Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΠΑΝΩ ΜΑΧΑΛΑΣ

 

Γράφει ο Τρύφων Ούρδας


Δεν πάει πολύς καιρός, όταν ψάχνοντας να βρω το σπίτι ενός φίλου μου στο χωριό, πέρασα από κάποια πολύ γνωστή γειτονιά στην οποία παίζαμε όταν ήμασταν μικροί. Τον «πάνω μαχαλά» όπως τον λέγαμε. Σήμερα είναι μια περιοχή μόνο με ευχάριστες αναμνήσεις στο μυαλό μου.
Ο τόπος λοιπόν που αναφερόμαστε και τότε προσφέρονταν για παιχνίδια, δεν ήταν καμιά τεράστια αλάνα (ίδιος βέβαια παραμένει και σήμερα) ικανή να χωρέσει μέσα, ποιος ξέρει πόσα παιδιά. Όχι. Παίζαμε κυρίως σ’ ένα «περίπου» σταυροδρόμι και μέσα σε μια αυλή (του κ. Χρήστου Τόκου) που καθώς αυτή δεν είχε υψηλή περίφραξη, κάθε τόσο την παραβιάζαμε και στήναμε το όποιο παιχνίδι μας άρεσε. Τώρα, αν αυτό ενοχλούσε τους ιδιοκτήτες του σπιτιού, αυτό να σας πω την αλήθεια δεν μας ενδιέφερε καθόλου… Βέβαια κατά καιρούς, αν απαιτούσε το παιχνίδι, όμοιες παραβάσεις γίνονταν και σε άλλες αυλές που ήταν κοντά στους δρόμους.
Φθάνοντας στην γειτονιά, πολύ πριν τη δύση του ηλίου ακριβώς θα έλεγα την ώρα που τότε άρχιζε το ξεφάντωμα, ο χρόνος μου φάνηκε πως γύρισε προς τα πίσω. Στο μυαλό μου ξαναζωντάνεψαν εικόνες, πριν από πολλά χρόνια, όταν ο τόπος εδώ βούιζε από φωνές παιδιών, που μέσα τους είχαν πλημμύρα την χαρά και απολάμβαναν τη ζωή τους με τι άλλο ? το παιχνίδι ! Δεν ξέρω, αισθάνθηκα την ανάγκη να μη φύγω αμέσως αλλά να παραμείνω για λίγο στο σημείο. Έτσι, κάπου στην άκρη του δρόμου βρήκα ένα πεζούλι και κάθισα να απολαύσω την ευκαιρία που μου παρείχε το περιβάλλον, να επιστρέψω δηλ. με το νου μου πίσω στο παρελθόν. Και τότε τι δεν πέρασε από την μνήμη μου…! Σχεδόν όλη η τότε παρέα φάνηκε μπροστά μου και νόμισα ότι με καλούσε να πάρω μέρος στο παιχνίδι της…
Όμως σε ποιο απ’ όλα ? Τον κουτσό που τον παίζαμε συνήθως αγόρια- κορίτσια, τραγουδώντας από μέσα μας «ήρθε μια γριά απ’ την πόλη….», τον κρυφτό μέσα στις αποθήκες και τα κοτέτσια, μη αφήνοντας τις κότες να γεννήσουν τα αβγά τους, το μονότερμα με την μπάλα να σπάει κανένα τζάμι, τα γουρουνάκια με το κονσερβοκούτι και τις στέκες, το τζαμί με την μπάλα τις πέτρες και τα κεραμίδια, τον ωρολογά που μας τον έφερε στο χωριό από τη Θεσσαλονίκη η συμμαθήτρια μας η Ελένη, τις μπίλιες που οι κάπως μεγαλύτεροι στην ηλικία με τέχνη ή απάτη δεν ξέρω, μας τις μάζευαν από τις τσέπες χωρίς να το καταλάβουμε, τα χαρτάκια με τις φωτογραφίες των ποδοσφαιριστών της εποχής (Δομάζου, Κούδα, Παπαϊωάννου, Σιδέρη) την «τριώτα» που ζωγραφίζαμε στα τσιμέντα με κεραμίδα και χρειάζονταν μεγάλη σκέψη στις κινήσεις για να κερδίσεις τον αντίπαλο, το τσιλίκι που όταν πηδούσε χτυπώντας το με την τσιλίκα, από λάθος πολλές φορές πήγαινε στο μάτι σου και το έπρηζε ή τέλος τα σκλαβάκια που ήταν παιχνίδι που απαιτούσε τρέξιμο και αντοχή, αφού μ’ αυτό φέρναμε βόλτα από άκρη σε άκρη όλο το χωριό ? Μα, τόσα πολλά παιχνίδια τότε στο χωριό και τόσα πολλά παιδιά ……! Και σήμερα που είναι τα παιδιά αυτά ? που πήγαν οι φωνές τους ? που πήγαν τα χαμόγελα τους ? ποιος κακός άνεμος πέρασε και άρπαξε με βία όλη εκείνη την ξεγνοιασιά, την αγάπη, την ομορφιά της καρδιάς τους ? Την ζωντάνια που είχαν τα πρόσωπα τους ? Προς τα πού άραγε τράβηξαν εκείνες οι χαρούμενες ψυχές, που κολυμπούσαν σε πελάγη ευτυχίας και ανέμελες πλανιόνταν στους ορίζοντες, χωρίς φουρτούνες, χωρίς άγχος, χωρίς τέλος πάντων τη στενοχώρια για το πώς θα ξημερώσει αύριο ?
