικής βίας. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι το φασισμό τον
γεννάει κυρίως η φτώχεια και η δυστυχία. Όταν οι άνθρωποι ξεριζώνονται
από τα σπίτια τους και ψάχνουν να βρουν άλλους τρόπους να επιβιώσουν,
αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση πληθυσμών. Εκεί όπου μετακινείται ο
πρόσφυγας, εκεί βρίσκει έδαφος ο ρατσισμός και φουντώνει».
Ίσως η συγκεκριμένη έκφραση του φασισμού να αντιμετωπίστηκε.
Ωστόσο, εσύ πώς νιώθεις μέσα σ’ αυτή την κοινωνία που ζούμε; Αισθάνεσαι
κομμάτι αυτής της κοινωνίας ή να βρίσκεσαι λίγο πιο «δίπλα»;
«Εξαρτάται
με ποιους βρίσκομαι κάθε φορά. Έχω την τύχη και τη χαρά να έχω γύρω μου
έναν κύκλο ανθρώπων που μπορώ να συζητήσω, μπορώ να συνεννοηθώ, να
συναισθανθώ πράγματα. Αυτός είναι ο μικόκοσμός μου, εκεί μέσα νιώθω
όμορφα και δεν νιώθω μόνος. Από την άλλη μεριά, όταν βρεθώ λίγο παραέξω,
σε καταστάσεις καθημερινής τρέλας, κάτι που συμβαίνει κυρίως στις
μεγαλουπόλεις, ώρες ώρες νιώθω σαν εξωγήινος. “An Englishman in New
York”, που λέει και το τραγούδι. Αλλά αυτό συμβαίνει και στις μικρότερες
πόλεις και κοινωνίες, εκεί είναι πολύ δύσκολο να απομονωθείς και να
διαλέξεις τον περίγυρο όπου θα νιώθεις περισσότερη ασφάλεια».
«Παράλογες αποφάσεις»
Πώς
πιστεύεις ότι αυτή η υγειονομική κρίση θα επηρεάσει τον κόσμο; Τι
πιστεύεις ότι θα έχει αλλάξει όταν τελειώσει όλο αυτό και περάσουμε στην
επόμενη μέρα; Ανησυχείς για κάτι;
«Ανησυχώ ότι δεν θα
είναι εύκολη η μετάβαση στην κανονικότητα, που λέμε. Για το αν θα
ξαναβρούμε τη ζωή που αφήσαμε. Αν η πανδημία θα λειτουργήσει σαν άλλοθι
για ένα σωρό αλλαγές στη ζωή μας, κυρίως στα οικονομικά και τα
εργασιακά, κάτι που ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει. Θα χρειαστεί αγώνας
από όλους μας για να επανέλθουν κάποια πράγματα, θα είναι μια δύσκολη
περίοδος. Αλλά εκτός απ’ όλα αυτά, που είναι προφανή, ανησυχώ και για
τις σχέσεις μας, για το αν θα επανέλθουν εκεί που ήταν. Οι φιλικές
σχέσεις, οι ερωτικές σχέσεις. Και ανησυχώ πολύ και για τους νέους
ανθρώπους, οι οποίοι χάνουν χρόνια πολύτιμα από τη ζωή τους, που δεν
ξαναγυρίζουν. Έγώ έχω δύο κόρες που είναι στο πανεπιστήμιο. Η μικρότερη
είχε την ατυχία να μπει φέτος και δεν έχει δει ούτε τη σχολή της ούτε
τους συμφοιτητές της. Έχει δει μόνο μια οθόνη. Όλα αυτά δεν είναι
καθόλου ωραία και είναι πολύ δυστοπικά».
Και σίγουρα όλα αυτά απειλούν και την ψυχική μας υγεία, σε ένα μεγάλο βαθμό.
«Αυτό είναι πολύ σημαντικό και η κυβέρνηση, οι ιθύνοντες που παίρνουν τις αποφάσεις, δείχνει να το έχουν σε δεύτερη μοίρα. Δεν ξέρω κατά πόσον, όταν παίρνεται μια σοβαρή απόφαση, λαμβάνεται υπόψη η ψυχική υγεία του κόσμου».
Πώς αισθάνεσαι ως πολίτης αυτής της χώρας μέσα στην πανδημία;
«Όταν
παίρνονται τόσο σκληρές αποφάσεις, οι οποίες στο πλαίσιο μιας πανδημίας
θεωρούνται αναγκαίες, το πρώτο πράγμα που οφείλει να κάνει μια πολιτεία
είναι να κερδίσει την εμπιστοσύνη του πολίτη. Αυτό για να το κάνεις
πρέπει, πρώτον, να εξηγήσεις για ποιον λόγο παίρνεις τα μέτρα που
παίρνεις, πράγμα που δεν έχει συμβεί ποτέ, με αποτέλεσμα μια μερίδα του
κόσμου να θεωρεί ότι παίρνονται αποφάσεις παράλογες. Δεύτερον, για να
κερδίσεις την εμπιστοσύνη του κόσμου πρέπει εσύ ο ίδιος να τηρείς τα
μέτρα που εξαγγέλλεις. Είναι δυνατόν εγώ να απαγορεύω από σένα κάτι και
να το κάνω εγώ; Και να θέλω να με παίρνεις σοβαρά υπόψη σου; Κάποια πολύ
σοβαρά ζητήματα δεν τα έχουν διαχειριστεί σωστά, με αποτέλεσμα πολύς
κόσμος -και εγώ ο ίδιος δεν σου κρύβω- να θεωρεί ότι οι αποφάσεις που
παίρνονται είναι παράλογες. Δεν έχω καταλάβει ποτέ για ποιον λόγο
έκλεισαν τα περίπτερα, όταν τα έκλεισαν. Ή για ποιον λόγο στο ταξί
έμπαινε ένας επιβάτης. Εμένα μου έτυχε μια φοβερή ιστορία. Πήρα να πάρω
τη γυναίκα μου από τον Σταθμό Λαρίσης, η οποία είχε πάει για μια
οικογενειακή υπόθεση εκτός Αθήνας, και την έβαλα σ’ ένα ταξί με τις
βαλίτσες κι εγώ γύρισα με ένα κατάμεστο λεωφορείο. Αυτό το μέτρο ποιος
σοφός το πρότεινε και εφαρμόστηκε και με ποια λογική;».
Το αφήγημα πάντως από τα διάφορα Μέσα είναι ο Έλληνας είναι
απείθαρχος, ότι οι νέοι φταίνε. Εκεί πέφτει η ευθύνη, δεν υπάρχει η
λογική της αυτοκριτικής στην εξουσία.
«Μα αυτό είναι το
εύκολο. Εγώ δεν πιστεύω ούτε ότι είναι απείθαρχος ο Έλληνας ούτε ότι
φταίνε ο νέοι κι αυτό έχει αποδειχτεί από τα ευρωπαϊκά νούμερα. Αν
είμαστε εδώ απείθαρχοι, που είμαστε με το κεφάλι κάτω σε ό,τι εξαγγείλει
η κυβέρνηση, τότε τι να πούμε για την Ολλανδία ή την Αγγλία;».
Ο Τρομονόμος στην τέχνη
Θέλω
να μου μιλήσεις για το νέο Τρομονόμο, γιατί σε αφορά τόσο άμεσα, με τον
τρόπο που γράφεις, που σκέφτομαι να σε ρωτήσω τι τσιγάρα καπνίζεις για
να σου φέρνουμε στη φυλακή, έτσι όπως πάνε τα πράγματα...
«Ευτυχώς
το έχω κόψει εδώ και 15 χρόνια! (γέλια) Κάνουμε λίγο χιούμορ, αλλά δεν
είναι καθόλου αστείο το θέμα. Είναι πολύ επικίνδυνο και μάλιστα αυτό που
πάει να συμβεί τώρα, δηλαδή να θεωρείται ο πάροχος υπεύθυνος για τι τι
θα κρατήσει και τι θα κατεβάσει, ειδικά σε μια εποχή που όλη η τέχνη
έχει περάσει σε παρόχους τύπου Spotify. Για πες μου τώρα εσύ, θα κρίνει
το έργο το δικό μου ο επιστάτης που είναι στο YouTube ή στο Spotify; Και
όλο αυτό μετά θα οδηγήσει σε μια ανεξάρτητη τέχνη; Και σε μια ελευθερία
έκφρασης;».