Και ακόμα, που είναι εκείνη η γειτονιά, που έπαιρνε χρώμα κάθε δειλινό, όταν ο ήλιος πήγαινε να ακουμπήσει στο βουνό, κουρασμένος και αυτός, όπως και οι γεωργοί που επέστρεφαν στα σπίτια τους απ’ τα χωράφια, φορώντας ακόμα το ψάθινο καπέλο τους, γερμένοι πάνω στο κάρο, το οποίο  έσερναν τα ζώα ή καθισμένοι πάνω στο γαϊδούρι με τη φκιέντρα στα χέρια τους, περνώντας μέσα από τις παρέες των παιδιών και διακόπτοντας το παιχνίδι τους ?
Και επιπλέον πέστε μου, πού θα ξαναδώ εκείνα τα απλά πέτρινα και πλίθινα  σπίτια της γειτονιάς, τα βαμμένα με μπλε και άσπρο χρώμα, με τα ξύλινα κάγκελα μπροστά στην εξωτερική τους σάλα, τις τεράστιες μαύρες  πόρτες στην είσοδο της αυλής, οι οποίες έμειναν απ’ τους Τούρκους, την καταπράσινη κληματαριά στην αυλή, που είχε σχεδόν το κάθε σπίτι σκαρφαλωμένη στην σκεπή, την τουλούμπα πάλι στην αυλή που ξεδιψούσε όποιον κουνούσε «το χέρι της» να βγάλει νερό και ιδιαίτερα εμάς τα παιδιά, όταν καταϊδρωμένα από τα παιχνίδια, σβήναμε με τη δροσιά του τη φωτιά απ’ τα χείλη μας ? Και τέλος καλοί μου φίλοι, ακόμα και τώρα, έστω ακόμα και στα όνειρα μου, απελπισμένα ψάχνω να βρω τον φούρνο που υπήρχε σε κάθε αυλή του σπιτιού. Κι μαζί με αυτόν, τις μαυροντυμένες γιαγιάδες με τα τσεμπέρια στα κεφάλια τους, κατακόκκινες από την πυρά, να φουρνίζουν το ψωμί μέσα στα ταψιά ή τις πινακωτές…! Ύστερα θέλω να μυρίσω την ευωδιά αυτού του ψημένου ψωμιού, την οποία έπαιρνε ο αέρας και την σεργιάνιζε πέρα απ’ τη γειτονιά που ήμασταν και παίζαμε, σπάζοντας στην κυριολεξία τα ρουθούνια κάθε ανθρώπινης ύπαρξης αν θα έρχονταν σε επαφή. Αλλά και γιατί στη φαντασία μου ακόμα, να μη γευθώ τη νοστιμιά και του ίδιου του ψωμιού, όταν οι καλόκαρδες εκείνες γυναίκες, γνωρίζοντας πόσο λιμπίζονται τα παιδιά το φαγητό, έσπαζαν ένα ή δυο κομμάτια από το φρεσκοψημένο ψωμί που άχνιζε και μας στο μοίραζαν «χαλάλι» ευχαριστώντας το Θεό για τη σοδειά του και φέρνοντας στη μνήμη χαμένα τους πρόσωπα. Αλήθεια σας λέω το ψωμί αυτό, όπως λέει ένα παλιό λαϊκό άσμα, « ήταν πολύ γλυκό», σε συνδυασμό πάντα βέβαια με το παιχνίδι. Το θυμούνται και το νοσταλγούν μαζί μου και πολλοί φίλοι στο χωριό. Κάθε φορά που στην παρέα θα πιάσουμε κουβέντα για τα παλιά, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το αναφέρουμε.
Τελικά αυτός ο μαχαλάς τότε, τα είχε όλα και προπάντων το πλεονέκτημα να φιλοξενεί στην αγκαλιά του χαρούμενο κόσμο. Μικρά παιδιά να παίζουν και να χαίρονται. Έμοιαζε σαν ένα δάσος με κάθε λογής πουλιά, που το κελάηδημα τους, σαν τις σειρήνες του Οδυσσέα, μάγευε τα αυτιά σου και σε κρατούσε εκεί «όμηρο» να παίρνεις μέρος στην καθημερινή γιορτή.
Και όταν έπεφτε για τα καλά το σούρουπο και άναβαν τα φώτα στους δρόμους και στα παράθυρα, τα κελαηδίσματα σώπαιναν. Το παιχνίδι σταμάταγε και η κάθε μάνα μάζευε στο σπίτι το ξεχασμένο στο παιχνίδι παιδί της. Ο τόπος φαίνονταν να ερήμωνε καθώς η νύχτα προχωρούσε και την άκρα σιωπή τάραζε κάποιο γαύγισμα σκύλου ή η φωνή του γκιώνη που πάντοτε την ίδια ώρα έψαχνε τον αδελφό του. Ραντεβού πάλι αύριο στον ίδιο τόπο, την ίδια ώρα, ξεκούραστοι με το ίδιο χαμόγελο.
Αναπολώντας το έντονο αυτό κομμάτι της ζωής μου στον «πάνω μαχαλά» που βρέθηκα, μου ήταν αδύνατον να επιστρέψω στην πραγματικότητα. Απ’ τον λήθαργο, με ξύπνησε ο φίλος μου ο Γιώργος που τον έψαχνα και οι δυο μας πήραμε τον δρόμο για το καφενείο. Πάντως, εκείνος ο μαχαλάς όπως σας τον περιέγραψα, σήμερα δεν υπάρχει. Ανήκει το παρελθόν και στη μνήμη όσων τον ζήσαμε …        
                                                                                                        19/10/2012                                                                      
                                                                                          ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(3)