Πιστεύεις ότι αυτό εντάσσεται στο
γενικότερο πλαίσιο της στέρησης ατομικών ελευθεριών, που παρατηρούμε να
εντείνεται μέσα στην πανδημία, ή είναι στοχευμένο στην τέχνη; Και αν
φοβούνται σήμερα την τέχνη, μήπως έχει τη δύναμη να αλλάξει και πάλι τον
κόσμο, όπως πιστεύαμε σε άλλες δεκαετίες;
«Με βάζει σε
υποψίες αυτό το πράγμα. Γιατί θα μπορούσε να είναι πολύ καθαρό και να
πει ότι, ας πούμε, απαγορεύονται αναρτήσεις που έχουν να κάνουν με την
παιδοφιλιά. Αυτό θα ήταν κάτι σωστό να συμβεί, δεν μπορεί να υπάρχουν
τέτοιου είδους έργα τέχνης ή videos και να αναρτώνται ελεύθερα. Θα
μπορούσαν να το πουν αυτό και δεν νομίζω πως κανείς θα αντιδρούσε. Όταν
όμως υπάρχει μια γενικολογία του τύπου “Προτροπή σε τρομοκρατική βία”,
με αυτή την έννοια θα έπρεπε να απαγορευτεί ο Εθνικός Ύμνος, πολλά
ριζίτικα τραγούδια, πολλά τραγούδια παραδοσιακά, για να μην πω για τα
δικά μου, άσ’ τα αυτά. Εδώ μιλάμε για το απαύγασμα του ελληνικού
πολιτισμού. Όπου υπάρχει διαμάντι στην ελληνική ποίηση και την ελληνική
μουσική, από πίσω υπάρχει φωτιά και πόλεμος».
«Υπάρχει μεγάλη διαπλοκή»
Υπάρχει
και το μεγάλο θέμα των καταγγελιών για παραβατική συμπεριφορά
διακεκριμένων καλλιτεχνών, που πληθαίνουν όλο και περισσότερο. Πιστεύεις
ότι αυτό αναδεικνύει ένα γενικότερο αίτημα της κοινωνίας για ένα
ξεσκαρτάρισμα στα πρόσωπα; Να φύγει το παλιό και το σάπιο και να έρθει
κάτι καλύτερο για τη νέα γενιά που έρχεται;
«Αυτό το αίτημα
είναι πολύ παλιό, από την εποχή των πατεράδων μας και των παππούδων
μας. Και εκεί υπήρχε το σάπιο, και μάλιστα σε πολύ πιο σκοτεινές εποχές,
που δεν μπορούσε να βγει στην επιφάνεια. Ειδικά για τη γυναίκα ήταν
κάτι που έπρεπε να το επωμιστεί και να το έχει βάρος σε όλη της τη ζωή.
Νομίζω πως είναι ευκαιρία να γίνουν κάποια πράγματα τώρα. Καλώς έγινε
και έγινε. Είναι αυτός ο περίφημος ασκός του Αιόλου, που άνοιξε και
βγαίνει μεγάλη σαβούρα από εκεί μέσα».
Άρα έχει και
μεγάλη σημασία να συνεχίσει να γίνεται αυτό, να πάρουν θάρρος άνθρωποι
που έχουν να μοιραστούν βιώματα και να τα καταθέσουν. Να ενισχύσουν αυτή
την προσπάθεια που γίνεται.
«Για μένα είναι πολύ σαφές
αυτό. Πρέπει να οπλιστούν με θάρρος όλοι αυτοί οι άνθρωποι και να βγουν
να μιλήσουν. Γιατί βλέπουμε, αυτή τη στιγμή, ότι υπάρχει μια διαδικασία
συγκάλυψης πολλών πραγμάτων. Και υπάρχει και μεγάλη διαπλοκή από πίσω,
πιστεύω. Γι’ αυτό και τόσο καιρό όλα αυτά τα πράγματα μένουν κάτω από το
χαλί».
Εφόσον αυτό πιάνει όλες τις πλευρές της
κοινωνίας, για μένα θεωρείται σίγουρο ότι υπάρχουν τέτοιες ιστορίες και
σε άλλους χώρους, που αυτή τη στιγμή είναι στο απυρόβλητο. Ένας από
αυτούς ίσως είναι και η πολιτική ζωή της χώρας και οι άνθρωποι που τη
στελεχώνουν;
«Νομίζω ότι η μεγάλη σαβούρα βρίσκεται εκεί,
κυρίως. Αν ανοίξει αυτό το πράγμα, που είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί
υπάρχει omerta, αυτά τα πράγματα που έχουν συμβεί στον καλλιτεχνικό
χώρο, θα ωχριούν μπροστά τους. Έτσι πιστεύω».
Μένει να
δούμε, λοιπόν, αν θα ανοίξει και αυτός ο φάκελος. Πάντως εμείς στο
20/20 έχουμε την πρόθεση να ενισχύσουμε τον αγώνα αυτόν και συνεχίζουμε
στο πλάι όσων θέλουν να μιλήσουν και ν’ αλλάξουν κάποια πράγματα.
«Τέτοιες
προσπάθειες σαν τη δική σας τις έχουμε όλοι ανάγκη, ειδικά αυτή την
περίοδο, που βλέπουμε ότι τα Μέσα όλα να είναι “καπελωμένα” και οι
εναλλακτικές φωνές πρέπει να βρουν τρόπο και διέξοδο μέσα από
εναλλακτικά Μέσα σαν το δικό σας».
Μουσική και νέοι καλλιτέχνες
Σε
σχέση με τους νέους καλλιτέχνες, πώς τοποθείσαι; Εσύ σαν παλαιότερος
και πιο έμπειρος, τι νιώθεις ότι μπορείς να κάνεις, με τις δικές σου τις
δυνάμεις, για το δικό τους μέλλον;
«Υπάρχει πάρα πολύ νέο
αίμα και μάλιστα ταλαντούχο, το οποίο αυτή τη στιγμή είναι
αποκλεισμένο, μαζί με εμάς τους παλαιότερους, εάν και εφόσον έχει άλλου
τύπου “φωνή” και άλλου τύπου ανησυχίες να εκφράσει. Από την άλλη, ο
δρόμος είναι στρωμένος με ροδοπέταλα για όποιον θητεύει στο
διασκεδαστικό και στο ανάλαφρο τραγούδι, και μάλιστα αν έχει και τη χαρά
και την τύχη να μπορεί να δίνει κάποια χρήματα για να προωθήσει τη
δουλειά του. Πολλές φορές κάνω μια αναγωγή στο παρελθόν, σε σχέση με
όταν ξεκινούσαμε εμείς, που υποτίθεται ότι τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα,
γιατί δεν υπήρχε το ελεύθερο διαδίκτυο. Συγκρίνοντας, βλέπω ότι σήμερα
τα πράγματα, παρ’ όλη την “ελευθερία” του διαδικτύου, είναι πολύ
χειρότερα. Γιατί τότε υπήρχε αυτό που ονομάζαμε “βιομηχανία της
μουσικής”. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που έβαζαν κάποια λεφτά σε κάποιες
παραγωγές και μετά ήθελαν αυτές οι παραγωγές να πάνε καλά, τις άκουγε ο
κόσμος από τα ραδιόφωνα και δημιουργούνταν ένα κοινό, ανάλογα με το
είδος του τραγουδιού. Σήμερα υπάρχει ένα χάος, ένας ωκεανός από τον
οποίο δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Υπάρχει αυτό που έχω ονομάσει σε
ένα κείμενό μου “το σύνδρομο του υπερκινητικού δείκτη”, εννοώντας το
δάχτυλο που κρατάει το ποντίκι ή κάνει το tap, που δεν μπορεί να μη
χτυπήσει αν περάσουν το πολύ 20-30 δευτερόλεπτα στο επόμενο. Με
αποτέλεσμα ένα τραγούδι που διαρκεί 3-4 λεπτά, ό,τι έχει να πει να
πρέπει να το πει τα πρώτα 20-30 δευτερόλεπτα».
Είναι κι αυτό ένα νέο είδος «δικτατορίας», τεχνολογικής.
«Αυτό
θέλω να πω. Είναι πολύ ζόρικα τα πράγματα για ένα νέο καλλιτέχνη
σήμερα. Αν δεν ασχολείται με την τέχνη του “πορνό”, που είναι η trap για
παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει και να ακουστεί λίγο
παραέξω».
Σε σχέση με τα παιδιά που επιλέγουν να πάνε στα τηλεοπτικά talent
shows, για να δείξουν αυτό που μπορούν να κάνουν, πώς νιώθεις; Στο
παρελθόν είχαμε τη δισκογραφία και τώρα έχουμε μια τηλεοπτική εκπομπή
που παράγει -ίσως- δισκογραφικό προϊόν.
«Είναι παιδιά που βρίσκονται σε απόγνωση και στην προσπάθειά τους να κάνουν κάτι πηγαίνουν εκεί. Τα εκμεταλλεύονται πάρα πολύ, ουσιαστικά βγάζουν τσάμπα επεισόδια, με σκοπό ο ένας να φάει τον άλλον και αυτός που θα επικρατήσει να κερδίσει κάτι. Είναι σαν ένας αγώνας μέχρι θανάτου, ένας τύπος reality είναι κι αυτός. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ξεχώρισαν, αλλά νομίζω ότι αυτοί ήταν εξαιρετικά ταλέντα και θα ξεχώριζαν και χωρίς να πάνε στα talent shows».
Οι κόρες σου ασχολούνται με τη μουσική ή με την τέχνη γενικότερα;
«Ερασιτεχνικά,
δεν έχουν ακολουθήσει επαγγελματικό δρόμο σε αυτό. Υπάρχει καλλιτεχνική
φλέβα, αλλά νομίζω ότι δεν τις ενδιαφέρει να το ακολουθήσουν πέρα από
το ερασιτεχνικό του θέματος. Έχουν ακολουθήσει άλλο δρόμο, η μία είναι
στα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά στο Πολυτεχνείο και η άλλη στις Κοινωνικές
Επιστήμες. Είναι δική τους επιλογή, εγώ δεν προσπάθησα ούτε να τις
προτρέψω ούτε να τις αποτρέψω. Στα live μου έρχονται καμιά φορά, όχι
συνέχεια, το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς! Πιο μικρές
όταν ήταν, τις είχα ανεβάσει και κανα-δυο φορές να πούμε μαζί το “Αν”,
που τότε είχε βγει, δέκα χρόνια πριν. Την πιο μεγάλη τη φωνάζω καμιά
φορά όταν παίζω ρεμπέτικα να πούμε και μερικά τραγούδια μαζί. Μέχρι
εκεί».
«Ποιος θα τη θυμάται σε 20 χρόνια;»
Έτσι όπως συζητάμε τώρα, μουσικοί και οι δύο, χαίρομαι που μιλάμε -με έφερες και στο κλίμα του live
σου- και αναρωτιέμαι: πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να έχει κάποιος για
υπουργό Πολιτισμού έναν άνθρωπο σαν την παρούσα υπουργό; Πόσο κοντά
αισθάνεται με τη Λίνα Μενδώνη ο Δημήτρης Μητσοτάκης;
«Δεν
μπορώ να θυμηθώ πιο άσχετο άνθρωπο σε αυτή τη θέση. Χειρότερο υπουργό
Πολιτισμού, όσο μπορώ να ανακαλέσω πίσω, δεν μπορώ να θυμηθώ. Νομίζω ότι
έχει φέρει στα όριά του πολύ κόσμο αυτό το άτομο, τόσο με τα μέτρα εν
μέσω πανδημίας όσο και με τις γενικότερες κινήσεις που έχει κάνει, με
τελευταίο αυτό που είπε ότι δεν γνωρίζει τον κύριο αυτόν, τον Λιγνάδη
εννοώ. Πολύς κόσμος αναρωτιέται πώς γίνεται να διορίζεις χωρίς
διαγωνισμό έναν άνθρωπο που δεν τον ξέρεις. Και εσύ ως υπουργός και ο
πρωθυπουργός, ως προσωπική επιλογή. Είναι μια ερώτηση που κάνω εγώ που
είμαι χαζός, που δεν καταλαβαίνω. Είναι δυνατόν κάποιος να διορίζει σε
μια τέτοια θέση έναν άνθρωπο που δεν τον γνωρίζει προσωπικά και να τον
διορίζει χωρίς διαγωνισμό;».
Αυτό ακριβώς θα πρέπει να μας απαντήσουν.
«Ξέρω ’γω; Τουλάχιστον εμείς, οι πτωχοί τω πνεύματι, έχουμε κάποια τέτοιου είδους ερωτήματα».
Νομίζω πως θα μείνουν αναπάντητα.
«Αυτό πιστεύω
κι εγώ. Και για να κλείσω αυτό το κεφάλαιο, νομίζω ότι η κυρία Μενδώνη
πρέπει να παραιτηθεί άμεσα από αυτό το πόστο. Ο λόγος είναι ότι δεν
κάνει, έχει μια τρομερή έπαρση, η οποία δεν συνάδει με ανθρώπους του
πολιτισμού, είναι εκδικητική απέναντι στους ανθρώπους του πολιτισμού.
Πολλές φορές δείχνει μια τρομερή υποτίμηση σε ανθρώπους ακόμα και, για
παράδειγμα, του μεγέθους του Σταύρου Ξαρχάκου. Φαντάζομαι την ξέρεις την
ιστορία. Ποιος είναι αυτός ο υπουργός που θα βγάλει τέτοια υποτίμηση
απέναντι σε έναν καλλιτέχνη του μεγέθους του Ξαρχάκου, μιας και το ’φερε
η κουβέντα; Και ποιος θα θυμάται την κυρία Μενδώνη μετά από 20 χρόνια,
και ποιος θα θυμάται τον Σταύρο Ξαρχάκο;».
Ακριβώς. Αν
διαμορφώνεται ένα νέο αίτημα για ξεσκαρτάρισμα, που λέγαμε προηγουμένως,
αυτό αφορά και το τέλος της ανοχής για κάποιες συμπεριφορές, και
μάλιστα ανθρώπων που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης. Είναι κάτι που δεν το
σηκώνει σήμερα η κοινωνία μας και σίγουρα η νέα γενιά. Πρέπει να
είμαστε πλάι τους, για ν’ αλλάξουν αυτές οι νοοτροπίες.
«Πρέπει
να είμαστε πλάι τους, πρέπει να ενοχλούμε συνεχώς, πρέπει να μην
καθόμαστε ήσυχοι και να μην αφήνουμε τίποτα να πέσει κάτω. Δεν είμαι
πολύ αισιόδοξος ότι θα καθαρίσει αυτό το πράγμα, ωστόσο ό,τι περνάει από
το χέρι μας πρέπει να το κάνουμε. Εφόσον η φωνή η δική μας, για
διάφορους λόγους, δεν μένει μέσα στο σπίτι μας αλλά βγαίνει παραέξω,
λόγω της δουλειάς μας που δημοσιοποιείται, εμείς οι καλλιτέχνες
οφείλουμε να έχουμε μια πιο δυναμική δημόσια φωνή. Το οφείλουμε στα
παιδιά μας, στον εαυτό μας, στη χώρα μας».
Με τον Σπύρο Γραμμένο
Κλείνοντας,
και αφού σ’ ευχαριστήσω πολύ, θα ήθελα να μας μιλήσεις για τη συμμετοχή
σου στο «Το όνομά μου είν’ το δικό σου», το νέο τραγούδι του Σπύρου
Γραμμένου με τη συμμετοχή και των Φοίβου Δεληβοριά, Δημήτρη Μυστακίδη,
Θοδωρή Μαυρογιώργη, Αλκίνοου Ιωαννίδη, Μαρίας Παπαγεωργίου, Φώτη Σιώτα,
Γιάννη Κότσιρα, Πάνου Φραγκιαδάκη, Θοδωρή Χορόζογλου και Κώστα Παρίσση.
«Νιώθω
περηφάνια που συμμετέχω σ’ ένα τέτοιο κομμάτι. Να πω για τον Σπύρο ότι
είναι ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης -δεν θα έλεγα της νέας γενιάς, έχει
κάνει την πορεία του κι αυτός τα τελευταία χρόνια. Έχει μια εξαιρετική
ευαισθησία και μια πολιτική και κριτική ματιά στα πράγματα. Παρόλο το
χιούμορ που έχει και τη σάτιρα που βγάζει επί σκηνής, υπάρχει και το
άλλο το κομμάτι, το ευαίσθητο, που αναδεικνύεται από τραγούδια του σαν
αυτό. Είναι ένα κομμάτι που πιστεύω ότι πρέπει να το ακούσουν όλοι».
Εμείς
οι καλλιτέχνες οφείλουμε να έχουμε μια πιο δυναμική δημόσια φωνή. Το
οφείλουμε στα παιδιά μας, στον εαυτό μας, στη χώρα μας
* Φωτογραφίες: Ηλίας Μωραΐτης
Πηγή: 2020mag.gr από τη στήλη: culture
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου